Απόστολος Θηβαίος | Γυαλωμένο ύφασμα

© Gianni Berengo Gardin

Ιστορία στηριγμένη
Στην βαθιά πεποίθηση
Και τους ψιθύρους
Που καθώς λένε
Ανταλλάσσουν
Οι ποιητές
Σαν σπάσει
Η φωνή τους
Σε χιλιάδες
άλλες

 

 Μακριά που είναι φλέβα της ζωής. Να δεις, με πόσους τρόπους φθάνουν τα τραγούδια. Μια πέτρα σηκώνεις, μια πόρτα ανοίγεις, ένα χέρι σφίγγεις. Δυο χείλη παγώνουν και η σκουριά σαλεύει.

 Αν δεν με πιστεύεις, άκου την πιο κάτω ιστορία. Και λέω άκου, επειδή πρέπει κανείς τα πράγματα να τα νιώθει. Κάθε φορά μια αίσθηση και κάθε φορά μια εκδοχή. Τα χιλιάδες  σύμπαντα που λουφάζουν εντός σου τινάζονται και με έναν στίχο με μια αφορμή αποδίδουν το αίσθημα.

 Λοιπόν, το πράγμα που απέκτησε γρήγορα τον χαρακτήρα θρύλου, έχει κάπως έτσι. Και αν αναρωτηθείτε πώς τάχα εγώ, ένας από το αιώνιο κοπάδι των πλανεμένων, έτυχα τέτοιου προνομίου, τότε πιστέψτε με, πως από μια παρεξήγηση κινδυνεύει η τύχη σας η αποψινή. Επειδή και εσείς μαζί με μένα κερδίσατε και ίσως να ξέρετε την ιστορία. Μα κάθε πρωί μπαίνει μια θάλασσα στο ανάμεσά μας και όσα φαντάζουν τώρα διάφανα και αυθεντικά, εκείνη την ώρα ανακτούν την σκηνογραφία του παραλόγου.

 Μα πλάτειασα και ο χρόνος που είναι δεμένος έξω στο περιβόλι, άκου τον πώς αλυχτάει.Μου λες, είναι κέρδος και με όλη μου την καρδιά δεν σε πιστεύω. Είναι μονοπάτι δύσκολο, να ξέρεις, μονότονο. Δεν έχει παρηγοριά, μονάχα το πάτημα το ελαφρύ της πυκνής αιωνιότητας και το λεπτό των αόρατων υφασμάτων ψέμα.

Ο γέροντας που μου την αφηγήθηκε δεν βρίσκεται πια σε αυτόν τον κόσμο. Έζησε και πέθανε, όπως συμβαίνει με κάθε μια ζωή. Μα το σημάδι του κατόρθωσε να το αφήσει εκείνο το απομεσήμερο στο ωραίο και παρακμιακό καφενείο των Ευεργετών. Φορούσε στα μαλλιά χιόνι κάτασπρο, απάτητο και έμοιαζε η μορφή του προτομή ιερατική των αμφιθεάτρων. Μετρούσες την ηλικία του με τους κύκλους του κορμού, μακρύ ήταν το ταξίδι του, τα μάτια του χάνονταν κάτω από τις πιο ολλανδικές επιρροές. Και η φωνή του, τα έκανε κομμάτια όλα τριγύρω εκείνο το μεσημέρι. Το λοιπόν, άκουσαν από μακριά οι προφήτες με την βαθιά πίστη και οι τεχνίτες με το ακριβό χέρι και οι επιστήμονες με την λογική τους. Γέμισε το ωραίο και παρακμιακό καφενείο και καθένας έσερνε το κιβούρι του εγκαταλείποντας μια χούφτα χώμα στο τραπέζι του σαν έφευγε. Μια σφραγίδα, ας πούμε, το χνάρι και ο κηροστάτης. Ο γέροντας διηγιόταν.

