Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης
Ματαιότης ματαιοτήτων, εἶπεν ὁ ἐκκλησιαστής, ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης.
Μάταια είναι όλα όσα ορίζουν τη ζωή τού ανθρώπου: οι πράξεις του, οι αγωνίες του, οι σκέψεις του, ο μόχθος και τα έργα του. Μάταιη είναι η κάθε του επιθυμία, η κάθε προσπάθειά του. Μάταιη η γνώση κι η σοφία του. Σοφία ή ανοησία, έχουν κι οι δύο την ίδια ακριβώς κατάληξη. Καλοσύνη ή κακία, το ίδιο. Εργατικότητα και τεμπελιά, δικαιοσύνη κι αδικία, πλούτος και φτώχεια εξομοιώνονται τελικά, αργά ή γρήγορα, από την άτεγκτη κρησάρα τού θανάτου:
Κι όλα τα έργα πού ‘γιναν
κάτω από τον ήλιο
τα κοίταξα και είδα:
όλα τους ανώφελα,
κυνήγι του ανέμου.[1]
Η μεγάλη συμφορά τού ανθρώπου είναι η επίγνωση του αναπόφευκτου θανάτου του. Υπό το πρίσμα τού θανάτου, κάθε σκέψη, κάθε λόγος, κάθε προσπάθεια και έργο του, φαντάζουν πραγματικά ανώφελα:
Και τι διαφέρει ο άνθρωπος;
Τίποτα, μα τίποτα﮲
ανώφελα είν’ όλα.
Όλα γυρνούν στο ίδιο﮲
όλα από χώμα γίνανε,
χώμα όλα θα γίνουν.[2]
Μπροστά στην απόγνωση που προκαλεί η επίγνωση του αναπόδραστου γεγονότος τού θανάτου, ο άνθρωπος παραδίδεται στην αγκαλιά της επιφανειακότητας και της βλακείας. Ελπίζει ότι, με το χρήμα και τον πλούτο, μπορεί να εξορκίσει τον επικείμενο θάνατο. Μα, είναι φυσικά μάταιο κι αυτό. Το χρήμα μπορεί να ξεφτίσει μόνο προσωρινά τη στιλπνότητα της επιθυμίας, παρουσιάζοντάς μας ως εύκολη και δεδομένη τη μόνιμη ικανοποίησή της. Μα η επιθυμία είναι κάτι το ευμετάβλητο, το αεικίνητο֗ αλλάζει διαρκώς προσωπείο֗ το χρήμα είναι ανίκανο να καταλαγιάσει τον πυρετό τού αέναα ανατροφοδοτούμενου μηχανισμού της:
Άμα το χρήμα αγαπάς
ποτέ δε θα χορτάσεις﮲
κι ό,τι δημιουργήσεις,
δε θα το αγαπήσεις. Ανώφελο κι αυτό.[3]
Ο άνθρωπος συσσωρεύει μανιωδώς χρήμα κι υλικά αγαθά, κυνηγάει σαν τρελός την εξουσία και το ρίχνει στις προσωρινές απολαύσεις, σε μία απεγνωσμένη του προσπάθεια να ξεχάσει τον εαυτό του, εθελοτυφλώντας στην ανυπόφορη αλήθεια της φθαρτότητας και του εφήμερου της ύπαρξής του, αλλά φυσικά, κάθε τέτοια προσπάθεια είναι καταδικασμένη να ναυαγήσει:
Χρυσάφια μάζεψα κι έφερα ασήμια,
πλούτη τόπων και βασιλιάδων.
Έφερα αγόρια, μαζί και κορίτσια,
να τραγουδάνε στ’ αυτί μου,
να χύνουν κρασί στο ποτήρι μου.
Των ανθρώπων απολαύσεις.
…
Κατόπι, είδα τα έργα μου,
όσα φτιάξαν τα χέρια μου,
όσα δώσαν οι κόποι μου.
Και είδα: όλα ανώφελα﮲
κυνήγι του ανέμου.
Σε τούτη τη ζωή δεν έχει τίποτα να κερδίσεις.[4]
Μήπως δεν το είχε πει, πολύ καιρό πριν ο Ηράκλειτος: “Si Felicitas esset in delectationibus corporis, boves filices diceremus, cum inveniant orobum ad comedendum [Αν η ευτυχία ήταν οι σωματικές απολαύσεις, θα έπρεπε να λέμε ευτυχισμένα τα βόδια όταν βρίσκουν μπιζέλια για να φάνε];”[5]
Άλλος πάλι ελπίζει ότι, στην οικογένεια και στους απογόνους που θα αφήσει πίσω του, θα βρει την αδιατάρακτη ευτυχία που αναζητά. Μα γρήγορα, συνειδητοποιεί ότι είναι κι αυτό ένα από τα πολλά κεφάλια της ίδιας Λερναίας Ύδρας – της επιθυμίας. Κι αυτός θα πεθάνει, με το ίδιο άσβεστο ανικανοποίητο μέσα του:
Είναι ένας,
Έκανε εκατό παιδιά,
έζησε χίλια χρόνια,
μα δε χόρτασε η καρδιά του
και τον αφήσαν άθαφτο.[6]
Γνώση
Άλλος πάλι στρέφεται στην απόκτηση όσο το δυνατόν περισσότερης Γνώσης, πιστεύοντας ότι έτσι θα κατακτήσει την απόλυτη αλήθεια και θα καταφέρει να υπερβεί την εφήμερη και γεμάτη πόνο ύπαρξή του:
Έδωσα στην ψυχή μου
γνώση για να γνωρίσει.
Κι όλος σοφία γέμισα,
γνώση κι επιστήμη.
Κι έμαθα μονάχα αυτό:
ανεμοκυνηγητό.
Μαζεύεις γνώση, μαζεύεις σοφία,
μαζεύεις μέσα σου λαβωματιές.[7]
Ο Εκκλησιαστής αποτελεί τρόπον τινά ένα ‘ξένο σώμα’ στον κορμό των υπόλοιπων κειμένων της Βίβλου, αλλά και στο γενικότερο ιουδαιο-χριστιανικό αφήγημα, από πολλές απόψεις. Η κοσμοθεωρία του συγγενεύει περισσότερο με αντίστοιχες που συναντούμε στις αρχαίες Ανατολικές Θρησκείες αλλά και με συγκεκριμένα ρεύματα της αρχαιοελληνικής και, κατ’ επέκτασιν, της σύγχρονης Δυτικής φιλοσοφίας.
Αποτελεί πάγιο χαρακτηριστικό όλων ανεξαιρέτως των Ανατολικών φιλοσοφιών ο ακραίος σκεπτικισμός – έως και ολική απαξίωση – της συσσώρευσης γνώσης ως μέσου αναζήτησης της Αλήθειας. Τον σκεπτικισμό αυτόν, είναι προφανές ότι, τον προσυπογράφει κι ο Εκκλησιαστής.
Ήταν κάποτε ένας πλούσιος και γενναιόδωρος άνθρωπος από τη Βοχάρα. Επειδή κατείχε μία υψηλή θέση στη μυστική ιεραρχία, ήταν γνωστός κι ως ο Πρόεδρος του Κόσμου. Κάθε μέρα έδινε ποσότητες χρυσού και σε διαφορετική κατηγορία ανθρώπων – στους άρρωστους, στις χήρες κ.ο.κ. Ωστόσο,, τίποτε δεν έπαιρνε όποιος άνοιγε το στόμα του και μιλούσε. Δεν ήταν βέβαια όλοι εξίσου ικανοί να παραμένουν σιωπηλοί. Κάποια μέρα, ήρθε κι η σειρά των δικηγόρων να λάβουν το μερτικό τους. Ένας απ’ αυτούς δεν συγκρατήθηκε κι ανέπτυξε τον πιο πλήρη δικανικό λόγο που θα μπορούσε ποτέ να εκφωνηθεί. Τίποτε δεν δόθηκε σ’ αυτόν. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, δεν τον πτόησε. Την επόμενη μέρα, ήταν η σειρά των ανάπηρων, οπότε προσποιήθηκε κι αυτός ότι ήταν ανάπηρος. Αλλά ο Πρόεδρος τον αναγνώρισε κι έτσι δεν πήρε και πάλι τίποτε. Ξανά και ξανά το προσπάθησε, φτάνοντας να μεταμφιεσθεί ακόμη και σε γυναίκα, χωρίς όμως κάποιο αποτέλεσμα. Τελικά, ο δικηγόρος προσέλαβε έναν εργολάβο κηδειών και του ζήτησε να τον τυλίξει σ’ ένα σάβανο. “Μόλις έρθει ο Πρόεδρος”, του είπε, “θα υποθέσει ότι είμαι ένα πτώμα κι έτσι, ίσως ρίξει μέσα λίγα χρήματα για την κηδεία μου. Ύστερα, θα σου δώσω κι εσένα το μερίδιό σου”. Έτσι κι έγινε. Ένα χρυσό νόμισμα έφυγε από το χέρι τού Προέδρου προς το σάβανο. Ο δικηγόρος το άρπαξε αμέσως, από φόβο μήπως ο εργολάβος κηδειών τον προλάβει. Τότε, απευθύνθηκε προς τον ευεργέτη του: “Μου αρνήθηκες τη γενναιοδωρία σου – δες τώρα πώς καταφέρνω και σου την αποσπώ!” – “Τίποτε δεν μπορείς να πάρεις από ‘μένα”, απάντησε ο γενναιόδωρος άνθρωπος, “εάν πρώτα δεν πεθάνεις”.
Αυτό είναι και το νόημα της απόκρυφης φράσης: “Ο άνθρωπος πρέπει να πεθάνει πριν πεθάνει”. Το δώρο θα έρθει αφού πρώτα συμβεί αυτός ο ‘θάνατος,’ ποτέ πριν.”[8]
Η Γνώση – ως μία διαδικασία συσσώρευσης θραυσμάτων πραγματικότητας από τον εγκέφαλό μας – σίγουρα δεν είναι η Οδός. Από την άλλη, γνώση χωρίς τη λεκτική της εκφορά, προφανώς και δεν μπορεί να υπάρξει. Στην πραγματικότητα, η γνώση σχηματίζεται από- και συνίσταται σε λέξεις, μέσω των οποίων εκφέρεται. Το μόνο ανθρώπινο προπατορικό αμάρτημα υπήρξε αυτό της ‘εικονοποίησης’ του κόσμου – της μετατροπής του σε μία ιδεατή ‘αναπαράσταση’ – και της λεκτικής του μεταγραφής στον ηχητικό κώδικα της Γλώσσας. Αφ’ ης στιγμής κρυσταλλώθηκε ο μηχανισμός αυτός στον ανθρώπινο εγκέφαλο, ήδη ο άνθρωπος ήταν ένας ‘εκπεπτωκώς άγγελος’, ισόβια εξόριστος από την επικράτεια της Αλήθειας.
