Δύσπιστος ο αέρας που πνέει από το στόμα
δεν κοπάζει
κουβαλάει έναν μακρόσυρτο αναστεναγμό
μοναχικό και απορημένο
κάποιες φορές εκτινάσσεται οργισμένα στη διαπασών
καρφώνοντας βελόνες στο στήθος μου
έπειτα βουβαίνεται
ευπρόσβλητος πλέον και συμφιλιωμένος με την παγωνιά
στοχεύει στα βλέφαρα
αβίαστα σκοντάφτει τότε o νους
κατεδαφίζει κάθε αβρότητα και ευπρέπεια
αφήνει δαγκωματιές σε μια λογική που πεισμώνει
καθηλωμένες οι λέξεις βουλιάζουν σαν σβούρα στην άμμο
μάταια ψάχνουν διεξόδους διαφυγής από συμπαγείς σκέψεις
ταχείας πήξεως το κενό της ύπαρξης
αλλά μην τρομάζεις…
ανοξείδωτη η ελπίδα
αντέχει…