Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης | Ημερολόγιο Εγκλεισμού #27

Ἀδούλωτο Ἄλαμουτ

ΠΡΟΣΩΡΙΝΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑΝ ΑΕΝΑΗ ΕΡΩΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

 [μνήμη Ivan Chtcheglov, 16.01.1933 – 21.04.1998]

 

 Ποιός ξέρει ὅτι ὁ Pierre Levet ἦταν ὁ ἐκδότης τοῦ Francois Villon; 

Ποτὲ δὲν ἀπαγόρευσα στὰ ὄνειρα νὰ περάσουν τὸ κατώφλι τῆς πραγματικότητάς μου, καὶ νὰ ἐπηρεάσουν τὸν βίο καὶ τὴν ἱστορία μου. Πολλὰ ἀπὸ ὅσα μπόρεσα νὰ κάνω εἶχαν νὰ κάνουν μὲ κάποιο ὄνειρό μου. Ἔκανα λίγα, ἀλλὰ τὰ ἔκανα καλά, πάντα ἀκολουθῶντας τὴ φράση τοῦ Shakespeare, ῾῾Εἴμαστε ἀπ᾽ τῶν ενύπνιων πλασμένοι τὴν ὕλη᾽᾽.

Ἡ σιωπὴ ἔγινε, ἤδη ἀπὸ τὴν ἐφηβεία μου, ὁ ἀπόλυτος μυστικοσύμβουλός μου. Μίλησα πάντα γιὰ λιγότερα ἀπ᾽ ὅσα ἤξερα ἢ διασθανόμουν.

Ποιός ξέρει ὅτι πότε γεννήθηκε  καὶ πότε  πέθανε  ὁ Ivan Chtcheglov; 

 Ἴσως νὰ μὴν μοῦ συγχωρήσουν ποτὲ ὅτι ὑπῆρξα éminence grise.

 Δὲν μεταμελήθηκα ποτὲ γιὰ κάτι ποὺ ἔκανα, οὔτε στενοχωριέμαι γιὰ ὅσα δὲν πρόλαβα νὰ κάνω. Ἀνήκω, οἰκειοθελῶς, στὸ παρόν, καὶ τὸ παρὸν εἶναι λαβύρινθος καὶ σκακιέρα.

Δὲν ἐγκατέλειψα ποτὲ παρὰ μονάχα ὅσους εἶχαν ἤδη ἐγκαταλείψει τὸν ἑαυτό τους.

Πάντα ἔριχνα λάδι στὴ φωτιά τῆς αἰσιοδοξίας μου.

Ποιός ξέρει πόσοι μῆνες χωρίζουν τὴ δική μας Loveday ἀπὸ τὴν Bloonsday;

Ὁδοδείκτης μου ἦταν ἀνέκαθεν ἡ συγκίνηση, ἡ ποίηση τῶν δευτερολέπτων. Ὅ,τι δὲν μὲ συγκινοῦσε τὸ ἀντιμετώπιζα μὲ ἕναν ἀνελέτητο (καίτοι κεκαλυμμένο) κυνισμό. Τὸ χαμόγελό μου γινόταν ἡ χαριστικὴ βολὴ σὲ ὅ,τι ξαπόστελνα στὴ Λίμνη τῆς Λήθης.

Μόνιμη καὶ ἀκράδαντη ἡ ἀπόλυτη ἀλλεργία μου πρὸς τὰ ναρκωτικά & τὴν παράνοια.

Μόνιμη καὶ ἀκράδαντη ἡ ἀπόλυτη προσήλωσή μου στὴ διαλεκτικὴ & τὴ διαύγεια.

Πρίγκιψ καὶ Φτωχός.

῾᾽Φυγὰς θεόθεν καὶ ἀλήτης᾽᾽ / ῾῾Ἀλήτης ἐκατάντησα ἐν ταῖς ἀλλοδαπαῖς᾽᾽. Γιὰ τοῦτο καὶ ῾῾ούδεποτοπαδός᾽᾽. Γιὰ τοῦτο καὶ ἔπαιξα ὅλα τὰ ἄλογά μου στὴ Φιλία καὶ στὸν Ἔρωτα — σὰ νὰ λέμε στὴν Κυψέλη.

