Απόστολος Θηβαίος | Η τελετή του πνιγμού

© Robert Frank

[…κάποιοι
Το λένε αγάπη,
Άλλοι βυθό…]

Από το δελτίο των συμβάντων
Και
Τα χλομά νερά

 

Θα ΄ταν ένα δάσος βραδιασμένο, ένας μικρός κυκλώνας εκείνο που για πάντα τον κέρδισε. Ή θα ήταν τα ποιήματα που πάντα νικούν στο τέλος, που κάνουν δικό τους τον κόσμο με ένα νεύμα και ένα φαινόμενο φυσικό. Πάντως εκείνοι που βρέθηκαν εμπρός στην φοβερή μαρτυρία, έχουν να διηγιούνται πόσο αλλόκοτη τελετή, είναι εκείνο που οι άνθρωποι ονόμασαν βιογραφία και που για μια στιγμή πάντα κρατά. Ένας κολυμβητής που βρέθηκε κοντά, δήλωσε στις αρχές τα παρακάτω λόγια.

«Είχε πάει μεσημέρι και όλος ο κόσμος έπαιρνε την όψη του θαύματος. Αμμουδιές, βράχια, δροσοσταλίδες, όλα ντύνονταν το καταιγιστικό λευκό. Όλος και όλος ο κόσμος γινόταν το απαλό χνούδι των  πραγμάτων και άλλα τόσα πράγματα που μήτε οι ποιητές μπορούν να εξομολογηθούν. Τραγουδούσε η πλάση ένα νωχελικό σκοπό που σου σπάραζε την καρδιά. Αυτό είναι που ονομάζουν οι άνθρωποι ομορφιά, μέγεθος αειθαλές που ραγίζει τα τοπία. Δεμένα τα πλοία στον όρμο, δίχως σκοπό, ακολουθούσαν την μοίρα του νερού που ταιριάζει τα πράγματα με τον τρόπο του ονείρου. Μια θάλασσα, μονάχα αυτό θυμάμαι και τους χιλιάδες δρόμους του ήλιου που χαράζονταν στον στιγμιαίο άνεμο. Οι κολυμβητές περνούσαν κατά μήκος της ακτογραμμής, πάντα φορτωμένοι την σιωπή της πέτρας και του ανέμου. Εκείνος, ένας νέος είκοσι χρόνων που συμπλήρωνε το δέος του χάρτη τραβούσε ίσια στο πέλαγος. Ήταν του λόγου του ένα σύνορο, αυτό και τίποτε άλλο. Το άστρο που δεν αντέχει την ανθρωπιά και ολομόναχο τραβά στον όλεθρο. Τον είδα που τράβηξε πορεία για τα βράχια που δίνουν ένα τέλος σε όλους τους όρμους του κόσμου. Σφύριζε ο άνεμος μέσα από τα κύματα, έδινε μια και τέλειωνε με τα κούφια παραμύθια του κόσμου.

Και τότε, άλλαξε ο καιρός, όλα τα νοερά και τα ασώματα μίλησαν και είπαν, ο κόσμος όπως τον ξέρατε τώρα, εμπρός στα μάτια σας, θα χαθεί. Στα βράχια, -ξεκάθαρα τους είδα-, ανέμιζαν με τα βρεγμένα τους μαλλιά, σήματα περασμένα, στρατιώτες και παραθεριστές που κάποτε πνίγηκαν, με τον απλό και βέβαιο τρόπο που μια εποχή διχάζει τον κόσμο. Τελαμώνες, φανελάκια, σκουλαρίκια του πελάγους, ιππόκαμποι και ανεμώνες τους έδειχναν το μονοπάτι. Χιλιάδες άγγελοι, γαντζωμένοι στα ρέλια του τοπίου, φτερούγιζαν, γεννούσαν σεισμούς και φιλιά. Και τα κορίτσια, με μια ολόδική τους ζωή, γεμάτα έκσταση, δροσιά και θλίψη, ρωτούσαν επίμονα με τις μυριάδες, τις σπασμένες τους φωνές ποιος διαφεντεύει τούτο τον κόσμο, ποιο άστρο, ποια βιβλική χειρονομία. Όλοι είχαν κυλήσει στο όνειρο και εγώ ακόμη που σας μιλώ, ακόμη αναρωτιέμαι τι τάχα με κράτησε ζωντανό εκείνο το μεσημέρι το γεμάτο δόξα και κρίνα και αγώνες ματαιωμένους, ιδρώτες και μελτέμια της πιο τέλειας έκπληξης. Ο νέος μιλούσε μαζί τους, όπως κανείς αποκρίνεται στον αθεράπευτο νόστο, ο κόσμος του διχαζόταν. Να αφήσει έρημα τα άνθη που ξυπνούσαν δεν του ΄καμε καρδιά. Και όλο χανόταν σε απέραντες οργιές και άφηνε ξωπίσω του πατρίδες και συντρόφους και στέγες κατοικιών παραθεριστικών, μοιραίων να ζουν στην απύθμενη σιωπή. Ένα προς ένα, εκείνα τα πλάσματα ρίχνονταν στο νερό. Ο καιρός πάνω μαύριζε, όλα τα έκρυβε το σύννεφο. Θύρες, σταυρούς, αψίδες φυσικές καμωμένες με πείσμα αιώνων. Όλα τα στέγαστρα τριγύρω κλονίζονταν, όλα φάνταζαν το αναπαυμένο άγαλμα που κατοικεί τις μεγάλες και παράλογες αποστάσεις. Τον είδα που πλανήθηκε για μια στιγμή τρομαγμένος και έπειτα έγνεψε το μεγάλο και γενναίο ναι. Τα ρολόγια ανάποδα γυρνούσαν, έγραψαν έπειτα οι ποιητές, πασχίζοντας να συλλαβίσουν τις τάξεις των μυστηρίων. Και ο νέος εχάθη από το μέτωπο της ακτής, βαδίζοντας ανάμεσα σε λογχοφόρους μαχητές και φαροφύλακες που έστελναν μάταια σινιάλα.