Ο Εκκλησιαστής το τονίζει διαρκώς. Τα πολλά ερωτηματικά, η απλή συσσώρευση γνώσεων δεν θα οδηγήσουν τον άνθρωπο στη σοφία ή την ευτυχία. Το αντίθετο μάλιστα:
Γιε μου φυλάξου,
πολλά βιβλία μη φτιάξεις֗
ποτέ δε θα τελειώσεις֗
και το πολύ το διάβασμα κουράζει το κορμί.[9]
Είναι πολύ πιθανόν, στην πρωταρχική του κατάσταση, ο άνθρωπος να είχε όντως μία πιο άμεση επαφή με αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί Αλήθεια ή Πραγματικότητα. Ο εγκέφαλός του δεν είχε ακόμη υποστεί τις συνέπειες της συσσώρευσης των γνώσεων, των σκέψεων και των λέξεων εκείνων με τις οποίες συνδέεται μία ανθρώπινη εξελικτική πορεία αρκετών χιλιάδων ετών:
Έψαξα και βρήκα αυτό:
έφτιαξε τον άνθρωπο ο θεός στητό,
μα βάλανε οι άνθρωποι
πολλά μέσα στο νου τους.[10]
Γλώσσα
Όπως πολύ αργότερα μας υπέδειξε μία πλειάδα Δυτικών φιλοσόφων, – μεταξύ των οποίων κεντρική θέση ανάμεσά τους σίγουρα κατέχει ο Αυστριακός Φριτς Μάουτνερ, – Γνώση και Γλώσσα είναι ένα και το αυτό֗ και οι δύο αποτελούν συστατικά στοιχεία τού ίδιου ενιαίου μηχανισμού της ανθρώπινης Σκέψης:
Για όλους εμάς, για τους οποίους η γλώσσα δεν είναι τίποτε περισσότερο από τη βολική ανάμνηση του ανθρώπινου γένους κι η αποκαλούμενη γνώση τίποτε περισσότερο από την ίδια αυτήν ανάμνηση, απλά προβεβλημένη σε επίπεδο οικονομίας και ατόμου, για όλους εμάς λοιπόν, μεταξύ γλώσσας και γνώσης, δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν παρά μόνον ανεπαίσθητες διαφορές. Κι οι δυο τους [γλώσσα και γνώση] είναι μνήμη֗ κι οι δυο τους είναι παράδοση.[11]
Κι ο Φουκώ, λίγο πιο πρόσφατα, θα γράψει στο ίδιο πνεύμα, ότι: “Γνώση και γλώσσα συμπλέκονται άρρηκτα. Είναι μία και η αυτή κίνηση, αυτή μέσω της οποίας ο εγκέφαλος ταυτόχρονα ομιλεί και γνωρίζει.”[12] Απηχώντας έτσι τον Ντεστύ ντε λα Τρασί – τον φιλόσοφο της περιόδου τού Διαφωτισμού – ο οποίος διατύπωσε την ίδια ιδέα, ως εξής: “Είναι οι ίδιοι μηχανισμοί, αυτοί μέσω των οποίων μαθαίνει κανείς να μιλά και να ανακαλύπτει, είτε τις αρχές τού κοσμικού συστήματος, είτε εκείνες των λειτουργιών τού ανθρώπινου νου, μ’ άλλα λόγια, καθετί που είναι μεγαλειώδες στη γνώση μας.”[13]
Ο Εκκλησιαστής, πολύ πριν το συνειδητοποιήσει η Δυτική σκέψη (σε διανοητικό επίπεδο και μόνο), είχε διαισθανθεί την ταυτότητα Γνώσης, Γλώσσας και Σκέψης, καθώς και τους κινδύνους που το τρίπτυχο αυτό εγκυμονεί για τον άνθρωπο:
Φύλαξε το στόμα σου,
κράτησε την καρδιά σου,
μην τρέξει και μιλήσει.[14]
…
Καλύτερο τα λόγια να τελειώνουν
παρά ν’ αρχίζουν.[15]
Τα πολλά τα λόγια δεν είναι απλώς ανούσια, αλλά συνιστούν και ασέβεια:
Άκουσες τους ασεβείς
λόγια πολλά να λένε֗
μα μην παρασυρθείς̇[16]
Πέρα από οτιδήποτε άλλο, οι λέξεις είναι το πιο ασφαλές τεκμήριο της έλλειψης σοφίας σε έναν άνθρωπο:
Όμορφα ακούγονται
τα λόγια του σοφού֗
μίλησε ο άμυαλος
και γκρεμοτσακίστηκε.
Βλακεία όταν άρχισε,
στο τέλος μαύρη τρέλα.
Και όλο ο άμυαλος μιλά.[17]
Όσο περισσότερο μιλά κανείς, τόσο περισσότερο απομακρύνεται από την αλήθεια και τόσο περισσότερο ανόητος γίνεται, μας λέει ο Εκκλησιαστής. Πολύ πριν την εμφάνιση στον Ευρωπαϊκό χώρο των γλωσσο-σκεπτικιστών φιλοσόφων και διανοητών, είχε προηγηθεί – ακόμη και του Εκκλησιαστή – μία μακρά Ανατολική παράδοση αμφισβήτησης της Γλώσσας. Στις Ουπανισάδες για παράδειγμα, – τα αρχαία Ινδουιστικά ιερά κείμενα, – διαβάζουμε:
Εκεί, το μάτι δεν φτάνει.
Η ομιλία, δεν φτάνει, ούτε το μυαλό.
Δεν γνωρίζουμε, δεν καταλαβαίνουμε
Πώς θα μπορούσε να το διδάξει κανείς;[18]
Κι ο πιο αναγνωρίσιμος στον Δυτικό κόσμο δάσκαλος του Ταοϊσμού, ο Λάο-Ζι, ξεκινά το περίφημο Ταό Τε Τσινγκ με τον εξής τρόπο:
Το Τάο που μπορεί να ειπωθεί
δεν είναι το αμετάβλητο Τάο.
Τα ονόματα που μπορούν να το ονομάσουν
δεν είναι τ’ αμετάβλητα ονόματα.[19]
Εξ ορισμού, υπάρχει πάντα ένα αγεφύρωτο κενό μεταξύ ενός ‘Ταό τής ομιλίας’[20] και του πραγματικού, δυσπρόσιτου και σιωπηλού Ταό τής πραγματικότητας: “Υπάρχει πάντα ένα χάσμα μεταξύ αυτού που μπορεί να πράξει ένα ‘Ταό τής ομιλίας’ κι αυτού που συμβαίνει όντως στην πραγματικότητα. Ένα ‘Ταό τής ομιλίας’ είναι δυνατόν να αποδειχθεί ανεπαρκές στο να πραγματώσει αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Του λείπει η ‘συνέπεια’, ώστε να είναι ικανό να καθοδηγεί την πραγματική κοινωνική μας συμπεριφορά”.[21]
Γιατί να υπάρχει εκ των πραγμάτων αυτό το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ λέξης και πραγματικότητας; Διότι, αφ’ ης στιγμής η λέξη – δηλαδή το σημείο – καλείται να αναφερθεί σε κάποιο πράγμα – το σημαινόμενο – πρέπει αναγκαστικά και να το υποκαταστήσει, να το εκτοπίσει. Το σημείο ‘προσθέτει’ τρόπον τινά τον εαυτό του στο σημαινόμενο, αποτελώντας ένα είδος ‘πλεονάσματος’, σύμφωνα με τη διατύπωση του Ντεριντά. Υπ’ αυτήν την έννοια, η λέξη, το σημείο, αποτελεί πάντοτε ένα ‘πρόσθετο’, ένα ‘συμπλήρωμα’ του πράγματος αυτού καθαυτό: “Το συμπλήρωμα προσθέτει τον εαυτό του, είναι ένα πλεόνασμα, μία πληρότητα η οποία εμπλουτίζει μία άλλη πληρότητα, το πιο πλήρες μέτρο της παρουσίας. Προσθέτει και συσσωρεύει παρουσία”.[22]
Όντας ένα ‘συμπλήρωμα’ του σημαινόμενου, το σημείο είναι καταδικασμένο να παραμένει μία καθαρή εξωτερικότητα, μία ξένη οντότητα ως προς το ίδιο το σημαινόμενο – το πράγμα το οποίο επιχειρεί να αναπαραστήσει, υποκαθιστώντας το κι εκτοπίζοντάς το.[23] Η ύπαρξη του σημείου, κατά κάποιον τρόπο, σημαίνει την εξάλειψη του πράγματος. Κι αυτή ακριβώς η ‘συμπληρωματικότητα’, η ‘εξωτερικότητά’ της σε σχέση με τον πραγματικό κόσμο, καθιστά τη Γλώσσα κάτι το εγγενώς περιορισμένο κι ανεπαρκές.
Αυτόν ακριβώς τον εγγενή περιορισμό της διέκριναν από νωρίς Ανατολικοί φιλόσοφοι όπως οι Βουδιστές Nikāya, οι οποίοι υποστήριξαν ότι, ακριβώς λόγω αυτού της του περιορισμού, δεν είναι ποτέ δυνατόν να συλλάβουμε ή να εκφράσουμε την Αλήθεια μέσω της Γλώσσας.[24]
Η λειτουργία της Γλώσσας δεν μπορεί παρά να είναι απλά επιτελεστική. Δεν πρέπει κανείς να συγχέει τον επιτελεστικό της αυτόν χαρακτήρα με την ίδια την Πραγματικότητα ή την Αλήθεια κι οι Βουδιστές φιλόσοφοι, ειδικά αυτοί της παράδοσης του Ζεν, έχουν επιμείνει ιδιαίτερα σ’ αυτήν τη θεμελιώδη διάκριση: “Η θεώρηση της γλώσσας ως ενός μέσου ή ως φορέα της αλήθειας, όχι μόνο αποτρέπει τη γλώσσα από το να μετάσχει στο ίδιο το μήνυμα της αλήθειας, αλλά και την καθιστά εμπόδιο στην κατανόηση που μπορεί κανείς να έχει περί της αλήθειας. Στο ενδιάμεσο κενό μεταξύ της αλήθειας και του δέκτη της, στέκεται η γλώσσα.”[25] Ως μία τέτοια εξωτερική παρεμβολή, ως ένας ενδιάμεσος φορέας, η Γλώσσα αναγκαστικά διαχωρίζει, διαιρεί και διασπά. Είναι πολύ πιθανόν, η λέξη να είναι ο παράγοντας εκείνος που ευθύνεται για την κατακερματισμένη ανθρώπινη συνείδηση: το εξωτερικό και το εσωτερικό, το εγώ και το εσύ, το χθες και το μετά – όλα εκείνα τα δίπολα γλωσσικής γενεαλογίας, που αποτελούν τις συντεταγμένες τού ψυχολογικού μας κόσμου – ενός κόσμου βαθιά διαιρεμένου κι αντιφατικού, κατάστικτου από συγκρούσεις κι αντιθέσεις.
