[Μάταιο]
Λίμνες τα μάτια της
με αισθήματα κελαρυστές ⸱
κάθε που κλαίει,
τα σφουγγίζω μ’ ένα μαντήλι
έπειτα το σφίγγω στα δυο μου χείλη.
Το ποίημα αρχινάω
που ατελές θα μείνει,
όταν φθαρθεί ή ίσως χαθεί
ετούτο το μαντήλι.
[Γράφοντας]
Κάτι που σκιάζει το γραπτό
θηρεύει μέσα μου απτό
το παιδί
που ήμουνα εγώ,
αυτό που ποτέ δεν γεννάω
και πιο πολύ από όλα
το κοιλοπονάω.
[Συνήθης μέρα]
Την γνώση του ιλίγγου
σε υπόγεια γυρεύω.
Ανάσες μπουχτισμένου αέρα
φυγαδεύουν από την σκέψη
μια λέξη που τρικυμίζει
τα σύνορα δυο κόσμων
μα επιστρέφει κυματιστή και σπασμένη
φωνή σε μεγάφωνο εφήμερο,
καθώς το πρώτο σάλεμα σκιάς
φευγαλέο με προσπερνά.
Η Δώρα ζει, σπουδάζει και εργάζεται στην Αθήνα. Μελετά ποίηση και ασκείται στην γραφή της. Ελπίζει να καταφέρει κάποτε να γράψει ένα ποίημα.