«Βάδιζαν στους κήπους και άκμαζαν οι λογισμοί τους. Έμοιαζαν τόξα, ξέφρενοι χαρταετοί, οι λαιμοί τους έσπαζαν και από στιγμή σε στιγμή ψηλότερα θα πήγαιναν. Ο ένας κατάκοπος, με βαθύτατο βλέμμα, βαρύ και ένα αδειανό κοστούμι. Και ο άλλος, ψηλός ως λεύκα, λεπτά μαλλιά και τα συνειδητά βλέφαρα των Αιγυπτίων. Αγκάλιαζαν τις προτομές σαν στέκονταν, λίγο μιλούσαν και έκαναν στωικά την λαμπρή τους εργασία. Πάει να πει να γεωμετρούν το χρονικό αυτού εδώ του κόσμου. Και όταν μιλούσαν, επιστράτευαν λέξεις σταθμούς για τις ζωές των άλλων. Κλειδιά όπως νιότη, περιβολάκι, το κυματιστό, το χλωρό κλαδί και η ασάλευτη. Όσοι άκουγαν πέταγαν το παλιό τους δέρμα και έπεφταν μες στο ποτάμι της ζωής, ίδιες αθώες, μικρές σταγόνες. Έλεγαν και άλλα και μιλούσαν με την γλώσσα και το χρώμα αυτής εδώ της αρχαίας πολιτείας. Τ΄αθάνατο νεράκι κερνούσαν και προικίζονταν τα στόματά των με την ουσία του κόσμου. Γύρω τους τα χρόνια βροντούσαν, οι πεθαμένοι σειρές ολόκληρες στα καπούλια του περατάρη, στα λιθάρια επάνω, ίδια κλεφτουριά. Ήταν ο ιππότης και ο θάνατος που βασίλευαν εκείνα τα χρόνια. Και έπρεπε με όλα τους τα τεχνάσματα να αγοράσουν λίγη από την αθανασία που θέλει το παράπονό μας το αθωότερο  για να ανθίσει. Έπρεπε με όσα καρτερούσαν στους κλειδωμένους λαιμούς αυτού του πλήθους, να τραγουδήσουν. Με ότι υλικό βρουν να συνεχίσουν. Σαν από θαύμα ειπώθηκε με την γλώσσα του καιρού τους. Όλος ο βίος ελλύχνιον και σε κάθε κατώφλι αντηχάει η φωνή της και εκείνο το παιδάκι μου που θέλει μαζί να σπαράζουν πουλιά και σάβανα και σοφά περιβόλια.

 Τώρα πια κατοικούσαν στις σιωπές και όμως κάθε νύχτα είχαν χίλιους δρόμους για να επιστρέψουν. Έσκυβαν οι δυο τους, φερμένοι από το αλλοτινό και το δειλό το  ρίγος που μας ορίζει, φιλούσαν τα άγια στερνολείψανα, μιλούσαν στα αγάλματα όπως μιλά το καλοκαίρι στο στήθος ενός κοριτσιού, θυμάσαι;  Φαντάζονταν της λεβεντιάς τον άνεμο, της ομορφιάς την πούλια, κατοικούσαν έναν άλλον κόσμο. Το όνομά τους λέει, το έγραφε πάνω της η αστροφεγγιά και χέρι δεν θα μπορούσε ποτέ να τα αγγίξει. Και ύστερα, δίχως κανέναν προαίσθημα να φανερώνουν, έλεγε ο γέροντας λαμβάνοντας μια φωνή υποβλητική, χάνονταν πίσω από τον κήπο του παλιού Πανεπιστημίου. Το ήξεραν, το είχαν δει και το είχαν πάνω από κάθε τι νιώσει πως θα περάσουν και θα χαθούν. Και είχαν εντός τους γραμμένο τον ρυθμό του κόσμου και την μορφή του ήξεραν, σαν πέφτει η νύχτα. Σαν θαρραλέο, ψιθύριζαν μες στους ναούς τους, σκυφτοί επάνω στην ξέφρενη τροχιά του κόσμου.  Και οι δυο τους δεν γελιόνταν από τα καθρεφτίσματα και τις φωλιές των πεθαμένων και το κατόπι των λύκων. Τις είχαν μάθει αυτές τις συνάξεις και με τα ποιήματα μια βραδιά τις είχαν ξορκίσει. Και δεν είχαν πίκρα, μήτε μάκραιναν με απελπισία και καρδιά βαριά, επειδή εντός τους διέθεταν μια χαρά ενδόμυχη. Τον δικό τους ήλιο τον καθρέφτιζαν λαμπρά επίκρανα, για την ψυχή τους προσευχόταν η Περσεφόνη και η αιωνόβια κυρά των απογευματινών περιβολιών που προβάλλει στις εξωτικές Αρκαδίες.»

 Ο γέρος σώπασε. Ακούστηκε άνεμος και εμπρός παρέλασαν τα σκουπίδια του καρναβαλιού. Σιγά, μην τον ταράξουμε, μην επιστρέψει από εκείνον τον έξαλλο οίστρο, ανοίξαμε τις πόρτες και όπως πουλιά πετάξαμε. Άλλος για το Άργος και άλλος για το Μεσολόγγι και ένας για τον λόφο του Στράνι που ξεχειμωνιάζουν τα ολομόναχα κορίτσια. Άλλοι ριχτήκαν στην Αθήνα και την κάνανε κομμάτια και οι Επτά επί Θήβας στα διυλιστήρια έσκυψαν και φίλησαν το χώμα, μιλώντας με παράφορα λόγια και γεφυρισμούς. Αργά την νύχτα, καθώς συλλογιζόμουν την μοίρα της ζωής μου την σκοτεινή, μύρισε άνοιξη και εντός μου ταράχτηκα. Θυμήθηκα τους στίχους του ποιητή και σαν προσευχή κύλησε λαγαρή η απαγγελία. Θαρρείς πως η ζήση γερνούσε, εκεί ακριβώς, με την ολόλαμπρη στολή της. Και τίποτε να πιαστώ δεν υπήρχε.