Γι’ αυτό κι ο Εκκλησιαστής, μας προειδοποιεί ξανά και ξανά για την απόλυτη ματαιότητα των λέξεων:
Τα λόγια θα τελειώσουν֗
κι εκείνο πού ‘θελες να πεις,
δε θα μπορέσεις να το πεις.
Δε θα χορτάσει να βλέπει το μάτι
Δε θα χορτάσει ν’ ακούει το αυτί.[26]
Επιθυμία
Όχι τυχαία, ο Εκκλησιαστής συνδέει τη γλώσσα με την επιθυμία. Μέχρι αυτό το σημείο, έχουμε δει πόσο απαξιωτικά μάς έχει μιλήσει για το πόσο καταστροφική είναι η αναζήτηση όλο και περισσότερων υλικών αγαθών κι απολαύσεων. Είδαμε σε ποιον βαθμό αποκηρύττει κάθε τι το εγκόσμιο, ως παράγοντα χαράς κι ευτυχίας για τον άνθρωπο. Όσα πλούτη, όση δύναμη κι εξουσία κι αν καταφέρει να συγκεντρώσει κανείς, όσο κι αν προσκολληθεί σε αγαπημένα του πράγματα, πρόσωπα κι ιδέες, όσες λέξεις κι αν επιστρατεύσει ως διαμεσολαβητές στη σχέση του με τον έξω κόσμο και τους υπόλοιπους ανθρώπους, πάντοτε θα παραμένει το ίδιο γυμνός και δυστυχισμένος, με τα χέρια του μονίμως άδεια, χωρίς τίποτε το απτό, που να μπορεί να του εξασφαλίσει τη χαρά και την ασφάλεια που αναζητά. Τα μάτια του και τα αυτιά του είναι καταδικασμένα να παραμένουν δύο όργανα θλιβερά περιορισμένα σε σχέση με την απειρότητα και την πολυπλοκότητα των ερεθισμάτων που τον περιβάλλουν, ενώ η τρομακτική εκείνη εσωτερική παρόρμησή του που λέγεται επιθυμία, θα τον ωθεί διαρκώς προς την κατοχή, ει δυνατόν, του συνόλου των πραγμάτων και των αισθήσεων που απαρτίζουν τον κόσμο, ενώ είναι τόσο προφανές ότι κάθε τέτοια ολική επικυριαρχία τού ανθρώπου πάνω στον κόσμο, είναι σε κάθε περίπτωση αδύνατη. Ο πόνος, η αίσθηση του αδύνατου, η ματαίωση, είναι τα βέβαια αποτελέσματα μίας τέτοιας διαδικασίας πάνω στον άνθρωπο.
Ως μία τραγικά πρόσκαιρη και θνητή οντότητα, ακούσια τοποθετημένη σε έναν μάλλον εχθρικό, αχανή και δυσερμήνευτο κόσμο, ο άνθρωπος γαντζώνεται από πρόσωπα, πράγματα και ιδέες, επιχειρώντας μάταια να προσδώσει ένα κάποιο περιεχόμενο και νόημα στην, κατά τα άλλα στερημένη από οποιονδήποτε σκοπό, ύπαρξή του. Και τότε βάζει στο στόμα του τις λέξεις. Με τις λέξεις βαυκαλίζεται ότι κατανοεί, ότι νοηματοδοτεί, ότι συμμετέχει, ότι κοινωνεί – σε τελική ανάλυση, οι λέξεις είναι ο θαυμαστός εκείνος άϋλος παράγοντας που προσφέρει στον άνθρωπο την ψευδαίσθηση ότι κατέχει: υλικά πράγματα, άλλους ανθρώπους, μία συνείδηση, μία ταυτότητα, τη Γνώση και κατ’ επέκταση τον κόσμο όλο. Ωστόσο, σε σχέση με τη Γλώσσα, πρέπει επίσης να έχουμε υπόψη μας, ότι:
“Κάθε Ταό τού λόγου [‘a discourse dao’] δημιουργεί ένα υπόδειγμα ‘shi-fei,’[27] δηλαδή γεννά προτιμήσεις, οι οποίες βασίζονται [πάντοτε] σε αντιθετικούς όρους. Αυτή η δομή προτιμήσεων παράγει τότε μία yuεπιθυμία,[28] η οποία στη συνέχεια επηρεάζει την κοινωνική μας συμπεριφορά”.[29] Στην ίδια τη διάκριση (‘shi-fei’) – μεταξύ ‘καλού’ και ‘κακού’, ‘όμορφου’ και ‘άσχημου’, ‘ηθικού’ κι ‘ανήθικου’ κλπ. – ενυπάρχει πάντα μία ξεκάθαρη μεροληψία: ο κάθε άνθρωπος θα θέλει λογικά να ‘κατέχει’ ανά πάσα στιγμή το ‘καλό’, το ‘όμορφο’, το ‘ηθικό’, ενώ θα τείνει να απορρίπτει τον αντίθετο πόλο – το ‘κακό’, το ‘άσχημο’, το ‘ανήθικο’. Ειδικά δε, όταν ολόκληρη η κοινωνία έχει δομηθεί πάνω σ’ αυτές ακριβώς τις διακρίσεις και επιχειρεί με κάθε δυνατό τρόπο να αναγκάσει τα μέλη της να επιλέγουν συστηματικά τους πρώτους (‘θετικούς’) πόλους έναντι των δεύτερων (των ‘αρνητικών’), τότε πραγματικά μπορούμε να κάνουμε λόγο για ένα ολόκληρο κοινωνικό σύστημα ‘διακρίσεων’ και ‘προτιμήσεων’, οι οποίες στην πραγματικότητα επικοινωνούνται και επιβάλλονται στους ανθρώπους μέσω της Γλώσσας. Αναδύεται έτσι ανάγλυφα ο μηχανισμός της γένεσης της Επιθυμίας από τη Γλώσσα κι ως εκ τούτου, αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε το γιατί η βαθύτερη φύση της Επιθυμίας είναι κατά βάση συγκρουσιακού χαρακτήρα: εάν η Γλώσσα λειτουργεί στη βάση αντιθετικών δίπολων σαν τα παραπάνω, εάν η κοινωνία, μέσω τέτοιου είδους γλωσσικών δίπολων, δομεί τα ‘αξιακά’, ‘φιλοσοφικά’ και ‘ηθικά’ της συστήματα και νουθετεί – καλύτερα: εξαναγκάζει – τα μέλη της να υιοθετήσουν τα συστήματα αυτά προς τις πολύ συγκεκριμένες κατευθύνσεις που αυτή υπαγορεύει, υπό τη διαρκή απειλή της τιμωρίας, κι εάν τα μέλη της κοινωνίας υιοθετούν και συμμορφώνονται προς τα συστήματα αυτά εσωτερικεύοντάς τα αρχικά, και στη συνέχεια εκφράζοντάς τα ως ατομικές επιθυμίες, τότε φυσικά γίνεται σαφής ο βαθιά συγκρουσιακός κι επομένως ‘προβληματικός’ χαρακτήρας της Επιθυμίας εν γένει:
Η εκμάθηση των κοινωνικού χαρακτήρα διακρίσεων περιλαμβάνει την εσωτερίκευση των προτιμήσεων της κοινωνίας. Διακρίνοντας μεταξύ του ‘έχω’ και του ‘μου λείπει’, μαθαίνουμε να προτιμούμε το να ‘έχω’. Διακρίνοντας μεταξύ του όμορφου και του άσχημου, μαθαίνουμε να προτιμούμε το όμορφο. Η εκμάθηση των ονομάτων δίνει σχήμα στις συμπεριφορές μας και στις επιθυμίες μας. Αυτό συμβαίνει γιατί μαθαίνουμε τα ονόματα, μιμούμενοι τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους αυτά χρησιμοποιούνται για τη διαμόρφωση συγκεκριμένων επιλογών, σε διαφορετικές περιστάσεις και συγκείμενα τής καθημερινότητας. Δεν τα μαθαίνουμε στην τάξη ενός σχολείου απλώς απομνημονεύοντάς τα. Κι έτσι λοιπόν, μαθαίνουμε να αφήνουμε τα ονόματα να κάνουν αυτά τις επιλογές εκείνες που θέλουν τα κοινωνικά μας συστήματα (οι δάσκαλοί μας).[30]
Φτάνοντας την Ταοϊστική αυτή γλωσσική συλλογιστική στο απώτατο σημείο της, ο Χάνσεν καταλήγει ορθά ότι, στην ουσία, όλα εκείνα τα συστήματα σκέψης: “… τα οποία τείνουμε να θεωρούμε ως ‘ηθικές θεωρίες’ – [αυτά που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ‘συμβατικά Ταό’] – είναι ονοματολογικά συστήματα, τα οποία μας καθοδηγούν”[31] κι ότι “Ελευθερία από τα ονόματα [τις λέξεις] και τις διακρίσεις, σημαίνει ελευθερία από την επιθυμία.”[32]
Η επιθυμία για το περισσότερο, με όλα τα προβλήματα που αυτή επιφέρει – προσκόλληση σε υλικά αντικείμενα, πρόσωπα κι ιδέες, σύγκρουση, ανικανοποίητο, βία, – φαίνεται να αναγνωρίζεται εδώ ως ο βασικός διαβρωτικός παράγοντας που ευθύνεται για τον εκφυλισμό τού ανθρώπου και την απόσχισή του από τη Φύση, την Πραγματικότητα και την Αλήθεια. Ο Εκκλησιαστής, και σ’ αυτό το επίπεδο, δείχνει να έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από τις γεωγραφικά κοντινές του, σύγχρονες αλλά και προγενέστερες Ανατολικές φιλοσοφικές παραδόσεις. Και το δικό του το μήνυμα είναι, μεταξύ άλλων, ένα μήνυμα συνειδητής αποκήρυξης της επιθυμίας, στη βάση της απόλυτης και πασιφανούς ματαιότητας κάθε υλικής ή ιδεατής κτήσης εκ μέρους τού ανθρώπου. Η δε (συνειδητή) αποκήρυξη της επιθυμίας και της ταύτισης φαίνεται να σχετίζεται με – ή καλύτερα, να διέρχεται μέσω – μίας εξίσου συνειδητής εγκατάλειψης της γλώσσας:
Εδώ τα λόγια τέλειωσαν,
ακούστηκαν τα πάντα.[33]
Καμία απάντηση, καμία λύση δεν μπορεί τελικά να δοθεί μέσω γνώσεων, λέξεων ή σκέψης. Κατά περίεργο τρόπο μάλιστα, κάθε τέτοια αναζήτηση φαίνεται πως καταρρέει ολοκληρωτικά, την ίδια ακριβώς στιγμή που αρχίζει να κρυσταλλώνεται σε λόγο και σκέψη. Πολύ πιθανόν κι η ίδια η έννοια της ‘αναζήτησης’ να είναι μία ακόμη φενάκη, μία ακόμη ουτοπία, από τις μυριάδες που έχει την ικανότητα να κατασκευάζει ο ανθρώπινος νους. Η ίδια η λέξη ‘αναζήτηση’ άλλωστε υπονοεί ένα είδος επιθυμίας κι ελπίδας.
