Πολεμώντας τη Μελαγχολία, ΙΙ
Γράφει ο Ντεμπόρ για το Παρίσι των αρχών της δεκαετίας του 1950: «Ήταν ο λαβύρινθος ο πιο καλοστημένος για να κρατάει τους ταξιδιώτες. Αυτοί που σταμάτησαν εκεί για δυο μέρες δεν ξανάφυγαν ποτέ… Κανείς δεν άφηνε αυτούς τους λίγους δρόμους και τα τραπέζια αυτά όπου είχε ανακαλυφθεί το απόγειο του χρόνου» (Guy Debord, In girum imus nocte et consumimur igni, μτφρ. Ανδρέας Βαρίκας, εκδ. Γαβριηλίδης).
Εκεί παίχτηκαν όλα τα παιχνίδια, αυτά για τα οποία αξίζει να ζει κανείς τα λιγοστά του χρόνια. Εκεί παίχτηκε το παιχνίδι του έρωτα και το παιχνίδι της φιλίας, εκεί παίχτηκε το διαρκές πόκερ της σαγήνης, εκεί παίχτηκε το στοίχημα της κατάλυσης αυτού που σε καταλύει. Εκεί δέσποζε η μελαγχολία του εφήμερου περάσματος από τον κόσμο, και εκεί η μελαγχολία δελεάστηκε από έναν μέγιστο γητευτή και έστερξε να πάψει να είναι εχθρός και να γίνει σύμμαχός του.
Όταν ζεις έτσι ώστε να μπορείς να σκέφτεσαι σαν τον Ηράκλειτο, τότε επιμηκύνονται τα δευτερόλεπτα, παύουν, έστω για λίγο, να είναι «κορσέδες», καταπώς έλεγε ο Νίκος Καρούζος, τότε κατορθώνεις όχι να ονειρεύεσαι αυτό που ζεις αλλά, απεναντίας, να ζεις αυτό που έχεις ονειρευτεί, και μάλιστα να το ζεις όπως αρμόζει σε κάθε πολέμιο της μελαγχολίας, ήτοι με σάρκα και οστά, που σημαίνει καταβυθισμένος στην Ποίηση και πάντα παρέα με τους «γοητευτικούς αλήτες και τα αγέρωχα κορίτσια που σ’ τα δίνουν όλα – πρώτα την καλησπέρα κι ύστερα το χέρι».
Για χάρη αυτών των στιγμών που σε κάνουν να νιώσεις το απόγειο του χρόνου (η φράση είναι του Hobbes), για χάρη αυτών των ένυλων, των σαρκωμένων αναμνήσεων, ο Ντεμπόρ έγινε πολέμιος της μελαγχολίας και οδήγησε μιαν άτυπη στρατιά ποιητών στην συλλογική σύνθεση αυτού που δεν θα αργήσει να αναγορευτεί στο Μεγαλύτερο Ποίημα των τελευταίων πενήντα χρόνων: στην απόπειρα κατάκτησης του Παρισιού, που είχαν ήδη αρχίσει να το λεηλατούν οι εχθροί της Ποίησης. Ήταν η κρίσιμη στιγμή μιας κρίσιμης Επέλασης της Ελαφράς Ταξιαρχίας ενάντια στη Μελαγχολία. Η υποτιθέμενη ήττα της ήταν ακριβώς ο θρίαμβός της. Έκτοτε η μελαγχολία δεν είναι πια αυτό που ήταν. Γιατί εκείνη η κρίσιμη στιγμή σήμανε την απαρχή της άρσης της μελαγχολίας.
Άρση της μελαγχολίας σημαίνει να ξέρεις ότι ο χρόνος δεν περιμένει, να νιώθεις βαθιά ότι, όπως λέει κι η παροιμία των μέθυσων της Ωβέρνης που παρέθεσα στα γαλλικά ως μότο, «ποτέ δεν θα ξαναπιούμε τόσο νέοι», σημαίνει να ξέρεις ότι τα πιο σημαντικά πράγματα στην τόσο σύντομη ζωή μας συντελούνται στο κρεβάτι και στο τραπέζι αρχικά και ύστερα στους δρόμους, σημαίνει να ξέρεις μονάχα με τους όμοιούς σου κι αδελφούς σου, όπως το ήθελε ο Μπωντλαίρ, να σμίγεις, να ονειρεύεσαι, να δρας, ώστε να λες πιο συχνά «Ωρεβουάρ» και λιγότερο συχνά «Αντίο».
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Ερωτευμένη Κυψέλη, 26.06.2020
Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης (Απρίλιος 1960) είναι συγγραφέας και σιτυασιονιστής.