Πίστεψα βαθιά πως από τον επάνω δρόμο περνούσε ο θίασος των ποιημάτων με τα όργανα και τις φωνές και τους μουσικάντηδες. Και παρακάλεσα για αυτό.  Τον εαυτό μου τον αναζήτησα μες στο παλιό δωμάτιο που θα  αναβλύζει για πάντα το χάδι μου. Μα τίποτε δεν βρήκα σαν την ιστορία εκείνου του γέρου. Που εκτυλίχθηκε, ψέμα ή αλήθεια κανείς δεν νοιάζεται. στο ωραίο και παρακμιακό καφενείο των Ευεργετών . Σε λειτουργία,  αδιαλείπτως τόσους αιώνες τώρα, συμβολίζοντας την άδολη και την αγνή ομορφιά των πραγμάτων που διαμορφώνουν την καινούρια λαογραφία. Εκεί λένε,  κρύβεται το ωραίο και το αληθινό που κάποτε διδαχθήκαμε.

Διότι στο ωραίο καφενείο που στο όνειρό μου το φαντάστηκα στις διαστάσεις του έργου του Γιάννη Τσαρούχη, για την ακρίβεια, κάτω από τις πλάκες του τις ραγισμένες κυλά το πολύ παρελθόν. Έτσι όπως το επισήμανε ο Σατωβριάνδος και το πραγμάτωσαν κάτι φωνές σπαραχτικές, προικισμένες με το χάρισμα της ζωής που σε όλα υπερτερεί . Της ζωής που σε τούτους τους δρόμους με ελαφρύτερο βήμα πάντα πηδά και πάντα ξεχύνεται στην άβυσσο. Και πάλι σηκώνεται με αλυσίδες και θορύβους, όχι για το πολύ, μα για  της Ελένης τον άδικο καημό και για την προσταγή της μάνας. Ο Γιώργος Σαραντάρης το είπε και το έκανε με την γυμνότητα που απαιτεί τούτη η γλώσσα για να λάμψει στο στερέωμα.

Και είδα ξεκάθαρα, μάρτυρές μου οι θεοί των Ελλήνων  που κατοικούν τα επιστύλια των ρημαγμένων ιερών, τον Παλαμά, τον Καβάφη, τον Γκάτσο, τον Παπαδιαμάντη, τον Καρούζο, της ζωής μου το ασκητικό όνειρο, μια δύναμη άκτιστη, τελευταίους αυτοκράτορες, σχέσεις των πραγμάτων εσωτερικές, τον Μπολιβάρ γεμάτο μνήμη και βαρύτητα να μου τσακίζει την νοσταλγία. Τον Σολωμό μαρμαρωμένο, τελειωμένο μες στον χρόνο, μητέρες, Εκάβη, Νίνα, στίχους τραγουδιών, την δηλητηριασμένη Μήδεια. Τυφλά παιδιά, του βουνού και της στάνης και αθώους μες στις ροπές τις αστείρευτες των δεκαετιών.  Και είπα πως τέτοιοι, ακίνητοι ενεστώτες καθορίζουν τις πηγές μας, είναι νησιά και υπερωκεάνια. Δείχνουν τον δρόμο του νερού και την αρχαία του ηλικία, το πάθος του, σαν κυλά, γεμάτο ορμή και φαντασία, στοιχείο δουλεμένο μες στην φωτιά του χρόνου, στου ροδανιού τον βόμβο. Να δείτε οικονομία και χάρη που είχε εκείνη η πομπή, τα ξύλα να δείτε, τα μάρμαρα, τις κορυφές που έσερναν στο κατόπιν τους. Και εκείνα φώναζαν γεμάτα συγκοπές και καλοκαίρια και ελλείψεις, που καθώς λένε δεν είναι άλλο από τις νύχτες όταν το φεγγάρι ερωτεύεται.

