Νίκος Παπαδόπουλος | Μουφομαστός

© Vivian Maier

Υπάρχει αυτή η λέξη. Όπως υπάρχει και το ρουξούνι, τόσο σαν λέξη όσο και σαν αντικείμενο. Αλλά, μουφομαστός;   

  Προσπάθησα να εντοπίσω το αντικείμενο, να το προσεγγίσω με κάποιον τρόπο. Και κάποια στιγμή βρέθηκα σε ένα ράφι με πάνω του ακουμπισμένο ένα ολόκληρο πανέρι από αυτό.

  Κοίταζα για ώρα την περιγραφή του προϊόντος, να σιγουρευτώ πως αυτά τα μεταλλικά γυαλιστερά καθόλου ερωτικά αντικείμενα έφεραν αυτό το χυδαία αισθησιακό όνομα. Ούτε η τρύπα, οπή ας την πώ καλύτερα, είχε κάτι το ερωτικό (δεν μπορώ να φανταστώ τι θα ήταν, ας πούμε το σχήμα, η διαμόρφωση ή ίσως το χρώμα της να είχαν κάτι το ερωτικό) αλλά ούτε και το περιβάλλον της μέταλλο παρέπεμπαν συνειρμικά εκεί.  

  Χωρίς να έχω κρατήσει στο χέρι μου το αντικείμενο, χωρίς καν να έχω αγγίξει την ψυχρή επιφάνειά του (υπέθετα πως ψυχρή θα ήταν) προσπαθούσα να ταυτίσω την ονομασία με αυτό. Θα μπορούσα ο ίδιος να το έχω ονοματίσει με δέκα, ίσως και δώδεκα ονόματα, μερικά από αυτά άστοχα ίσως, αλλά ποτέ δεν θα το είχα ταυτίσει με αυτό του ονοματιστή του (αναρωτήθηκα στιγμιαία αν ήταν ένας ή περισσότεροι, μια επιτροπή υδραυλικών ή ακόμη και πολιτικών μηχανικών, μια παρέα αστειευόμενη με χλευαστική και πειρακτική διάθεση για τους πιό συνεσταλμένους της συντεχνίας).

  Το μέγεθος της τρύπας στο κέντρο, της οπής στο κέντρο, ήταν δυσανάλογα μεγάλο με τον συνολικό όγκο του αντικειμένου. Και ούτε το σχήμα κατάφερνε να φέρει στο μυαλό εκείνο που θα περίμενε κανείς. Επίσης, πουλιόταν κατά μόνας, χωρίς καμία υποχρέωση από τον αγοραστή να προμηθευτεί τουλάχιστον δύο, ένα ζεύγος το οποίο θα δικαιολογούσε, κατάλληλα τοποθετημένο, την ονομασία. Σκέφτηκα στρατιές ανέραστων υδραυλικών (ή σάτυρων του επαγγέλματος) να περιγράφουν, να καταμετρούν τις απαιτήσεις, να παραγγέλνουν, να προμηθεύονται και στο τέλος να χρησιμοποιούν το αντικείμενο αυτό.

  Σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά, να δω στην ενημερωτική ταμπέλα του καταστήματος σε ποια φυλή εμπορευμάτων κατέτασσε τον μουφομαστό και διαπίστωσα πως ήμουν στην επικράτεια των Συνδέσμων Σωλήνων. Αυτό λοιπόν ήταν ο μουφομαστός. Ένας απλός σύνδεσμος σωλήνων. Ακόμη χειρότερα, κάνοντας δύο τρία βήματα στο πλάι διαπίστωσα ότι υπήρχε και υποκατηγορία με την ονομασία μουφομαστός αρσενικός/θηλυκός. Κατέρρευσα κάτω από το βάρος της ελευθεριότητας των εξαρτημάτων αυτών, έφυγα βαδίζοντας γρήγορα, (αν έτρεχα θα έβρισκα τον μπελά μου από το προσωπικό ασφαλείας του καταστήματος), γεμάτος άγχος και απογοήτευση, ίσως και με μια ελαφριά απέχθεια προς κάτι ασαφές που είχε ήδη αρχίσει να σχηματίζει μια ανάμνηση μέσα μου. Διέσχισα γρήγορα τα τμήματα με τους θερμοσίφωνες και τους προκλητικά εξέχοντες σωλήνες παροχής στο κάτω μέρος τους, τα τρομερά δράπανα με τις ογκώδεις επεκτάσεις τους, τα πιστολάκια βαφής με τα ξεδιάντροπα στόμιά τους, τέλος τις αιδοιόσχημες (κατ’ εμένα πάντα) λεκάνες τουαλέτας, και βγήκα από την Έξοδο Χωρίς Αγορές επιβραδύνοντας ελαφρώς το βήμα μου για να αφήσω το βλέμμα μου να χορτάσει το πληθωρικό στήθος της κοπέλας στην υποδοχή.

* * *


Ο Νίκος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1963. Ζει και εργάζεται στην Ελλάδα. Το 2019 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ο Μωβ σκίουρος» το πρώτο του βιβλίο με τίτλο, «Κάτι το Τραγικόν». Έχει συμμετάσχει στο συλλογικό έργο, «Χάρτινα ποδήλατα (Εκδόσεις των συναδέλφων). Συμμετέχει επίσης, με ένα διήγημα, σε συλλογικό έργο των εκδόσεων «Ο Μωβ Σκίουρος».