Κατά πάσα πιθανότητα, η Αλήθεια βρίσκεται κάπου έξω από την ανθρώπινη συνθήκη – όχι τόσο με την έννοια της φυσικής απόστασης, αλλά μάλλον ως κάτι το οποίο υπακούει σε νόμους πολύ διαφορετικούς από αυτούς που κυβερνούν την ανθρώπινη κατάσταση. Ίσως τελικά να είναι ακριβώς η παύση κάθε λέξης και σκέψης, κάθε κίνησης κι αναζήτησης, κάθε ελπίδας και προσδοκίας, η αναγκαία συνθήκη για την ένωση με το μεγάλο Ταό, για την ‘επίτευξη’ του ‘σατόρι’ κατά Ζεν, της ‘νιρβάνα’ των Βουδιστών. Η σοφία είναι μία ποιότητα, μία κατάσταση του νου, που εξ ορισμού αρνείται την πολυμάθεια, τη γλώσσα και τη γνώση: “Πολυμαθίη νόον οὐ διδάσκει֗ Ἡσίοδον γαρ ἄν ἐδίδαξε καί Πυθαγόρην, αὖτίς τε Ξενοφάνεά τε καί Ἑκαταῖον” [“Η πολυμάθεια δε διδάσκει να σκέφτεσαι̇ αν ήταν έτσι θα είχε διδάξει τον Ησίοδο και τον Πυθαγόρα, ακόμα και τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο”], έχει πει ο Ηράκλειτος.[34]
Σοφία
Πολύ περισσότερο λοιπόν από το να είναι κανείς πολυμαθής, είναι σημαντικό να διαθέτει και μία εντελώς διαφορετική ποιότητα του νου και της καρδιάς, που υπερκεράζει κάθε άλλο ανθρώπινο χαρακτηριστικό: τη σοφία. Μία πρωτίστως Ανατολική ‘αξία’, την οποία ενστερνίζεται και ο Εκκλησιαστής.
Όπου ως ‘σοφία’ μπορούμε να ορίσουμε ακριβώς την ολοκληρωτική αποκήρυξη της λέξης, αλλά και κάθε έννοιας ψυχολογικής ή υλικής συσσώρευσης, κάθε ταύτισης με υλικά ή άϋλα πράγματα και με ανθρώπους. Σε τελική ανάλυση, μπορούμε να πούμε ότι η σοφία είναι η συνειδητή και ολική αποκήρυξη κάθε επιθυμίας. Όχι βεβαίως με την απλοϊκή έννοια του βιασμού σώματος και ψυχής, της βίαιης ανάσχεσης κάθε σωματικής και ψυχολογικής ορμής για υλικά αγαθά και απολαύσεις. Όχι με την έννοια της σεμνοτυφίας, της επιβεβλημένης και τελετουργικής νηστείας ή του ανόητου αναχωρητισμού σε απομονωμένα από τον κόσμο και τη ζωή κοινόβια. Όχι με τους απειράριθμους εκείνους παλιμπαιδισμούς και τις αφύσικες συμπεριφορές απέναντι στο σώμα και στο πνεύμα, στις οποίες προσέφυγε ανεξαιρέτως κάθε μία από τις λεγόμενες ‘επίσημες θρησκείες’. Η πραγματική σοφία δεν σχετίζεται με τη γνώση, ούτε με την εξυπνάδα, δεν είναι συνάρτηση κανενός είδους παιδαριώδους τελετουργικού ή λεκτικού δόγματος, κανενός είδους βίαιης καταστολής των βιολογικών ορμέμφυτων τού ανθρώπου. Δεν είναι δυνατόν να οριστεί, δεν μπορεί να διδαχθεί ή να μεταδοθεί με λέξεις. Κι όμως, με την πραγμάτωση αυτής της άλλης σοφίας, της αληθινής, πολλά θαυμαστά πράγματα μπορούν να συμβούν. Εξηγεί ο Εκκλησιαστής:
Λίγη σοφία καλύτερη
απ’ των κουτών τη δόξα.
Ίσια βαδίζει ο σοφός,
στραβά τραβά ο άμυαλος.[35]
‘Άμυαλος’ είναι βέβαια ο μέσος άνθρωπος, αυτός που αρκείται σε μία ζωή επιφανειακή, έρμαιο των βασικών, αδυσώπητων βιολογικών και ψυχολογικών μηχανισμών που τον κυβερνούν. Όπως είδαμε, στην πλειοψηφία τους οι άνθρωποι προτιμούν να αναλώνουν τη σύντομη ζωή τους στην επιφανειακότητα και τις διασκεδάσεις. Ο σοφός άνθρωπος αντιθέτως σωπαίνει, γιατί γνωρίζει τη ματαιότητα κάθε τέτοιου είδους επιφανειακότητας, ενόψει του κοινού, αναπότρεπτου κι οριστικού τέλους όλων:
Στο σπίτι των θρήνων
είν’ η καρδιά του σοφού֗
του άμυαλου στα γλέντια.[36]
Οι περισσότεροι άνθρωποι θα αναζητήσουν τα υλικά αγαθά και το χρήμα με κάθε τρόπο, ελπίζοντας πως σ’ αυτά θα βρουν την ευτυχία, όμως ο σοφός άνθρωπος απέχει συνειδητά από κάθε τέτοια ανόητη επιδίωξη:
Ίσκιο δίνει η σοφία,
του χρήματος τον ίσκιο֗
θα σου δώσει η σοφία
γνώση για να ζεις. [37]
Όχι βεβαίως τη γνώση της συσσώρευσης – αυτή όπως είδαμε δεν οδηγεί παρά μόνο σε θλίψη – αλλά την ουσιαστική, βαθιά Γνώση που, μόνο αυτή, μπορεί να οδηγήσει σε μία ζωή αρμονική κι ευτυχισμένη. Σίγουρα, στην επικράτεια αυτής της Γνώσης δεν ανήκουν η σωρευτική γνώση των πληροφοριών και των κενών λέξεων, ούτε το χρήμα, η εξουσία κι η δύναμη:
Ο σοφός φυλάει τα λόγια του. Προτιμά να στοχάζεται σιωπηλά για τη ζωή και τον εαυτό του κι απέχει συνειδητά από την απερίσκεπτη ομιλία των πολλών. Γι’ αυτό και, όταν αποφασίσει να μιλήσει, τα λόγια του έχουν παρασάγγας μεγαλύτερη σημασία από αυτά των ισχυρών και των πλουσίων:
Πιο χρήσιμη η σοφία
παρά οι δέκα δυνατοί
που κυβερνούν την πόλη.[38]
…
Τα ήρεμα τα λόγια του σοφού
ακούγονται πιο δυνατά
απ’ τις κραυγές των ισχυρών
που λογική δεν έχουν.
Είν’ η σοφία πιο δυνατή
απ’ του πολέμου τα όπλα.[39]
Όμως, στη φύση αρέσει να κρύβεται: “Φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ” [“Η φύση να κρύβεται αγαπά”].[40] Το ίδιο και στη σοφία. Και δυστυχώς, δεν υπάρχει κανένας χάρτης ή εγχειρίδιο που να μας περιγράφει επακριβώς την ‘οδό’ που θα μας οδηγήσει σ’ αυτήν. Δεν μπορούμε να την προσεγγίσουμε ακολουθώντας πιστά συγκεκριμένες οδηγίες. Δεν είναι δυνατόν να μας μεταδοθεί ή να την μεταδώσουμε σε άλλους με τον οποιονδήποτε τρόπο. Μπορούμε ίσως να την πλησιάσουμε αρνητικά – απορρίπτοντας καθετί που δεν ανήκει σ’ αυτήν:
Τη σοφία δοκίμασα,
είπα: “σοφός θα γίνω”.
Μα η σοφία κρύφτηκε,
σε βάθος που δε φτάνω.
Κύκλους και κύκλους έκανα,
εγώ και η καρδιά μου,
να δω, να καταλάβω,
τη σοφία του σοφού,
του ανόητου τη βία,
την τρέλα, τη βλακεία.[41]
Το μονοπάτι προς τη σοφία είναι σκοτεινό και δύσβατο, κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πού ακριβώς βρίσκεται η επικράτειά της ή πώς φτάνει κάνει σ’ αυτήν κι όμως, μόνο με τη σοφία έχει ίσως ο άνθρωπος κάποια πιθανότητα να ζήσει μία ζωή ανώτερου επιπέδου από την κτηνώδη ζωή της μάζας. Όμως φευ, ο σκεπτικισμός τού Εκκλησιαστή είναι απόλυτος και δεν του επιτρέπει να βρει αγκυροβόλι ούτε στο φωτεινό λιμάνι της σοφίας. Πρώτα και κύρια, διότι δεν είναι ικανός να την ορίσει, ούτε και να χαράξει μία γραμμή πλεύσης που θα τον οδηγήσει σ’ αυτήν. Αλλά κυρίως, γιατί ούτε κι η σοφία τού φαίνεται τελικά η αναγκαία συνθήκη που θα τον απαλλάξει από την επίμονη κι ανησυχαστική επίγνωση της προσωρινότητας και της ματαιότητας των πάντων. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, σοφός ή βλάκας, κάθε άνθρωπος έχει την ίδια μοίρα τελικά. Τον θάνατο:
“Ανώφελο κι αυτό.
