Φιλία, Έρωτας, Πένθος / Δεύτερο Μέρος
Σκέφτομαι πώς ο φιλόσοφος Emmanuel Lévinas διατύπωσε την ιδέα ότι η ουσία της γλώσσας (langage) είναι καλοσύνη, ότι η ουσία της γλώσσας είναι φιλία και φιλοξενία. Οι λέξεις είναι το όχημα της φιλίας και της φιλοξενίας. Με τις λέξεις ανταμώνουμε με τους φίλους μας. Με τις λέξεις τους φιλοξενούμε. Με τις λέξεις μας φιλοξενούν. Με λέξεις αποχαιρετά ο Jacques Derrida τον Lévinas, τον φίλο του: ῾Ἡ καλοτυχία της δικής μας οφειλής προς τον Lévinas συνίσταται στο ότι μπορούμε, εμείς, να την αποδεχτούμε και να την επικυρώσουμε χάρις σ᾽ αυτόν, χωρίς λὐπη, μέσα από τη χαρούμενη αθωότητα του θαυμασμού. Ο θαυμασμός αυτός είναι της τάξεως εκείνου του ναι που δεν τίθεται υπό όρους [oui inconditionnel]. Η λύπη μου, η δική μου λύπη, έγκειται στο ότι δεν του είπα αρκετά αυτό το ναι, δεν του το έδειξα αρκετά καλά σε αυτά τα τριάντα χρόνια, στη διάρκεια των οποίων, μέσα στην αιδημοσύνη των σιωπών, διαμέσου σύντομων ή διακριτικών συζητήσεων, ορισμένων εξαιρετικά έμμεσων ή συγκρατημένων κειμένων, απευθύναμε ο ένας στον άλλο κάτι που δεν θα το ονομάσω ερωτήσεις ούτε απαντήσεις, αλλά ίσως αυτό το είδος του ερωτήματος–προσευχής, ένα ερώτημα-προσευχή για το οποίο λέει πως μάλλον είναι ακόμη προγενέστερο του διαλόγου᾽᾽. Η ζωή μας όλη θέλει να είναι ένα Ερώτημα-Προσευχή.
Σκέφτομαι ότι η Φιλία, ο Έρωτας, το Πένθος είναι ο τρόπος μας να μπαινοβγαίνουμε στα πράγματα, να εξορίζουμε το Κακό, να τιμούμε το Δώρο της Ζωής. Η Ποίηση είναι η αμοιβαιότητα των δακρύων έλεγε ένας σοφός. Η Ποίηση είναι Ξόρκι στο Θάνατο, επέμενε ο Patrick Dubost και έγραψε ένα θαυμάσιο βιβλίο με αυτόν τον τίτλο. ῾῾Πώς να εγκαταλείψει κανείς τους νεκρούς του όταν εξακολουθούν να ζουν και μάλιστα βαθύτερα απ᾽ ό,τι ζούσαν;᾽᾽ αναρωτιόταν ο Παπαγιώργης. Η Φιλία και ο Έρωτας μας συνδέουν, με τη Φιλία και τον Έρωτα ανασαίνουμε, η Φιλία και ο Έρωτας είναι οι ράγιες του Πένθους. Όποιος δεν έζησε μες στη Φιλία και τον Έρωτα δεν μπορεί να πενθήσει, δεν μπορεί διά του Πένθους να υπερβεί τον θάνατο. Η ζωή μας είναι το Τραίνο του Πένθους.
Σκέφτομαι ότι ο Νικόλας μας, ο Νίκος Τριανταφυλλίδης (1966-2016), έζησε μες στη Φιλία και στον Έρωτα. Ο σινεμάς δέσποζε στη ζωή του. Αλλά και η λογοτεχνία. Και η μουσική. Κάθε δράση και κάθε πράξη και κάθε νεύμα και κάθε χαμόγελο και κάθε κίνηση του Νικόλα ήταν προσφορά. Μας πρόσφερε το Gagarin και τα Στέκια. Μας πρόσφερε τους Αισθηματίες. Μας πρόσφερε αυτό το Ολοζώντανο Μουσείο Ποίησης που ήταν το σπίτι του στη Φωκίωνος Νέγρη. Μας πρόσφερε το βλέμμα του που ήταν βελούδινο και βαθύ. Μας πρόσφερε την Αισθηματική Αγωγή, την πιο πλούσια εκπομπή του ελληνικού ραδιοφώνου τις τελευταίες δεκαετίες. Ατόφιο χρυσάφι ήταν το έργο και ο βίος του Νικόλα Τριανταφυλλίδη. Η ζωή μας μπορεί να είναι ένα Παρατεταμένο Ωρεβουάρ για τον Νικόλα.
Σκέφτομαι ότι όλα συνδέονται, και δεν το μάθαμε μονάχα από τον Pynchon αυτό αλλά κυρίως, όπως κι ό,τι άλλο μάθαμε, μέσα στην καθημερινότητα, μέσα στα εικοσιτετράωρά μας, δύσπιστοι πάντα απέναντι στα λόγια (ναι, εμείς που ξέρουμε να κάνουμε θαύματα με τις λέξεις), εύπιστοι πάντα απέναντι στα βλέμματα, στα αγγίγματα, στα αγκαλιάσματα. Η Φιλία, ο Έρωτας, και το Πένθος είναι αλληλένδετα, στη δική μας φάρα, στο δικό μας entourage. Γλεντάμε, γελάμε, σμίγουμε, κλαίμε, πενθούμε, τραγουδάμε, ξανά και ξανά, με όλο μας το μυαλό, με όλη μας την καρδιά, δίχως περιττές αιδημοσύνες, χωρίς back thoughts, σ᾽ αυτόν τον παιγνιότοπο που είναι και πεδίο μάχης που είναι και κοιμητήριο που είναι και ξενοδοχείον ντελικάτων εραστών που είναι η ζωή μας όλη.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Αδούλωτη Κυψέλη, 12.06.2020
Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης (Απρίλιος 1960) είναι συγγραφέας και σιτυασιονιστής.