Οι άγγελοι τον σήκωσαν και πάει όρθιος και θαρραλέος τώρα έξω από την μαγγανεία του χρόνου. Αύριο θα λέει το τραγούδι της ησυχίας με τον σπασμένο του τον στίχο. Όλο καθρέφτες η ζωή μας και φαντασίες αλόγιστες, θα πεις με μια φωνή τρεμάμενη, απάνω στην κόψη του κύματος. Ο νέος κινήθηκε επάνω στην μοναδική χορδή του ήλιου και αφήνοντας κάτι σαν ίχνος τρύγησε τα πελάγη. Ξέρω πως κοιμήθηκε για πάντα πλάι στις πνιγμένες πολιτείες, ανάμεσα σε τάξεις ολόκληρες παλιών, καλών φίλων. Στην θέση του γεννιόταν ο πιο σκληρός μήνας του καλοκαιριού και ένα δειλό, απροσποίητο καϊκι, καμωμένο για τους μεγάλους πόντους.

Μην τον γυρέψετε στους βυθούς, η θέση του αρμόζει σε εκείνη του ρημαγμένου ειδωλίου, η θέση του αρμόζει στον ύστατο σπασμό του καλοκαιριού. Η γλώσσα του είναι των κοριτσιών που όλα μαζί γελούν από τον πρώτο έρωτα. Η θέση του εντοπίζεται τώρα στην άδεια κραυγή ενός ονόματος, στο απεγνωσμένο ουρλιαχτό που ξεσηκώνει την ζωή από τα δέντρα. Αφήστε τον να ταξιδεύει, ο κόσμος του είναι από έρωτα, η ψυχή του αντικρίζει αυτόν εδώ τον κόσμο με όλη την θεία άγνοια. Με μια εκφορά ζωική που όμοιά της βρίσκει κανείς στον θάνατο ενός άστρου, ο νέος εκείνος παραθεριστής συγκατάνευσε στο θαύμα που έχει μονάχα μια χρυσή συλλαβή, μια ζωή ιδιωτική και παράλογη. Αυτά είδα και δίχως φόβο τα ομολογώ.»

Οι αρχές τον πήραν για τρελό. Τον περιφρόνησαν, μαζί του γέλασαν ώσπου το απόγευμα να βρει τον χαμένο του δρόμο. Παγωμένα, θαλασσινά χωράφια σάλευαν και η μια μετά την άλλη, οι ακρογιαλιές πέρασαν στην δική μας την πλευρά. Στον βυθό, είπαν, στον βυθό κοιμάται πια εκείνος ο νέος. Έσκυψαν το κεφάλι, συλλογίστηκαν τις γυναίκες τους με μια τραγική νοσταλγία, έτσι δίχως λόγο. Δεν χρειάζεται να σας περιγράψω με πόσο κόπο πάλεψαν με τους ανέμους καθώς μίκραιναν.

Πίσω τους έτρεξε ένα μικρό παιδί. Κρατούσε ένα περιδέραιο καμωμένο από αστερίες, έπεφτε, πάλευε να σταθεί όριο πάνω στην ομηρική την αμμουδιά. Και όταν πια η φωνή του ακούστηκε και το κλιμάκιο σταμάτησε, το παιδί πλησίασε. Τα μάτια του ήταν μαργαριτάρια, αναμμένες προσευχές στην στροφή ενός ορεινού, φιδίσιου δρόμου. Τα χέρια του βουτούσαν στον άνεμο και όλο τον κόσμο τον έπλαθαν γαλαζωπό, όπως στα όνειρα μιας μικρής που για πάντα θα παραμείνουν ακτές απρόσιτες, σβησμένα ονόματα κάτω από τα  στρώματα της αθωότητας.

Το παιδί όλα τους τα επιβεβαίωσε, κρατώντας από τα δόντια την καρδιά του. Έπειτα άνοιξε μια νησιώτικη πόρτα, που ποιος γνωρίζει να πει πώς βρέθηκε εκεί. Έσμιξε με έναν τρελό στρατό και χάθηκε μαζί με τους καταστερισμούς.

Οι άλλοι δεν είπαν τίποτε. Στο βιβλίο των συμβάντων έγραψαν πνιγμός, αδιαφορώντας για το σώμα που το σμιλεύει τώρα το αλάτι. Πόσοι άραγε τριγυρνούν έτσι προδομένοι, κάλπικοι στα βάθη των Κυκλάδων, κανείς και ποτέ δεν θα το πει. Οι συγγενείς έριξαν λίγο χώμα με τρεμάμενο χέρι στο άδειο μνήμα. Ήρθε ο καιρός και τον ξεχάσανε τον νέο εκείνο.

 Μόνον κατά τις τελευταίες στιγμές του μηνός Ιουλίου, θυμούνται το άγνωστο τέλος του και πετούν στεφάνια στα μαλλιά της θαλάσσης, ανήμποροι να δεχτούν την αφάνταστη, την ποιητική έκβαση των πραγμάτων. Τα παιδιά μόνο πιστεύουν μα και εκείνα δίχως να κατανοούν περνούν τις μέρες τους καλοσυνάτα, κάνοντας κομμάτια το αίνιγμα του πεπαλαιωμένου, εκείνου θέρους.

Απόστολος Θηβαίος