Θα ξεχαστεί κι ο λογικός,
όπως ξεχνιέται κι ο κουτός֗
θα ξεχαστούν τα πάντα.
Κι όπως πεθαίνει ο ανόητος,
ίδια πεθαίνει κι ο σοφός.”[42]
Εφόσον δεν είναι ικανός να ορίσει τη σοφία – πόσο μάλλον να την πραγματώσει – ο Εκκλησιαστής παραδίδεται και πάλι στην απαισιοδοξία και τον μηδενισμό. Το ίδιο δεν συμβαίνει και με τους περισσότερους από εμάς; Αδυνατώντας να συλλάβουμε μία κατάσταση αμόλυντη από τη διαρκή και βασανιστική υπερδιέγερση του νου μας, μία κατάσταση απαλλαγμένη από τα δεσμά της επιτακτικής επιθυμίας, της προσκόλλησης στα πράγματα και τους ανθρώπους, με όλο τον φόβο, τον πόνο και τη θλίψη που επιφέρουν, πελαγοδρομούμε στα ίδια βρώμικα, ανιαρά επαναλαμβανόμενα σοκάκια τού νου μας, με μόνη μας πυξίδα τη μνήμη και την εμπειρία μας. Κι όταν ακόμη επαναστατούμε κι εμφανιζόμαστε προς στιγμήν αποφασισμένοι να αναζητήσουμε την αυτογνωσία και τη σοφία, το κάνουμε και πάλι στο ίδιο στενό μονοπάτι της προσωπικής μας μνήμης και του Εγώ μας, γι’ αυτό και γρήγορα γυρίζουμε πίσω, περισσότερο δύσθυμοι, αποκαρδιωμένοι και παραδομένοι στη μοίρα μας από ποτέ.
Στο κάτω κάτω, σκεφτόμαστε τότε, τι σημασία έχουν όλα αυτά, αφού ό,τι κι αν προσπαθήσουμε να κρατήσουμε στην παλάμη μας, αυτομάτως γίνεται στάχτη και νεκρό παρελθόν; Ματαιότης ματαιοτήτων, εἶπεν ὁ ἐκκλησιαστής, ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης. Τι σημασία έχει εάν κανείς μιλά ακατάσχετα ή σωπαίνει, αν είναι σοφός ή ανόητος, αν αναζητεί την Αλήθεια ή αν προτιμά να ζει στον βόρβορο σαν τα γουρούνια; Όπως άλλωστε προτιμά να ζει κι η πλειοψηφία των ανθρώπων τού όχλου. Και τι έγινε, αν ο αριστοκράτης-φιλόσοφος Ηράκλειτος είπε κάποτε με νόημα για τους ανθρώπους της μάζας “Sues caeno, cohortates aves pulvere vel cinere lavari” [“Ὕες βορβόρῳ ἣδονται μᾶλλον ἤ καθαρῷ ὓδατι”] – [“Τα γουρούνια κυλιούνται μες στη λάσπη, τα πουλερικά μες στη σκόνη ή μες στη στάχτη”];[43] Ο Εκκλησιαστής στο σημείο αυτό βρίσκεται σε σύγχυση. Αντιλαμβάνεται από τη μία ότι “Ο άνθρωπος ο λογικός έχει μάτια να κοιτά̇ ο ανόητος περπατά τυφλός,”[44] όμως την ίδια στιγμή βλέπει ως εξίσου αληθινή και την ακριβώς αντίθετη άποψη: “Μα είδα κι αυτό: κι ο άμυαλος κι ο λογικός ίδια κατάληξη έχουν.”[45]
Πουθενά δεν μπορεί να βρει ο Εκκλησιαστής κάτι που να δικαιολογεί την ύπαρξη του ανθρώπου στον κόσμο, κάτι που να τη νοηματοδοτεί και να τη γεμίζει με περιεχόμενο και μία ‘σταθερή’ θα λέγαμε αξία. Όλα φευγαλέα, προσωρινά και άπιαστα, αφήνουν μονίμως μία πικρή επίγευση στον άνθρωπο που αναζητά τη Σοφία και την Αλήθεια. Όπου κι αν γυρίσει να κοιτάξει ο Εκκλησιαστής, το ίδιο βλέπει:
Δεν υπάρχει πράγμα ν’ αξίζει
να το φάει ο άνθρωπος,
να το πιει,
να το δείξει στην ψυχή του
και να πει:
“γι’ αυτό που πάλεψα άξιζε.[46]
Και τότε ο Εκκλησιαστής οργίζεται:
Και μίσησα τη ζωή.
Γιατί όλα τα έργα πού ‘γιναν
κάτω από τον ήλιο
για μένα γίναν μαύρα̇
όλα τους ανώφελα,
κυνήγι του ανέμου.[47]
Μισεί αυτήν τη μάταιη κι ανώφελη ζωή, ένα παιχνίδι σκιών και φαντασμάτων, ένα ‘κυνήγι του ανέμου’. Ενώ προς στιγμήν είχε φανεί ότι στη σοφία είχε βρει τη λύση στο πρόβλημα της απόλυτης έλλειψης νοήματος και της ματαιότητας της ζωής τού ανθρώπου, τελικά, σε μία κρίση απόλυτου σκεπτικισμού κι απαισιοδοξίας, δείχνει περισσότερο μετέωρος από ποτέ. Αν μπορούσε ίσως κανείς, αυτήν τη δύσκολη στιγμή, να απευθυνθεί στον συνάνθρωπο;
Homo homini lupus est
Μπροστά στο αδιέξοδο στο οποίο έχει φτάσει προσώρας ο Εκκλησιαστής, θα ήθελε να μπορούσε τουλάχιστον να στραφεί προς τον πλησίον του. Αφού όλοι οι άνθρωποι μοιράζονται την ίδια θλιβερή μοίρα, – να πρέπει να γεννηθούν, να υποφέρουν και τελικά να πεθάνουν, – αφού όπου κι αν γυρίσει το βλέμμα του ο Εκκλησιαστής βλέπει την ίδια κενότητα και έλλειψη νοήματος για όλους, θα ήθελε τουλάχιστον να μπορούσε να κάνει μία χειρονομία αλληλεγγύης κι αγάπης προς τον συνάνθρωπό του, μία χειρονομία που θα τον παρηγορούσε ή θα τον έσωζε την ύστατη στιγμή από τη ματαιότητα και τη θλίψη αυτού του κόσμου. Μα δεν υπάρχει καμία θέση για ουμανισμό και ζεστασιά στο βασανιστικό εσωτερικό ταξίδι τού Εκκλησιαστή. Μέσα σε μία τόσο ζοφερή κατάσταση, μέσα σε τόση ματαιότητα, θα ήταν λογικό τουλάχιστον για τους ανθρώπους να βοηθούν ο ένας τον άλλον και μαζί, να πορεύονται προς το κοινό τους πεπρωμένο. Όμως και πάλι, ο Εκκλησιαστής βλέπει παντού γύρω του μόνο φθόνο και μίσος:
… κάθε ζωή τελειώνει με λυγμούς,
και με τον θάνατο του άλλου
η καρδιά του ζωντανού γλυκαίνεται.[48]
Κάθε άνθρωπος νομοτελειακά θα πεθάνει. Κι όμως, αδυνατώντας προφανώς να αντιμετωπίσει το γεγονός τού δικού του θανάτου, φτάνει στο σημείο να αντλεί χαρά από τον θάνατο των άλλων:
Και του ανθρώπου η καρδιά
γέμισε με κακία.
Σκέφτηκε τη ζωή του
και τού ‘ρθε μαύρη τρέλα.[49]
Όσο κι αν προσπαθήσει ο άνθρωπος να καλύψει τον θεμελιώδη φόβο τού θανάτου με λέξεις, γνώσεις, πίστεις, δόγματα, γενικά με προσκολλήσεις κάθε λογής, αυτός θα βρίσκει πάντοτε τον τρόπο να δηλώνει την παρουσία του και να του υπενθυμίζει ότι ζει, όντας νεκρός: “Στη θέα τού άτεγκτου χρόνου, ο οποίος προχωρά αργά αλλά σταθερά, νιώθεις τόσο ανίσχυρος να προασπίσεις τη ζωή σου, όσο κι ένας νεκρός κι υποφέρεις ανά πάσα στιγμή τον πόνο τού θανάτου. Τον πόνο αυτόν που είναι κοινός σε κάθε πράγμα που ζει χωρίς να έχει τη ζωή μέσα του, που ζει χωρίς πειθώ, που φοβάται τον θάνατο ενόσω ζει,”[50] έχει γράψει ο Μίκελστετερ.
Στα διάκενα της αυταπάτης που με τόση πολλή επιμέλεια και κόπο χτίζει ο καθένας μέσα του, ακριβώς για να ξεγελάσει τον θάνατο, να πείσει τον εαυτό του ότι ζει, ενώ στην πραγματικότητα έχει πεθάνει από τη στιγμή που γεννήθηκε – της αυταπάτης με άλλα λόγια τού Εγώ ή της περσόνας για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο τού Κάρλο Μίκελστετερ – εξακολουθεί να φωλιάζει ο θανάσιμος φόβος του θανάτου και είναι αυτός τελικά ο παράγοντας που πυροδοτεί και την ασύλληπτη βία τού ανθρώπινου όντος. Ο άνθρωπος μισεί τον διπλανό του, εποφθαλμιά την περιουσία του, δυστυχεί με τις χαρές του κι επιχαίρει με τα δεινά και τις συμφορές του. Αποφεύγει έτσι με κάθε τρόπο να επικεντρωθεί στη δική του ζωή και στα δικά του προβλήματα. Κι έτσι γεννιέται η ανθρώπινη κακεντρέχεια και το μίσος. Ο άνθρωπος για τον άνθρωπο λύκος είναι:
Θ’ ακούσεις τον χαμάλη σου
μια μέρα να σε βρίζει,
να θέλει το κακό σου̇
θα πληγωθεί η καρδιά σου.