Ποιός ξέρει μὲ ποιό παράθεμα τοῦ Ἑγέλου περνᾶμε ἀπὸ τὴν προϊστορία στὴν ἱστορία τῆς ἀγἀπης;

Μὲ κοψοχολιάζει ὁ ἀριθμὸς τῶν πεθαμένων Φίλων μου. Λὲς κι εἶμαι καταραμένος νὰ χάνω αύτὲς καὶ αὐτοὺς ποὺ ἀγάπησα μὲς στὰ ἐρείπια μιᾶς ἐποχῆς.

Ἀποτελεῖ αἴνιγμα, γιὰ μένα τὸν ἴδιο, ἡ εύκολία μου νὰ ἐπιστρατεύω νέες Φίλες καὶ νέους Φίλους.

Ἡ γοητεία μου, διαπιστώνω, ἔγκειται στὸ ἁπλούστατο γεγονὸς ὅτι δὲν εἶμαι ἐπαγγελματίας γοητευτικός.

Μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ γιὰ μένα ὅτι, καίτοι φαινομενικὰ ἀνυπόμονος, κρατοῦσα πάντα τὸ καλύτερο γιὰ τὸ τέλος.

Μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ γιὰ μένα ὅτι πορεύτηκα πάντα μὲ ὁδοδεῖκτες τέσσερις πέντε φράσεις — ἄλλων.

Ποιός ξέρει γιατὶ πάντα περισσότερα δίναμε ἀπ᾽ ὅσα πέρναμε — καὶ γιατί;

Εύλογημένος (ἀπὸ ποιόν, διάβολε;) γιὰ τὸ πόσο ἀγάπησα, γιὰ τὸ πόσο μ᾽ ἀγάπησαν, γιὰ τὸ πόσο ἀγαπάω, γιὰ τὸ πόσο μ᾽ αγαπᾶνε, γιὰ τὸ πόσο σπουδαῖοι ἄνθρωποι εἶναι ὅσοι μὲ ἀγάπησαν καὶ ὅσοι μὲ ἀγαπᾶνε.

Ἀκόμη δὲν ἔχω άναλύσει ἐπαρκῶς τὶς φράσεις τοῦ Debord, ῾῾Ἔλεγαν ὅτι ἡ λήθη εἶναι τὸ κυρίαρχο πάθος τους᾽᾽ καὶ ῾῾Διατείνονταν ὅτι εἶναι ὁπαδοὶ τῆς λήθης᾽᾽.

Ποιός ξέρει πόσα ἦσαν τὰ μέλη τῆς Intarnatiolale Situationnniste καὶ τί ρόλο διαδραμάτισαν;

Ἐγὼ ξέρω.

Ἄραγε ἤμουν ἀπὸ ἔφηβος ἕνα έκκρεμὲς ἀνάμεσα στὸ sublime καὶ στὸ χθαμαλό;

Ναί, μπορῶ ἐπίσης νὰ πῶ: ῾῾Ἐν ἀγορᾶ κἄγώ τέθραμμαι᾽᾽. Καί: ῾῾Δαπανήθηκα στὶς λόχμες᾽᾽.

Ναί, μπορῶ ἐπίσης νὰ πῶ: ῾῾῾Η ζωὴ δὲν ἔχει πῶμα᾽᾽.

Ναί, μπορῶ ἐπίσης νὰ πῶ: “Jamais Plus Nous Ne Boirons Si Jeunes’’

Ναί, μπορῶ ἐπίσης νὰ πῶ: “Das Selbstbewußtsein erreicht seine Befriedigung nur in einem anderen Selbstbewußtsein.’’

῾᾽Πρόωρα γερασμένος ἀπ᾽ τὰ ὄργια᾽᾽ [Debord / La Véritable scission dans lInternationale] 

Τὸ νὰ αἰσθάνεσαι δεκαέξι στὰ ἐξῆντα δὲν εἶναι (μόνο) εὐλογία. Εἶναι ὁ καρπὸς τοῦ μόχθου μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς προσηλωμένης στὴν ποίηση καὶ στὴ συγκίνηση.

Ξημερώνει πάλι στὴν Κυψέλη. Ξημερώνει πάλι στὴ ζωή.

Γιῶργος-Ἴκαρος Μπαμπασάκης
Κυψέλη, 21 & 22.04.2020

 

Tips:

Ivan Chtcheglov: https://www.youtube.com/watch?v=5-DJ-W8IrHk

Guy Debord: https://www.youtube.com/watch?v=bDkLPyHp0Q0&t=177s

Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης (Απρίλιος 1960) είναι συγγραφέας και σιτυασιονιστής.