Έτρεξα και γύρεψα το βιβλίο που καθώς λένε όλα είναι γραμμένα. Η πομπή περνούσε, η Ερωφίλη, το Γένος, οι Αρετούσες και οι Πανάρετοι του στοχαστή που πυκνώνουν στ΄ανάμεσα των φρυδιών τους όχθες και σειληνούς και όλο το μυστήριο του φωτός και της ζωής. Ίσως να μην μπορώ να σας αποδώσω με λόγια ευχάριστα και ακριβή αρκετά, εκείνα τα θαύματα. Ίσως να ΄ναι της φαντασίας μου σπαράγματα, ίσως μια ζάλη από τον αρχαίο και παράφορο τσάμικο του μαντείου. Μες στον καταιγισμό της εικόνας, εσύ να ζητάς πάντα τις ζωγραφιές.

Όπως και να έχει, εκείνη η παρέλαση που ως το στερέωμα τραβούσε, ανάμεσα σε επιταφίους και μαρκίζες και παραπήγματα και σημαίες, είχε στην κεφαλή της  δυο κορινθιακούς ερωτιδείς που στα αλήθεια ποτέ δεν υπήρξαν εκφραστικότεροι από αυτούς.

Όμως, σας είπα είναι σύνθεση ετούτο το δράμα που παίζεται αιώνες τώρα μες στα παγωμένα χωράφια, η απόκριση στ΄απόφωνα του βουνού. Είναι αγήματα μες στις ταβέρνες, με παρατημένα πηλήκια και άλαλο νερό. Είναι όλα τούτα και ένας ιδιώνυμος αισθητισμός που αγνά επινοήθηκε και πλάστηκε από τους μεγάλους της μακάριας αυτής σχολής. Τι χαλασμός, τι όνειρο, εκείνη η απεργία. Δίχως θεό, πέθαιναν πάλι. Και μια φίνα μελαγχολία, μια εσπεράντο της πέτρας και του λυγμού και του χαμού σκορπιζόταν στους δρόμους. Ήταν το πνεύμα της ζωής, το τραγικό της που με άλλα λόγια πάντα λέγεται. Και αν λέγεται μοίρα, να χαθεί. Βλέπετε, κάθε φορά μια παρέα, καλπάζει μες στο όνειρο και τα μελίσματα. Την συντροφεύουν τίτλοι επιγραμματικοί και μια αίσθηση Κεραμεικού, ερμητική, πανανθρώπινη.

Όλα τούτα με κράτησαν στην ζωή. Και λογάριασα πως αυτή η ηδύτης υπήρξε για μένα το ωραιότερο ποίημα. Φαντάστηκα πως όλοι τους γράφουν ένα μεγάλο ποίημα, καθισμένοι κάτω από τις περικοκλάδες. Με έναν στίχο κάθε φορά λέγεται  η ευτυχία του βίου που υψώθηκε τότε αδιαπραγμάτευτη στους μικρούς, μεγάλους στίχους . Εκείνων που αποθέωσαν τους μαιάνδρους και έγραψαν το μονόγραμμά τους απάνω στου βυθισμένου καραβιού τα ύφαλα, στων πουλιών το ακατάληπτο τραγούδι διάβασαν τις βυθισμένες ηγεμονίες. Με έσωσαν πάει να πει,  οι ένδοξες στάχτες  εκείνων των ανθρώπων, που μες στην ηγεμονία της καρδιάς τους, δεν είδαν, δεν άκουσαν, δεν υποπτεύθηκαν πως έτσι δειλά, χαράζουν έναν δρόμο για το αίσθημα που σήμερα καθρεφτίζεται.

 Ακίνητος στάθηκα όπως μετόπη και όπως σκοπός που υπερασπίζεται Σαλαμίνες και ένιωσα μες στην άνοιξη να ξυπνούν τα πρόσωπα τα κατάμαυρα. Θυμήθηκα χορούς κλασματικούς όμως οι Λωτοφάγοι με κύκλωσαν και νικήθηκα. Τώρα ξανοίγονταν άλλοι ορίζοντες και είχα μια ευκαιρία, έστω για απόψε, να γυρέψω ότι μπορούσε να υπάρχει.Πήρα την Αργώ μου και χάθηκα, πλήρωμά μου και ευτυχία. Και η ψυχή μου είδε πως μες στα τραγούδια παίζεται το ναι το μεγάλο Και όπου τόποι, όπου γεράματα, έσπειρα την πατρίδα και την αδέκαστή μου νιότη. Έγινα και εγώ, ή καλύτερα θέλησα να γίνω, ένα από τα ομιλούντα αγάλματα, εν τω σημερινώ βίω ανώνυμα λείψανα, που καθώς λένε, στελεχώνουν χρόνια τώρα τα ναυάγια των Κυκλάδων. Αστερισμοί τοξότες, μύθοι και δίκαιά μου εθιμικά.

Απόστολος Θηβαίος