Μα εσύ μην ξαφνιαστείς:
κι εσύ το ίδιο κάνεις.[51]
Ο Εκκλησιαστής εποπτεύει συνολικά την ανθρώπινη Ιστορία και δεν διακρίνει τίποτε άλλο από εχθρότητα και βία τού ανθρώπου προς τον άνθρωπο:
Όλα αυτά τα είδα̇
και την καρδιά μου έδωσα
σ’ όλα τα έργα πού ‘γιναν
κάτω από τον ήλιο֗
σ’ όλα που κάνει ο άνθρωπος άνθρωπο για να βλάψει.[52]
Γιατί; Ποιο το νόημα όλης αυτής της μικροπρέπειας; Ίσως κανένα και πάλι. Ίσως είναι κι αυτό ένα απλό γεγονός, το οποίο αρνούμαστε πεισματικά να δεχτούμε: ότι ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα ζώο.
Κι είπα μες στην καρδιά μου:
τον άνθρωπο ο θεός θα κρίνει֗
στον άνθρωπο ο θεός θα δείξει
ο άνθρωπος τι είναι: ζώο.[53]
Οι άνθρωποι έχουν κοινή μοίρα, μα δεν το αναγνωρίζουν. Ζουν – ή καλύτερα, νομίζουν ότι ζουν – στο βαθμό που απεμπολούν τεχνητά από το οπτικό τους πεδίο τον κοινό για όλους θάνατο, έτοιμοι να πιστέψουν σε κάθε αυταπάτη, όσο απίθανη κι αν είναι αυτή, προσκολλώμενοι στο οτιδήποτε, όσο εξόφθαλμα ανύπαρκτο κι αν είναι, χτίζουν με κάθε τίμημα ένα οποιοδήποτε Εγώ, μια περσόνα, και υπερασπίζονται λυσσαλέα την περσόνα τους αυτή αντιμαχόμενοι την περσόνα που, για τους ίδιους λόγους, προσπαθούν να χτίσουν για τον εαυτό τους κι οι άλλοι. Ζω, στο μέτρο που πείθω ψευδώς τον εαυτό μου ότι ζω. Χτίζω το Εγώ μου και πείθομαι πως υπάρχω – δηλαδή ότι έχω νικήσει τον θάνατο – όσο ανεδαφικό κι ανέφικτο κι αν είναι αυτό. Η ίδια η περσόνα μου, – ως μία απολύτως τεχνητή και φανταστική οντότητα που είναι, – ως ένα συνονθύλευμα ψεύτικων λέξεων, γνώσεων, πεποιθήσεων, που επιχειρούν να με διαφοροποιήσουν ως μοναδικότητα από το αδιαφοροποίητο Όλον της ζωής, έρχεται εκ των πραγμάτων σε σύγκρουση με την περσόνα κάθε άλλου ανθρώπου. Κι αυτό είναι ίσως το σημείο στο οποίο γεννάται η ανθρώπινη βία. Μα ποιο το νόημα ακόμη και της ίδιας της βίας; Πού μπορεί να οδηγήσει;
Κι είδα πως κάθε αγώνας
κι όλο το πάθος της ψυχής
είναι καρποί του φθόνου
του ανθρώπου για τον φίλο του֗
ανώφελο κι αυτό,
ανεμοκυνηγητό.[54]
Στον βαθμό που επιμένω να ζω δανεικά – στη βάση της δικής μου άνευ όρων ευχαρίστησης και ασφάλειας, της με κάθε τίμημα επιβεβαίωσης της δικής μου περσόνας – πρέπει αναγκαστικά να βρίσκομαι διαρκώς σε σύγκρουση με όλες τις άλλες, εξίσου τεχνητές κι ανύπαρκτες περσόνες. Όσο δεν είμαι ικανός να απελευθερωθώ άπαξ δια παντός από τον φόβο τού θανάτου – και άρααπό τον φόβο γενικά, – όσο δεν είμαι σε θέση να αναλάβω τη ζωή μου, να ξεριζώσω από μέσα μου κάθε εξάρτηση από απατηλά πράγματα και ψευδαισθήσεις, όσο είμαι υποτελής της επιθυμίας που με κρατά δέσμιο στα γρανάζια τού χρόνου κι ενός διαρκώς αναβαλλόμενου ‘μετά’, όσο με άλλα λόγια δεν έχω εισέλθει ακόμη στην κατάσταση της πειθούς κατά Μίκελστετερ, θα είμαι καταδικασμένος να βρίσκομαι συνεχώς υπό το καθεστώς της ανάγκης, του φόβου και της βίας κι επομένως, να ζω ως ζωντανός νεκρός, σε μόνιμη σύγκρουση με τον εαυτό μου και με τους άλλους.
“Και κάθε μέρα φόραγε τα άσπρα σου τα ρούχα”
Τι πρέπει λοιπόν να κάνει κανείς; Ερχόμαστε σε μία φοβερά σύντομη ζωή, χωρίς να γνωρίζουμε τίποτε, πέραν του ότι κάποια στιγμή θα πεθάνουμε. Αγωνιούμε, προσπαθούμε, μοχθούμε, ελπίζουμε, επιθυμούμε, απογοητευόμαστε, χωρίς καλά καλά να κατανοούμε τι ακριβώς είναι αυτό που θέλουμε, σε τι ακριβώς προσβλέπουμε με τις προσπάθειές μας. Δημιουργούμε και συσσωρεύουμε γνώση και, προς στιγμήν, φαίνεται πως καταφέρνουμε να επιβάλουμε την παρουσία μας στη Φύση και να δημιουργήσουμε κάτι το άξιο λόγου. Δημιουργούμε επιστήμη και τεχνολογία και υπάρχουν στιγμές που νιώθουμε πραγματικά ότι, ως άνθρωποι είμαστε οι εκλεκτοί τού Θεού: διαθέτουμε Λογική και είμαστε ανώτεροι κάθε άλλου ζώου. Προς στιγμήν, βαυκαλιζόμαστε ότι έχουμε νικήσει τον θάνατο. Οι πιο ευαίσθητοι κι ανήσυχοι από ‘μας μάλιστα, θέλουν να προχωρήσουν κι ένα βήμα πιο πέρα: θέλουν να κατακτήσουν τη Σοφία και την Αλήθεια. Ελπίζουν ότι ο άνθρωπος δεν είναι απλά το πιο τέλειο δημιούργημα του Θεού, αλλά ότι είναι ο ίδιος ο Θεός. Χρησιμοποιούμε τη Γλώσσα. Φτιάχνουμε λέξεις και εξηγούμε το καθετί – “καλλωπίσματα ὂρφνης” (“στολίδια τού σκότους”),[55] – ακόμη και την Αλήθεια και τον Θεό. Και νομίζουμε ότι έτσι τα κατέχουμε. Κι όσο εύκολα κινούμαστε στον χώρο τού ιδεατού και της ψευδαίσθησης, άλλο τόσο επιβουλευόμαστε και φθονούμε τον διπλανό μας. Και βιαιοπραγούμε κτηνωδώς εναντίον του και σκοτώνουμε ο ένας τον άλλον, χωρίς τελειωμό. Μα στο τέλος όλων αυτών, πάλι ο θάνατος μας περιμένει. Μάταια όλα, ‘ανεμοκυνηγητό’. Ακόμη και το ανθρώπινο μίσος:.
Σε τι μπορεί λοιπόν να ελπίζει κανείς; Ο Εκκλησιαστής έχει φτάσει στο απώτατο σημείο της απελπισίας και του μηδενισμού. Στο σημείο αυτό, μόνες διαθέσιμες λύσεις θα ήταν η αυτοχειρία, η πλήρης απραξία, η παραίτηση από τη ζωή ή η κατάθλιψη. Όμως όχι. Ο Εκκλησιαστής δεν είναι, σε τελική ανάλυση, ένα απαισιόδοξο κείμενο. Η τουλάχιστον, δεν είναι μόνο αυτό. Κι όμως, υπάρχει ένα σημαντικό μήνυμα που έχει να μας επικοινωνήσει ο Εκκλησιαστής. Η ζωή μπορεί να αξίζει τελικά και να ‘χει κάποιο ουσιαστικό νόημα, όχι όμως όσο εμείς συνεχίζουμε να λειτουργούμε με τον τρόπο που έχουμε λειτουργήσει από τις απαρχές της Ιστορίας μας μέχρι σήμερα (και φυσικά, το δικό μας σήμερα, σε τίποτε δεν έχει διαφοροποιηθεί από το ‘σήμερα’ της εποχής τού Εκκλησιαστή):
Και είδα: ένα καλό υπάρχει, μονάχα αυτό αξίζει:
Να φας, να πιεις,
Να δεις καλό στον κόπο σου,
Κάτω από τον ήλιο,
Τις μέρες πού ‘χεις για να ζεις,
Που ο θεός σού δίνει.
Αυτό το μερτικό σου.[56]
Δεν έχει καμία σημασία αν ό,τι κάνουμε είναι εγγενώς, θεμελιωδώς, αθεράπευτα άνευ σημασίας. Η οκνηρία, η παθητικότητα, η αδιαφορία δεν έχουν καμία θέση στο όραμα του Εκκλησιαστή. Βεβαίως και πρέπει να συνεχίσουμε να καλλιεργούμε τη γη, να εργαζόμαστε, να μοχθούμε, να προσπαθούμε και να αγωνιούμε για το αποτέλεσμα του μόχθου μας. Έστω μόνο και μόνο για να απολαύσουμε τον (όποιον) καρπό αυτού του μόχθου. Αυτό είναι όλο κι όλο που μας αναλογεί και δεν είναι καθόλου λίγο, μας λέει ο Εκκλησιαστής. Μας φαίνεται ως λίγο, γιατί ολόκληρο το είναι μας, η σκέψη κι η διάνοιά μας, έχουν μάθει να λειτουργούν στη βάση του σκοπού, του τέλους, του αποτελέσματος, του νοήματος, του κέρδους.
