ΤΖΑΚ ΚΕΡΟΥΑΚ
“ΡΕΜΠΩ”
Αρθούρε!
Δε σε φωνάζουν Ζαν!
Γεννήθηκες το 1854 βρίζοντας στη Σαρλ-
βίλ ανοίγοντας έτσι το δρόμο για
τη φρικιαστική δολοφονικότητα
των Αρδενών – Δεν ξαφνιάζομαι που έφυγε ο πατέρας σου!
Μπήκες λοιπόν στο σχολείο στα 8
– Καταρτισμένε εσύ μικρέ Λατινιστή!
Τον Οκτώβριο τού 1869
ο Ρεμπώ γράφει ποίηση
στα ελληνο-γαλλικά –
Παίρνει ένα τρένο τής φυγής
για το Παρίσι χωρίς εισιτήριο,
ο θαυμαστός Μεξικανός Φρεναδόρος
τον πετά έξω από
την ταχεία, στον Παράδεισο, εκείνον που
δεν ταξιδεύει πια γιατί
Ο Παράδεισος είναι παντού –
Ωστόσο οι γερασμένες αδερφές
παρεμβαίνουν –
Ο Ρεμπώ ο μπερδεμένος Ρεμπώ
ανεβαίνει σε αμαξοστοιχίες με την πράσινη Εθνική
Φρουρά, παρελαύνοντας περήφανος
μέσα στη σκόνη με τους ήρωές του –
και την ελπίδα να τον σοδομίσουν
στα όνειρα τού πιο τελειωμένου Θηλυκού.
– Πόλεις βομβαρδίζονται καθώς
κοιτάζει & κοιτάζει & δαγκώνει
το έκφυλο χείλος του & κοιτάζει
με γκρίζα μάτια την
Περιτοιχισμένη Γαλλία –
Ο Αντρέ Ζιλ ήταν πρόδρομος
τού Αντρέ Ζιντ –
Μακρινοί περίπατοι διαβάζοντας ποιήματα
μέσα στις Θημωνιές τού Ζενέ –
Ο Προφήτης γεννιέται,
ο παράφρων όπτης φτιάχνει το
πρώτο του Μανιφέστο,
δίνει χρώματα στα φωνήεντα
& μια οχληρή φροντίδα στα σύμφωνα,
δέχεται την επίδραση
γέρων Γάλλων Γυναικωτών
οι οποίοι τον κατηγορούν
για δυσκοιλιότητα στο μυαλό
& διάρροια τού στόματος –
Ο Βερλαίν τον καλεί να πάει στο Παρίσι
με λιγότερη αλαζονεία από εκείνη με την οποία αυτός είχε διώξει μακριά του
κορίτσια στην Αβησσυνία –
“Σκατά!” κραυγάζει ο Ρεμπώ
στα σαλόνια τού Βερλαίν –
Κουτσομπολιά στο Παρίσι – Η γυναίκα τού Βερλαίν
νιώθει ζήλεια για το αγόρι
με το σκισμένο παντελόνι
– Η αγάπη στέλνει χρήματα από τις Βρυξέλες
– Η μητέρα τού Ρεμπώ απεχθάνεται
τις επίμονες ενοχλήσεις τής Κυρίας
Βερλαίν – Ο άσωτος Αρθούρος υποψιάζεται
πως είναι πλέον ποιητής –
Ουρλιάζοντας στον αχυρώνα
ο Ρεμπώ γράφει το “Μια Εποχή στην Κόλαση”,
η μητέρα του κλονίζεται
ο Βερλαίν ρίχνει λεφτά & σφαίρες
πάνω στον Ρεμπώ –
Ο Ρεμπώ πηγαίνει στην αστυνομία
& κάνει εμφανή την αθωότητά του
πανόμοια με τη χλωμή αθωότητα
τού θεϊκού θηλυκού του Ιησού
– Ο κακόμοιρος ο Βερλαίν, τρώει 2 χρονάκια
στα σίδερα, αλλά θα μπορούσε να είχε φάει
ένα μαχαίρι στην καρδιά
Εκλάμψεις! Στουτγκάρδη!
Μελέτη Γλωσσών!
Ο Ρεμπώ πηγαίνει με τα πόδια
& ατενίζει μέσα από τα Αλπικά
περάσματα την Ιταλία, γυρεύοντας να βρει
τετράφυλλα τριφύλλια, λαγούς,
Βασίλεια των Πνευμάτων & μπροστά του
δε βρίσκει τίποτα παρεκτός τον παλιό
θάνατο τού ήλιου τού Καναλέττο
στα παλαιά κτήρια τής Βενετίας
– Ο Ρεμπώ σπουδάζει τη γλώσσα
– ακούει για τα Αλεγκάνια Όρη,
για το Μπρούκλιν, για τις τελευταίες
Ακτές τής Αμερικής –
Η αγγελική αδερφή του πεθαίνει –
Βιέννη! Ο Ρεμπώ κοιτάζει τα γλυκίσματα
& χαϊδεύει γέρικα σκυλιά! Ελπίζω!
