Δώρα | Τρία ποιήματα

© Garry Winogrand

[Τι θέλει να πει ο ποιητής παιδιά;]

Ξεχασμένος κι
από την γλώσσα του κατατρεγμένος
μία κρεμάλα κουβαλά
στο ποίημα -κάποιου εγχειριδίου- πλάι ⸱
κάθε που τα γράμματά του σώνονται
κι οι λέξεις σιωπούνται

 


[Το υγρό σπίτι] 

Το σπίτι υπέφερε από χρόνια υγρασία.

Υγρά τα μάτια της, τον καθρέφτη ράγιζαν
όπου τα χνώτα μου, αχνά της τα φιλούσαν.
Τα μάτια της φυλούσαν τις άχνες μου,
ως στοργή μονωτική στο έμπα της ψυχής της,
καθώς άχνα δεν έβγαζε εκείνος ⸱
παρά στριγκιά φωνή οι αρθρώσεις του
αντίλαλος απ’ τα θεμέλια που τρίζαν.

Τα μάτια της σφούγγισαν τα σύννεφα.
Τα κόκκαλά του πέσαν καταιγίδα.
Θολή ανάμνηση, το σπίτι μας το υγρό.

 


[Μόνη παρηγοριά] 

Χάρτινα φθηνά φανάρια, φλέγονται
κι άξαφνα γεννούν σκοτάδια.

Πάλλευκα κεράκια σιγοσβήστε,
όπως πενθώ ⸱ και σεις πενθήστε.

 


Η Δώρα ζει, σπουδάζει και εργάζεται στην Αθήνα. Μελετά ποίηση και ασκείται στην γραφή της. Ελπίζει να καταφέρει κάποτε να γράψει ένα ποίημα.