Ξέχασέ τα όλα, μας παραινεί ο Εκκλησιαστής. Ξέχνα τη δική σου περιουσία και την περιουσία του διπλανού σου, ξέχνα ό,τι ξέρεις κι ό,τι πιστεύεις, ξέχασε τον σκοπό – δεν υπάρχει κανένας – ξέχνα το πολύ και το λίγο, απάλειψε από μέσα σου κάθε επιθυμία για το περισσότερο, για την όποια ανταμοιβή των κόπων της δουλειάς σου ή για την αρπαγή των καρπών τού κόπου των άλλων. Άδειασε το μυαλό και την ψυχή σου από τα πάντα, ξέχασε τα παιδιά και την οικογένειά σου, μείνε εντελώς γυμνός, όπως ήρθες κι όπως θα φύγεις από τον κόσμο αυτόν, ολομόναχος κάτω από τον ήλιο, τον κοινό για όλους και νιώσε χαρά για το ότι είσαι ακόμη εδώ, για το ότι μπορείς και περπατάς και δουλεύεις ακόμη και τρως το φαγητό που κέρδισες με τον μόχθο σου. Τίποτε άλλο μην προσμένεις. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο: “Δεν έχει πολλά η ζωή για να θυμάσαι̇.”[57] Σε τίποτε απολύτως μην ελπίσεις, ούτε για μία στιγμή:
Ένα πράγμα έχουν κοινό
οι ζώντες μεταξύ τους:
όλοι πάντοτε ελπίζουν.
Το σκυλί που ακόμα ζει
έχει αξία πιο πολλή
απ’ το νεκρό λιοντάρι.[58]
Για τίποτε μην δυσανασχετείς. Μόνο αυτό υπάρχει και τίποτε άλλο:
Και είπα τότε μέσα μου:
γλυκιά η χαρά!
Πράγμα καλό στον κόσμο δεν υπάρχει,
πλην του να φας, να πιεις και να χαρείς̇
αυτή σου η μόνη συντροφιά
τις μέρες του αγώνα σου,
τις μέρες που σου δόθηκαν
να ζεις κάτω απ’ τον ήλιο.[59]
Κι αν η ζωή τού ανθρώπου δεν είναι τίποτε άλλο από έναν άσχημο, διαρκή αγώνα, κι αν ακόμη ο κόσμος δεν έχει κάτι το καλό να μας δώσει, μείνε απλά στη χαρά της στιγμής και της ζωής που ακόμη έχεις στα χέρια σου. Σύντομα θα προστεθείς κι εσύ στην ατελείωτη σειρά των νεκρών και τότε, πολύ απλά, θα έχουν τελειώσει όλα. Ανάσταση νεκρών δεν υπάρχει. Αυτό το γνωρίζει πολύ καλά ο Εκκλησιαστής:
Ξέρει αυτό ο ζωντανός:
μια μέρα θα πεθάνει.
Ο πεθαμένος τίποτα̇
τίποτα δεν γνωρίζει,
καμιά αμοιβή δεν έχει.
Τον πεθαμένο ξέχασαν.[60]
Σβήσε κάθε μνήμη από το μυαλό σου, αποτίναξε τα δεσμά τού Χρόνου από πάνω σου. Ούτε στιγμή μην κοιτάξεις προς τα πίσω̇ η θλίψη κι η μοναξιά καραδοκούν να σε αφανίσουν:
Μην πεις:
“Τι γίνανε οι μέρες οι παλιές;
Τότε ήμουν καλύτερα”̇
ανόητα θα μιλήσεις.[61]
Διώξε τα πάντα από τον νου σου, μας λέει ο Εκκλησιαστής, μην ελπίζεις και μην περιμένεις πολλά από τη ζωή, μην ‘θέτεις ψηλά τον πήχη’, γιατί η ζωή σου θα είναι μία διαρκής απογοήτευση. Ζήτα όσο πιο λίγα μπορείς και θα λάβεις πολλά. Ζήτα πολλά κι η ζωή θα σε εκμηδενίσει. Αυτή είναι η μόνη συμβουλή που έχει να μας δώσει ο Εκκλησιαστής. Μείνε στη στιγμή, χωρίς πρόσθετες αξιώσεις. Όμως ταυτόχρονα, μην παραδίδεσαι και στη νωθρότητα, την αδιαφορία, την ακηδία. Η έλλειψη σκοπού ή νοήματος της ζωής, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει και την παραίτησή μας, τον πεσιμισμό, τον μηδενισμό. Υπάρχει νόημα, μας λέει ο Εκκλησιαστής, κι αυτό βρίσκεται στο να κάνουμε με χαρά αυτό που κάνουμε, ό,τι κι αν είναι αυτό, χωρίς κάποιον ιδιαίτερο σκοπό, χωρίς πολλές πολλές σκέψεις, χωρίς καμία εκ των προτέρων επιδίωξη, χωρίς παρελθόν και μέλλον, πλήρως αφοσιωμένοι στη απλή χαρά τού πράττειν, στο εδώ και στο τώρα. Τότε η ζωή αποκτά, ενδεχομένως, ένα εντελώς διαφορετικό νόημα και μπορεί επιτέλους να υπάρξει χώρος για τη χαρά:
Βγες έξω λοιπόν̇
φάε το ψωμί σου με χαρά,
πιες το κρασί καλόκαρδα̇
γιατί ήδη χάρηκε ο θεός
με τα δικά σου έργα.[62]
Καμία τελετουργική ανοησία, καμία δογματική θρησκευτική αγκύλωση, καμία πίστη σε αλλόκοτες μεταφυσικές φαντασιοπληξίες, κανένα ‘πρέπει’ και δεν ‘πρέπει’ δεν πρόκειται ποτέ να οδηγήσουν στον ‘Θεό’. Αν υπάρχει Θεός, αυτός βρίσκεται μόνο στην άνευ όρων παράδοσή μας στη χαρά της στιγμής. Κι αυτό βεβαίως είναι ένα μήνυμα καθαρά Ανατολικής γενεαλογίας, που ουδεμία σχέση έχει με το υπόλοιπο, νεκρό και χαρακτηριστικά παιδαριώδες, οικοδόμημα της ιουδαιο-χριστιανικής πίστης.
Λες ότι είσαι πεπεισμένος με αυτό που κάνεις, όποιο κι αν είναι αυτό; Ναι; Τότε κι εγώ σου λέω αυτό: αύριο θα πεθάνεις. Αλήθεια, δεν σε νοιάζει; Σκέφτεσαι τη δόξα; Την οικογένειά σου; Όμως κι η μνήμη σου πεθαίνει μαζί μ’ εσένα, μαζί σου πεθαίνει κι η οικογένειά σου. Σκέφτεσαι τα ιδεώδη σου; Έχεις κάποια τελευταία επιθυμία; Θέλεις να γραφτεί κάτι για ‘σένα στην επιτύμβια πλάκα σου; Μα, αύριο, θα είναι κι αυτά όλα νεκρά, νεκρά. Όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν μαζί σου. Ο θάνατός σου είναι ένας αμετακίνητος κομήτης. Στρέφεσαι προς τον θεό; Δεν υπάρχει θεός, ο θεός πεθαίνει μαζί μ’ εσένα. Η βασιλεία των ουρανών καταρρέει μαζί μ’ εσένα, αύριο είσαι νεκρός, νεκρός. Αύριο, τα πάντα θα έχουν τελειώσει – το σώμα σου, η οικογένειά σου, οι φίλοι, η χώρα σου, ό,τι κάνεις αυτήν τη στιγμή, ό,τι θα έκανες στο μέλλον, το καλό, το κακό, το αληθινό, το ψεύτικο, οι ιδέες σου, ο μικρός σου ρόλος, ο θεός κι η βασιλεία του, ο παράδεισος, η κόλαση, όλα, όλα. Αύριο όλα τελειώνουν – σε είκοσι τέσσερις ώρες είναι ο θάνατος.[63]
Δυόμισι περίπου χιλιάδες χρόνια μετά, το μήνυμα του Εκκλησιαστή συνεχίζει να επηρεάζει την αφρόκρεμα της Ευρωπαϊκής Φιλοσοφίας: βρίσκει πρόσφορο έδαφος στη σκέψη του πιο ιδιοφυούς και δυστυχώς, πρόωρα χαμένου φιλοσόφου, του Κάρλο Μίκελστετερ. Την κατάσταση της απόλυτης προσήλωσης στη στιγμή, σ’ αυτό που έχουμε και είμαστε, στο εδώ και στο τώρα, χωρίς περιττούς περισπασμούς, χωρίς αντιφατικές παρορμήσεις κι επιθυμίες μέσα μας, χωρίς την υπνωτιστική επίδραση ανύπαρκτων φαντασιώσεων κι ιδεοληψιών, χωρίς πολλά λόγια και γνώσεις, χωρίς ανούσιες παλινδρομήσεις από το παρελθόν στο μέλλον και τούμπαλιν, προς την οποία μάς έδειξε δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν ο Εκκλησιαστής, ο μεγάλος σύγχρονος θαυμαστής του, ο Μίκελστετερ, την περιέγραψε με μία και μοναδική λέξη, δανεισμένη από την αγαπημένη του αρχαία ελληνική φιλοσοφία: ‘πειθώ’. Τόσο ο Εκκλησιαστής, όσο κι ο Μίκελστετερ, θέλουν να μας αφυπνίσουν στην πραγματική ουσία των πραγμάτων, στο μοναδικό ίσως νόημα που μπορεί να έχει η ζωή αυτή για τον άνθρωπο, η κατανόηση του οποίου περνάει οπωσδήποτε μέσα από την εγρήγορση του νου και το ‘γνώθι σαυτόν’. Σε αποσπάσματα του Μίκελστετερ σαν το παραπάνω, ακούμε την ηχώ των αρχαίων αποφθεγματικών λόγων τού Εκκλησιαστή:
Κι όσα μπορείς να κάνεις,
κάν’ τα όσο μπορείς.
Γιατί στον τάφο που θα μπεις,
δεν θά ‘χει τίποτα να κάνεις,
τίποτα να σκεφτείς.[64]
…
Κι αυτές που πριν σε βλέπανε
απ’ το παράθυρό τους
δεν θα μπορούν να δούνε.
Θα κλείσουν οι πόρτες,
φωνή δεν θά ‘χει η μυλωνού.
