Προσευχή / Τα Δύο F της Ευτυχίας
Μεγάλε, Μέγιστε, Μεγαλοπαντοδύναμε,
Δώσε σ’ εκείνον τον χθαμαλό Χάμπερτ Χάμπερτ εκείνες τις λόλιποπ Λολίτες που λαχταρούσε τόσο, και στον Μπόρχες την όραση την πολύτιμη πάλι πρόσφερε, να δει τον ήλιο τη βροχή τον άνεμο τα βιβλία του όλα σ’ όλες τις εκδόσεις και τις γλώσσες όλες όλου του κόσμου
Δώσε ζωή ξανά έστω για δυο μερόνυχτα μοναχά στον Λόουρυ τον Μάλκολμ να πιει σλιβοβίτσα και ρακή και τσικουδιά και ν’ αποτρέψει κείνη την Jan Gabriel το τόσο αναξιοπρεπές και για την ίδια ατιμωτικό βιβλίο Inside the Volcano
Δώσε παρά πολύ παρά πάρα πολύ παρά σ’ εκείνο το χαμίνι το άθλιο το πάμφτωχο που ήμασταν στο Γυμνάσιο μαζί κι είχε φτιάξει μια κιθάρα με κόντρα πλακέ και πετονιά για τις χορδές, για ν’ αγοράσει ένα πιάνο με ουρά, τα Άπαντα Βινύλια του Glenn Gould και μιαν απαστράπτουσα Τζάγκουαρ στην πόλη του να γυρίσει θριαμβευτής και τροπαιούχος
Δώσε, Μέγιστε, και σ’ εμένα τη δυνατότητα στο Χρόνο να περιπλανηθώ και να βρεθώ στο ίδιο το τραπέζι με τον Lou Reed τον Μέγα Μακαρίτη, με τον Επαμεινώνδα Γονατά να πιω κρασί και για τις γάτες με τις ώρες να μιλήσουμε κι ύστερα να σουλατσάρουμε σε σοκάκια σκοτεινά μαζί και με τον Πάνο Χαραλάμπους και με τον Τάκη τον Κονδύλη
Δώσε, Μεγαλοπαντοδύναμε, άρτο και οίνο, κι ένα κρεβάτι άνετο, και ώρες πολλές και μέρες και βδομάδες δώσε, να ξαποστάσει και να δυναμώσει και να στανιάρει ο Βαγγέλης που εδώ στον Ένοικο, στην Καλλιδρομίου εδώ, τόσο ευσυνείδητα, έως και στοργικά, μας περιποιείται και μας χαμογελάει και το τι ακούει από μας δε λέγεται
Δώσε, δώσε, δώσε, και μην λησμονήσεις να δώσεις και να ξαναδώσεις, όσα τόσοι σου ζητάνε κι άλλα τόσα, κι ακόμα πιο πολλά, ζάλισέ τους με τη γενναιοδωρία Σου, τίναξέ τους τη μιζέρια και τη γκρίνια στον αέρα με τη Μεγαλοκαρδία Σου, στείλ’ τους, και τους ίδιους και τα Κυρελέησόν τους, στον αγύριστο με την Αδυσώπητη Ηδύτητά Σου.
