i.
Μες στη ρεμπέτικη βουή
Και την ακραία τσιγαρίλα
Τα τσίπουρα κατεβαίνουν με μανία
Και τα ποτήρια τσουγκράνε βίαια.
Ο ήχος θυμίζει
Σύγκρουση στα οδοφράγματα.
Ξέχειλο, ως φαίνεται
Το πάθος της γενιάς
Που κλείστηκε στα καφενεία
Και ξέχασε τον δρόμο.
ii.
Κούπες αδειάζουν
Από καπουτσίνο ζεστούς.
Καρέλια σβήνουν,
Τα φθηνά, τα λαθραία.
Στα κόσμια εν τέλει και η γενιά,
Αυτή ντε
Που της στέρησαν το μέλλον.
iii.
Κρύος Δεκέμβρης
Πάντα το ιντερλούδιο της ιστορίας του θυμίζει.
Τότε,
Που απόγευμα προς βράδυ
6 του μηνός
Στο καφενείο της Ναβαρίνου
Ο χώρος μονάχα αρμύρα μύρισε
Από τα δάκρυά μου.
Ο Γιώργος Πάσχος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996. Είναι ερευνητής και μεταπτυχιακός φοιτητής πολιτισμικής κοινωνιολογίας.