…
μα πλέον δεν θ’ ακούγεται
τραγούδι απ’ τα κορίτσια̇
θα σε κοιτούν από ψηλά,
να προχωράς, να φεύγεις̇
θα σε κοιτούν με τρόμο.[65]
Γι’ αυτό λοιπόν, ας μην χάνουμε χρόνο. Η ζωή είναι μικρή κι εμείς έχουμε φροντίσει να την κάνουμε όσο πιο άσχημη γίνεται. Ας μην καθυστερούμε, αναλύοντας τους λόγους για τους οποίους ο άνθρωπος είναι κακός και μοχθηρός. Ας διαγράψουμε απλά τους άλλους από το οπτικό μας πεδίο κι ας προσπαθήσουμε να ζήσουμε με ό,τι έχουμε, για όσο ακόμη το έχουμε. Ας δώσουμε όλη μας την ενέργεια και την προσοχή σε ό,τι πρέπει ή θέλουμε εμείς να κάνουμε, αυτήν εδώ τη στιγμή, εκεί όπου βρισκόμαστε τώρα. Δεν υπάρχει παρελθόν, ούτε και μέλλον. Ας ζήσουμε τον μόνο πραγματικό χρόνο τού τώρα κι ας πάψουμε να πελαγοδρομούμε στον φαντασιακό χρόνο της σκέψης. Ας αφήσουμε στην άκρη τα πολλά λόγια και τις περιττές γνώσεις. Ας ξεχάσουμε τον Θεό, τον Παράδεισο, την ανάσταση και τη μετενσάρκωση. Παιδικές φαντασιώσεις όλες τους. Καμία τους δεν υπάρχει. Ας αδειάσουμε το μυαλό και την καρδιά μας από το οτιδήποτε και τον οποιονδήποτε. Κι ας επιχειρήσουμε επιτέλους να ζήσουμε, με ανάλαφρη καρδιά και την καλύτερη δυνατή διάθεση:
Και κάθε μέρα φόραγε
τα άσπρα σου τα ρούχα,
και στάξε στο κεφάλι σου λάδι ευωδιαστό.[66]
Όχι ως μίζεροι, μαυροφορεμένοι αναχωρητές, φανατικοί οπαδοί κάποιου αόριστου θρησκευτικού δόγματος που κανείς δεν κατανοεί ακριβώς, έτοιμοι να σκοτώσουν στο όνομα της ανύπαρκτης πίστης τους. Αλλά μέσα σ’ αυτήν την κοινωνία – τη γεμάτη κακία, μίσος και βία – διότι αυτή είναι η μόνη διαθέσιμη επιλογή μας. Υπερβαίνοντάς την συνεχώς κι όχι απαραίτητα συμμορφούμενοι στην αρρωστημένη συνθήκη της. Και το σημαντικότερο, κάνοντας ό,τι κάνουμε με χαρά, χωρίς περιττούς προβληματισμούς για τη σκοπιμότητα ή τη ματαιότητά του.
Και φτιάξε τη ζωή σου
με το κορίτσι που αγαπάς,
την κάθε μέρα της ζωής,
της ανώφελης ζωής,
που σου δόθηκε να ζεις
σε τούτο δω τον κόσμο.
Αυτό το μερτικό σου,
αυτή η πληρωμή του ιδρώτα σου.[67]
Και τότε, ίσως να αρχίσει μέσα μας το θαυμαστό ταξίδι που επί χιλιάδες χρόνια έχουμε αναζητήσει σε πλαστούς θεούς και σκοτεινούς ναούς. Κι ίσως τότε να εκπλαγούμε από τα όσα είχε τελικά να μας προσφέρει αυτή η ζωή.
Αυτό είναι το πραγματικό μήνυμα του Εκκλησιαστή, το οποίο δυστυχώς, αν κρίνουμε από την τρέχουσα κατάσταση των πραγμάτων στον κόσμο, δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα ούτε στο παραμικρό κατανοητό, από αυτούς στους οποίους απευθυνόταν. Ας κάνουμε λοιπόν ξανά μία απόπειρα να το συλλάβουμε και να το κάνουμε πράξη, εδώ που βρισκόμαστε, τώρα.
Σημειώσεις
[1] Ο Εκκλησιαστής, Εκδόσεις Δώμα, Αθήνα, 2017, 10.
[2] Ο Εκκλησιαστής, 26.
[3] Ο Εκκλησιαστής, 35.
[4] Ο Εκκλησιαστής, 14-15.
[5] Αξελός, Κώστας, Ο Ηράκλειτος και η Φιλοσοφία, Εξάντας, Αθήνα , 1974, 205-206.
[6] Ο Εκκλησιαστής, 39.
[7] Ο Εκκλησιαστής, 11.
[8] Μπαγκουάν Σρι Ρατζνίς (Όσο), Εάν πρώτα δεν πεθάνεις – Ομιλίες πάνω στον Δρόμο των Σούφι, Οργανισμός Ρατζνίς, Πούνα (Ινδία), 1976, 2.
[9] Ο Εκκλησιαστής, 76.
[10] Ο Εκκλησιαστής, 49.
[11] Μάουτνερ, Φριτς, Συνεισφορές σε μία Κριτική τής Γλώσσας, Εκδόσεις Herder, Βαρκελώνη, 2001, 57.
[12] Φουκώ, Μισέλ, Η Τάξη των Πραγμάτων, Εκδόσεις Routledge, Λονδίνο & Νέα Υόρκη, 2002, 95.
[13] ντε λα Τρασί, Ντεστύ, Στοιχεία Ιδεολογίας, αναφέρεται στο: Φουκώ, Η Τάξη των Πραγμάτων, 95, σημείωση 15.
[14] Ο Εκκλησιαστής, 32.
[15] Ο Εκκλησιαστής, 43.
[16] Ο Εκκλησιαστής, 47.
[17] Ο Εκκλησιαστής, 65.
[18] Κάπρα, Φρίτζοφ, Το Ταό τής Φυσικής. Μία Διερεύνηση των Αναλογιών Μεταξύ της Σύγχρονης Φυσικής και του Ανατολικού Μυστικισμού, Εκδόσεις Shambhala, Μπάουλντερ, 1975, 29. Η έμφαση είναι δική μας.
[19] Ταοϊσμός. Τσουάνγκ-Ζι – Ταό Τε Τσινγκ, Καστανιώτης, 1989, 115.
[20] Έτσι μεταφράζουμε για τις ανάγκες τού παρόντος κειμένου, τον όρο “discourse dao”, όπως τον συναντούμε στο άρθρο τού Τανάκα, Κότζι “Το Όριο της Γλώσσας στον Ταοϊσμό,” Asian Philosophy, τόμος 14, τχ. 2 (Ιούλιος 2004): 191-205.
[21] Τανάκα, “Το Όριο της Γλώσσας στον Ταοϊσμό,” 196-197. Η έμφαση είναι δική μας.
[22] Ντεριντά, Ζακ, Περί Γραμματολογίας, Εκδόσεις The Johns Hopkins University Press, Βαλτιμόρη, 1997, 144.
[23] Όλσον, Καρλ, Ινδοί Φιλόσοφοι και Μεταμοντέρνοι Διανοητές. Διάλογοι στο Περιθώριο του Πολιτισμού, Εκδόσεις Oxford University Press, Νέο Δελχί, 2002, 42, 48-49. Στο σημείο αυτό, ο Όλσον αναφέρεται στον Ντεριντά.
[24] Όλσον, Ινδοί Φιλόσοφοι και Μεταμοντέρνοι Διανοητές, 36.
[25] Παρκ, Τζιν Γ. “Το Ζεν και η Ζεν Φιλοσοφία τής Γλώσσας: μια Σωτηριολογική Προσέγγιση,” Dao: A Journal of Comparative Philosophy, τόμος 1, τχ. 2 (June 2002): 211.
[26] Ο Εκκλησιαστής, 9.
[27] Ο όρος shi-fei σημαίνει κατά προσέγγιση ‘σωστό-λάθος’, ‘καλό-κακό’.
[28] Με τον όρο yudesire, ο Τανάκα αναφέρεται στη σχέση μεταξύ της γλώσσας και της επιθυμίας σύμφωνα με τον Ταοϊσμό κι ειδικότερα, όπως την έχει περιγράψει ο Τσαντ Χάνσεν στο Μία Ταοϊστική Θεώρηση της Κινεζικής Σκέψης. Μία Φιλοσοφική Ερμηνεία, Εκδόσεις Oxford University Press, Νέα Υόρκη, 2000, 212.
[29] Τανάκα, “Το Όριο της Γλώσσας στον Ταοϊσμό,” 197-198.
[30] Χάνσεν, Μία Ταοϊστική Θεώρηση της Κινεζικής Σκέψης, 212. Η έμφαση είναι δική μας.
[31] Χάνσεν, Μία Ταοϊστική Θεώρηση της Κινεζικής Σκέψης, 213. Η έμφαση είναι δική μας.
[32] Ό.π. Η έμφαση είναι δική μας.
[33] Ο Εκκλησιαστής, 77.
[34] Αξελός, Ο Ηράκλειτος και η Φιλοσοφία, Εξάντας, Αθήνα, 1974, 97-98.
[35] Ο Εκκλησιαστής, 63.
[36] Ο Εκκλησιαστής, 43.
[37] Ο Εκκλησιαστής, 44.
[38] Ο Εκκλησιαστής, 47.
[39] Ο Εκκλησιαστής, 62.
[40] Ρούσσος, Ευάγγελος, Ηράκλειτος (Περί Φύσεως), Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα, 1992, 2-3.
[41] Ο Εκκλησιαστής, 48. Η έμφαση είναι δική μας.
[42] Ο Εκκλησιαστής, 17.
[43] Αξελός, Ο Ηράκλειτος και η Φιλοσοφία, 205-206.
[44] Ο Εκκλησιαστής, 16.
[45] Ό.π.
[46] Ο Εκκλησιαστής, 20.
[47] Ο Εκκλησιαστής, 18.
[48] Ο Εκκλησιαστής, 42.
[49] Ο Εκκλησιαστής, 56.
[50] Μίκελστετερ, Κάρλο, Πειθώ και Ρητορική, Εκδόσεις Yale University Press, Νιου Χέιβεν & Λονδίνο, 2004, 29.
[51] Ο Εκκλησιαστής, 47.
[52] Ο Εκκλησιαστής, 52.
[53] Ο Εκκλησιαστής, 25.
[54] Ο Εκκλησιαστής, 29.
[55] Μίκελστετερ, Πειθώ και Ρητορική, 69.
[56] Ο Εκκλησιαστής, 37.
[57] Ό.π.
[58] Ο Εκκλησιαστής, 57.
[59] Ο Εκκλησιαστής, 53.
[60] Ο Εκκλησιαστής, 57.
[61] Ο Εκκλησιαστής, 44.
[62] Ο Εκκλησιαστής, 58.
[63] Μίκελστετερ, Πειθώ και Ρητορική, 37-38.
[64] Ο Εκκλησιαστής, 59.
[65] Ο Εκκλησιαστής, 73.
[66] Ο Εκκλησιαστής, 58.
[67] Ο Εκκλησιαστής, 58-59. Η έμφαση είναι δική μας.