- Κι όλο το ξέρω. Πως εγώ θα τη βρω. Και πως θα ‘ναι κάπου εδώ. Γιατί δεν μπορεί. Γιατί εγώ τη θέλω. Τρελαίνομαι.
Κι όλο εσύ το χεις πιστέψει ότι χάθηκε. Κι ότι χάθηκε για πάντα. Κι ότι άμα τελοσπάντων είναι κάπου. Τελικά. Είναι κάπου στην Αμερική σ’ ένα βυθό.
Κι όλο εγώ, τότε, σε ρωτάω, γιατί το δωμάτιο μου μυρίζει ψαρίλα.
Κι όλο εσύ μου λες. Στη Λάρισα δεν έχει θάλασσα.
- Και μετά μου ‘πανε πως όλα θα ναι φιλιά έξω απ’ τον Άγιο Αχίλλειο. Πως θα μουντζώνω αγίους και θ’ ανακαλύπτω σώματα. Πως θα λέω καλημέρα σώμα. Πως θα πίνουμε μπύρες πλακωμένα σ’ έναν έρωτα, έρωτα.
Κι ότι θα κατεβαίνω απ’ το φρούριο. Κι ότι δεν θα χει αυτοκίνητα. Κι ότι θα τρώω σουβλάκι απ’ το Ήδιστον σε πίτα λαδερή με πατάτα στρόγγυλη ψιλοκομμένη. Και θα βάζω ουγγαρέζα γιατί είναι μαλάκες οι Αθηναίοι που το τρώνε με τζατζίκι.
Και θα ‘μαι εγώ, μόνο εγώ, που ξέρω που είναι χαμένη η Ατλαντίδα.
- Και θα χώνομαι στο θέατρο. Και θα ‘χει πρόβα. Και θα χαζεύω τα σώματα και τα λόγια και θα κρατάω το κείμενο. Και στη σκηνή θα ‘μαι ξυπόλυτη. Και θα μυρίζει ξανά ψαρίλα. Έξω, τη φέρανε έξω απ’ το Θέατρο. Και θα φεύγω απ’ την πρόβα τρέχοντας. Γάμησέ το, το θέατρο. Η Χαμένη Ατλαντίδα. Στο πέτρινο στο Μύλο του Παππά πίνει τον καφέ της. Τη βρήκα. Τώρα το ξέρω εγώ και το ξέρουν κι όλοι οι άλλοι. Κι είμαι ακόμα 16 κι όλη η Λάρισα το ξέρει ότι εγώ τη βρήκα τη χαμένη Ατλαντίδα.
- Κι η χαμένη Ατλαντίδα με όλο της το χάσιμο και την ψαρίλα της θα φωνάζει για μένα μόνο. Ζήτω ζήτω. Κι αγκαζέ θα πάμε να δούμε ΑΕΛ- Παναθηναϊκός. Στο καινούριο γήπεδο. Και θα ‘μαστε Βάζελος. Και θα τρώμε σουβλάκια με λιπάκι στο γήπεδο. Κι εγώ θα φοράω σκούφο Λυμπερόπουλος. Κι η Ατλαντίδα ,η χαμένη, φανέλα Γκέκας. Κι αυτή τη χρονιά θα πάρουμε το Τσάμπιονς Λιγκ. Γιατί τώρα εμείς βρεθήκαμε.
- Και μου ‘κανε την τάξη μου αταξία Και χαθήκαμε παρέα. Και κοιμόμαστε μαζί. Κι αρωματίζεται μ’ εκείνο το Αρμάνι άρωμα του μπαμπά και χώνεται εκεί που δεν έχωσες ακόμα κανέναν. Κι όλο κάνουμε ύπτιο και πρόσθιο σ’ έναν ύπνο ελεύθερο. Κι όλο γελάμε. Και λέω δεν θα με γελάσει. Και μετά, το πρωί, καπνίζει. Και τ’ άρχισα κι εγώ. Και τώρα μυρίζει άρωμα Αρμάνι και τα δημητριακά με το γάλα είναι αηδία. Και θα κάνουμε τσιγάρα παρέα, έξω απ’ την τάξη. Και κοπάνες και αλάνες. Και θα παίζουμε σουτάκια. Και θα με κερδίζει. Και θα τη φιλάω. Και θα μου σκίσει τη στολή που έβαζα στο σχολείο. Και θα χώσει τα κύματα της ανάμεσα στα μπούτια μου. Θα μυρίζουμε Αρμάνι και ψαρίλα. Κι η Τοπαλίδου θα με βρει στην τουαλέτα με σορτς και τσιγαρίλα. Όχι, κυρία τη στολή την έκαψα. Αποβλήθηκα. Κι όλο κυκλοφορώ μαζί της με σορτς στην πλατεία. Βγάλαμε έξω τον κώλο μας. Η χαμένη δεν έχει κώλο λένε. Αλλά έχω εγώ της λέω κι αυτό φτάνει και για τις δυο μας. Κι όλη η πλατεία Ταχυδρόμείου μυρίζει Αρμάνι και μπύρα που ήπιαμε από το ίδιο ποτήρι.
- Κι είπαμε θα φύγουμε μαζί. Θα πάμε στην Αθήνα. Θα νοικιάσουμε το σπίτι μας. Θα σπουδάσουμε σώματα και ψαρίλα. Θα ‘μαστε άριστοι. Θα βρεθούμε και θα βρισκόμαστε. Και θα αλλάξουμε σπίτια και ζωές.
Και θα χαθούμε και θα χανόμαστε.
Και θα χάνουμε γιατί εγώ, τελικά, καρατσεκαρισμένο, δεν κερδίζω ποτέ σε τίποτα.
- Και θα γυρίσω στη Λάρισα. Και θα πω όλα τώρα αλλάξανε. Η τύχη κι η μοίρα είναι εδώ. Κι εκείνη η χαμένη θα χει χάσει τον εαυτό που βρήκατε και θα ‘ναι ακόμα στην Αθήνα.
- Και θα βρω έναν τύπο ψηλό με σκουλαρίκι και μεγάλη καρδιά. Κάθε πρωί θα μου ψιθυρίζει σ αγαπώ και θα μου ζεσταίνει το γάλα. Το γάλα θα πιάνει πέτσα. Θα σιχαθώ την πέτσα στο γάλα. Θα με φιλάει, θα σκέφτομαι γάλατα με πέτσα. Θα τον πάω στον Άγιο Αχίλλειο. Θα με φιλήσει, θα φωνάζω κι άλλο. Θα σκέφτομαι γάλατα με πέτσα. Θα κατέβουμε το φρούριο. Θα χει αυτοκίνητα. Το θέατρο;
- Και θα πίνω καφέ μόνη μου. Και τη μπύρα θα τη σιχαίνομαι. Και θα λέω το σουβλάκι καλαμάκι. Κι ο Βάζελος θα ξανακάνει νταμπλ του αγίου πούτσου ανήμερα. Και η Ουγγαρέζα, πολύ λίπος ρε παιδάκι μου.
- Κι η χαμένη, χαμένη.