Αυτός ο θεότρελος τυπάς κατατάσσεται
στον Ολλανδικό Στρατό
& κάνει πανιά για την Ιάβα
επικεφαλής τού στόλου
τα μεσάνυχτα
στην πλώρη, μόνος,
κανείς δεν ακούει την Προσταγή του
εκτός από κάθε ψάρι που λαμπυρίζει στη
θάλασσα – Ο Αύγουστος δεν είναι καλή
εποχή να μένει κανείς στην Ιάβα –
Βάζοντας πλώρη για την Αίγυπτο,
κολλάει και πάλι στην Ιταλία
έτσι ξαναγυρίζει στο σπίτι του
στη βαθιά πολυθρόνα
αλλά αμέσως ξαναφεύγει,
για την Κύπρο, να επιβλέπει
ένα πλήθος από εργάτες σε κάποιο λατομείο, –
πώς να έμοιαζε άραγε εκείνος ο ύστερος
Ρεμπώ; – Σκόνη απ’ τίς πέτρες
& μαυρισμένες ράχες & βήχας κοφτερός,
το όνειρο ανατέλλει στο Αφρικανικό
μυαλό τού Γάλλου, –
Οι ανάπηροι από τους τροπικούς είναι πάντοτε αγαπημένοι – Η Ερυθρά Θάλασσα
τον Ιούνιο, ο ρόχθος των ακτών
στην Αραβία – Το Χαράρ,
το Χαράρ, το μαγικό
εμπορείο – Το Άντεν, το Άντεν,
Νότια από τον τόπο των Βεδουίνων –
Το Ογκαντέν, το Ογκαντέν, εντελώς
άγνωστο – (Εντωμεταξύ
ο Βερλαίν κάθεται στο Παρίσι
πίνοντας κονιάκ και αναρωτιέται
πώς να μοιάζει τώρα ο Αρθούρος,
& πόσο άχαρα θα έγιναν πια τα φρύδια τους
γιατί τότε οι άνθρωποι πίστευαν
στην ομορφιά των φρυδιών) –
Ποιός σκοτίζεται; Τί στην ευχή
Γάλλοι είναι αυτοί; Ρεμπώ, χτύπησέ με
μ’ εκείνη την πέτρα στο κεφάλι!
Σοβαρός ο Ρεμπώ συντάσσει
κομψά & επιμελημένα άρθρα
για τις Εθνικές Γεωγραφικές
Εταιρίες, & ύστερα από πολέμους
προστάζει ένα Κορίτσι των Χαράρι
(Χα Χα!) πίσω
στην Αβησσυνία, & ήταν
ανήλικο, είχε μαύρα
μάτια, σαρκώδη χείλη, μαλλιά
σγουρά, & βυζιά σαν
από γυαλισμένο καστανό χρώμα
με ρώγες σα χάλκινες & μπούκλες
που χύνονταν στα μπράτσα της &
έσμιγε τα χέρια της στη μέση τής κοιλιάς της &
είχε ώμους τόσο φαρδιούς όσο και
ο Αρθούρος & αφτάκια μικρά
– Ένα κορίτσι που θα μπορούσε να είναι
από μια καλή κοινωνική τάξη, στην Μπρόντζβιλ –
Ο Ρεμπώ είχε γνωρίσει επίσης
μικροκαμωμένες απ’ τήν Πολυνησία
με μακριά μαλλιά που κυμάτιζαν &
με μικρά βυζάκια & μεγάλα πόδια
Τελικά ξεκινά
να εμπορεύεται παράνομα
όπλα στην Ταζούρα
τριγυρνώντας με καραβάνια, Τρελός,
με μια ζώνη γεμάτη χρυσάφι
γύρω απ’ τή μέση του –
Ώσπου τον γάμησε ο Βασιλιάς Μενελίκ!
Ο Σάχης τού Σόα!
Τί θόρυβο πρέπει να έκαναν αυτά τα ονόματα
μέσα σ’ εκείνο το θορυβώδες
Γαλλικό μυαλό!
Στο Κάιρο για το καλοκαίρι,
άνεμος τής πικρολεμονιάς
& φιλιά στο σκονισμένο άλσος
όπου τα κορίτσια κάθονται με το
σώμα τους διπλωμένο το σούρουπο
χωρίς να σκέφτονται τίποτα –
Το Χαράρ! Το Χαράρ!
Με φορείο ως τη Ζίλα
τον κουβαλούν ενώ αναστενάζει βαριά
τη μέρα που γεννήθηκε – το καράβι
γυρνά στο κάστρο από κιμωλία
Η Μασσαλία πιο θλιβερή από το
χρόνο, από τα όνειρά του,
πιο θλιβερή κι απ’ τά νερά της
– Καρκίνωμα, τον Ρεμπώ
τον καταβρόχθισε η αρρωστημένη λαχτάρα
να ζήσει μια έξαλλη ζωή – Ακρωτηριάζουν
το όμορφο πόδι του –
Πεθαίνει στην αγκαλιά
τής Αγίας Ιζαμπέλλας
τής αδελφής του
& πριν ανεβεί στον Ουρανό
στέλνει τα φράγκα του
στον Τζαμί, τον Τζαμί
το αγόρι απ’ τό Χαράρ
τον προσωπικό του υπηρέτη
8 χρόνια στην Αφρικανική
Κόλαση τού Γάλλου,
& όλα αυτά αθροίζοντάς τα
καταλήγουν στο τίποτα, όπως
ο Ντοστογιέφσκι, ο Μπετόβεν
ή ο Ντα Βίντσι –
Γι’ αυτό, ποιητές, αναπαυτείτε για λίγο
& βουλώστε το :
Ποτέ δε βγήκε τίποτα
από το τίποτα.
City Lights, 1960.
Jack Kerouac “Rimbaud” Arthur! to Paris without a ticket, Andre’ Gill was forerunner “Merde!” screams Rimbaud – Illuminations! Stuttgart! His angel sister dies – Serious Rimbaud composes Rimbaud also knew Finally he starts Cairo for the summer, Harar! Harar! Dostoevsky, Beethoven So, poets, rest awhile Jack Kerouac |