Μεγάλε, Ύψιστε,
Όλοι εδώ εμείς, οι Θαμώνες, στον Ένοικο, στην Καλλιδρομίου, και αυτοί εκεί στην μπάρα, και εμείς εδώ στο τραπέζι, και όσοι τη Ζωγραφική διακονούν και οι άλλοι που με την πένα παλεύουν, και η Βίκυ που όμοια βασίλισσα στέργει να μας σερβίρει τα ποτά, και η Μάγδα που όταν τραγουδάει οι ουρανοί βουρκώνουν, και ο Βαγγέλης ο Οικοδεσπότης ο Άφταστος, και εκεί έξω στο Άμα Λάχει όσοι χλαπακιάζουνε μέρα που είναι, νύχτα που είναι, καλύτερα ας πω, και τα αθώα πλάσματα που έρχονται σιμά μας και σαν περάσει μισός ενιαυτός παύουν ολωσδιόλου τα υποκριτικά τα πάρε-δώσε με την τάχατες αθωότητα,
Ναι, Μεγάλε, Ύψιστε, δώσε μας, ημίν που λέμε, σήμερον, και αύριον, και μεθαύριον, σε όλους εμάς εδώ, που όλοι εδώ εμείς, οι Θαμώνες, στον Ένοικο, στην Καλλιδρομίου, Σε λατρεύουμε και Σε προσκυνούμε και Σε δοξάζουμε, δώσε, το λοιπόν, ημίν, άρτον και οίνον, δώσε και ουίσκυ υμίν, σκέτο και σάουρ και ιρλανδέζικο και ράι και μπέρμπον, δώσε και βότκες Πολωνίας και Σοβιετίας, δώσε και τζιν Αγγλίας, δώσε και τεκίλες από το Μέχικο, και μεσκάλ, δε λέμε όχι, ναι, δώκε, δώκε, δώκε και μεσκάλ, και ρετσίνες βάλε, και πιάσε και τίποτα ουζάκια Μυτιλήνης που αργότερα θα γίνουν μόδα και θα κάνουν θραύση,
Ύψιστε, κοίτα μας μια στάλα, δες μας, Σε εκλιπαρούμε, ρίξε μια ματιά, κόψε κίνηση κι από εδώ μεριά, σκατά, πες, κι αν τα κάναμε, ας πούμε στα προσωπικά μας, σ’ έρωτες και πάθη και μεταμεσονύκτιες τρέλες, πάντως δεν Σε παραμελήσαμε δεν Σ’ αρνηθήκαμε δεν Σε βλαστημήσαμε μήτε καν Σε κουράσαμε στιγμή, μόν’ πάντα μα πάντα σ’ Εσέ προσευχόμασταν και εξακολουθούμε να προσευχόμαστε μες στης καρδιάς τον πλατυσμό,
Τόσο Μακρινέ, μα και τόσο Κοντινέ, Εσύ, ξέρεις ότι είμαστε εδώ για Σε, ότι κάθε γουλιά μας σ’ Εσέ είν’ αφιερωμένη, κάθε τραγούδι και κάθε ποίημα και κάθε ζωγραφιά φέρει και το δικό Σου χνάρι, κάθε ποτηριών μας τσούγκρισμα είναι και προσευχή,
Θεέ, Υπέρτατε, Πελώριε, Θεόρατε,
Πλησίον μας Σε αισθανόμαστε, εδώ, στο τραπεζάκι μας, οι Έξι εμείς, όπως μας λένε, κι εκεί, στην μπάρα, ο Τάσος ο ζωγράφος και οι δύο μυστήριοι, ο Λάμπρος, αν ακούσαμε καλά ότι τον λένε, κι ο Οδυσσέας, κι ο αναπάντεχος που ήρθε και τους τα έψαλλε κι έλεγε μια για τον έναν Μαρσέλ, μια για τον άλλον, μια για τον Μαρσέλ τον Προυστ, και μια για τον Μαρσέλ Ντυσάν,
Ύψιστε, θέλω να το πω και να το ακούσει ο κόσμος όλος,
Και μόνο το ότι θαυματούργησες και κάποιος έφτιαξε το όνομα, το ανυπέρβλητο, το όνομα-μουσική, το όνομα-άσμα, το όνομα-έργο: Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι, είναι λόγος να προσευχόμαστε μέρα και νύχτα, και να δοξάζουμε το όνομά Σου,
Πλάστη, Θεέ, και Κύριε,
Καλά κι ωραία τη βγάλαμε και τούτη την Ανάσταση, να ’ναι καλά ο Βαγγέλης, κι ας είναι ευλογημένο το όνομά Σου!
Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης (Απρίλιος 1960) είναι συγγραφέας και σιτυασιονιστής.