Γιώργος Καφετζής | Κουρασμένα Άνθη

© Johan Hagemeye

Θα πεθάνουμε και δεν θα έχουμε αγγίξει τον ήλιο.
Θα ζούμε αιωνίως με φωτογραφίες πανσελήνου.

Φέτος το καλοκαίρι νιώθω πως οι πλάκες, οι πέτρες και τα μάρμαρα δεν σταματούν να τσουρουφλάνε ούτε και τα μεσάνυχτα. Εν τω βάθει πυρκαγιές σε σώματα πασαλειμμένα με αντηλιακό και λάδια. Χαδιών υποκατάστατα, μα εσύ δεν είσαι πια εδώ. Πού είσαι;

Σιχαίνομαι κάθε είδους ζέστη. Από πυρέξ γάστρες έως απότιστες, ξεθωριασμένες εξ εκθέσεως στον ήλιο γλάστρες. Άνθρωποι φαντασιώνονται ζωή λουλουδιών φυτεμένοι σε μπαλκόνια συνοικιών του πενήντα εφτά, μόνο έτσι συνεχίζουν και υπάρχουν. Οι άνθρωποι, τα λουλούδια και οι συνοικίες. Και αφού δεν είσαι ποτέ εδώ, φαντασιώνομαι πως είμαι χειμωνανθός. Όχι σαν του Γιάννη, του γείτονα από απέναντι, μα χειμωνανθός κανονικός, ολάνθιστος, ομοιάζων φωτεινό αν και έκπτωτο αστεράκι. Ξέρεις, ο Γιάννης πάει τρεις μέρες που πήδηξε από τον έκτο και οι καημένοι κοντεύουν να μαραθούν. Τους βλέπω από το μπαλκόνι μου και με πιάνει ένα άγχος, δεν μπορώ να κοιμηθώ. Δεν είναι ζωή αυτή. Πότε θα έρθεις να πιούμε έναν καφέ και να κοιμηθούμε μαζί; Και μετά φεύγεις ξανά για πάντα αν αυτό είναι που θέλεις.

Χειμωνανθός εστί ενσάρκωση χιονονιφάδας. Έχεις ακούσει ποτέ νιφάδες να μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό; Το ίδιο ισχύει και για τους χειμωνανθούς, καθείς έχει μοναδική μυρωδιά. Μπορεί να μη γυρίστηκε για αυτούς ταινία το ογδόντα έξι, αλλά ο μύθος λέει πως αν μυρίσεις μία φορά χειμωνανθό σου αποκαλύπτεται όλος ο κόσμος. Ίσως είναι τόσο έντονη η εμπειρία που σε οδηγεί να πέσεις από τον έκτο. Ήθελα να ρωτήσω μια μέρα τον Γιάννη αλλά να που δεν πρόλαβα. Ποτέ κανέναν σας δεν προλαβαίνω. Και ήδη μεσημεριάζει, και ζέχνει η τσιμεντούπολη καύσιμο και ιδρώτα. Παλιά ο κόσμος διάβαζε εφημερίδα και τώρα με το ιντερνέτ με τι να κάνεις αέρα; Έχει χαθεί η όποια αξιοπρέπεια.

Την βγάζω με παγάκια. Κάθε μέρα γεμίζω εννιά φορές και τις εικοσιτέσσερις θήκες της παγοθήκης. Οκτώ σειρές των τριών ή τρεις σειρές των οκτώ, εξαρτάται από πού το κοιτάς. Σε κάθε περίπτωση, εννιά φορές και τις εικοσιτέσσερις. Επί του συνόλου, διακόσια δέκα έξι.

Μου αρέσει να τα κατατάσσω και αυτά, όπως και τους ανθρώπους. Παγάκια για άγγιγμα, παγάκια για πιπίλισμα, παγάκια για να παίξω βόλους ξαπλωμένος στο πάτωμα όπως όταν ήμουν μικρός και με μάλωνε η συχωρεμένη η μητέρα μου για τη φασαρία και τις ζημιές. Παγάκια για απόπειρα ποτίσματος των απέναντι διψασμένων χειμωνανθών στην απίθανη περίπτωση δεξιοτεχνικής βολής. Όπως ίσως θυμάσαι, ήμουν πάντοτε άγαρμπος. Κάποια απογεύματα σαν το σημερινό, μεταξύ της έκτης και της έβδομης παγοθήκης, λίγο μετά τη λήξη της ώρας κοινής ησυχίας, μετά το τέλος και της τελευταίας παταγωδώς αποτυχημένης βολής σκέφτομαι πως ίσως για αυτό έφυγες.

Τα αγαπημένα μου παγάκια, τα πιο προσεκτικά επιλεγμένα από τα διακόσια δεκαέξι των εννιά επί είκοσι τέσσερα θηκών παγοθηκών είναι αυτά που τα βάζω μπροστά μου πάνω στο πλαστικό τραπέζι που μου άφησε ο παππούς μου. Γιατί μη γελιέσαι, σου έχω επανειλημμένα πει πως όλα τα παγάκια δεν είναι ίδια. Ένα ένα τα παρατάσσω σε καθορισμένες, μνημονικές πλέον θέσεις. Έχω μάθει διαισθητικά να αποφεύγω τις επί τραπεζίου βρομιές – σημάδια του χρόνου που δε σβήνονται με ό,τι κι όσο κι αν τα τρίψω. Κάθομαι σιωπηλός, ακουμπώντας το πιγούνι μου στο τραπέζι και τα κοιτάζω με βλέμμα ολόδικό τους, κάπως όπως κοίταζα για πολλά χρόνια εσένα. Δεν θέλω να χάσω ούτε ένα πλάνο αυτής της δοξολογίας προς το εφήμερο. Νιώθω πως είμαι σε ηλικία που δεν μπορώ να μου επιτρέψω να χάσω. Ούτε πλάνο. Ξέρεις οι χειμωνανθοί και οι χιονονιφάδες και οι άνθρωποι είναι κι αυτοί εφήμεροι, μα απρόβλεπτα και μη επαναλήψιμα. Δεν σου επιτρέπουν και μήτε προλαβαίνεις να συλλογιστείς.

Έχει από ώρα βραδιάσει και μπροστά μου λιώνει περήφανο, σαν εύζωνος μερικές ώρες πριν μερικά χιλιόμετρα παρακάτω, δηλαδή αν στρίψεις στο τέλος του δρόμου μου δεξιά και μετά το πάρεις όλο ευθεία, το τελευταίο παγάκι που διάλεξα συλλογιστικά να λιώσει για απόψε. Άλλα δύο, περίσσευμα μιας ακόμα άδοξης ημέρας, μιας ακόμα ημέρας στον πάγο, άλλα δύο λοιπόν κολυμπούν αδιάφορα και μεθυσμένα μέσα στο κονιάκ. Κονιάκ καλοκαιριάτικα και μπύρες χειμωνιάτικα. Από τότε. Τα παγάκια για αποποίηση ευθυνών, λιώνοντας ξεπλένουν τύψεις και ενοχές. Σκέψεις. Κούραση. Βέβαια, κάποια στιγμή εξατμίζεται η λιμνούλα, και οι βρομιές του τραπεζιού, πλαστικού τραπεζιού που μου άφησε ο παππούς μου, οι βρομιές, είναι ακόμα εκεί. Κάθε βράδυ τα τελευταία αγνώστου προσδιορισμού χρόνια. Κάθε βράδυ εκεί, από τότε που θυμάμαι τις ανάγκες για εξόδους, κουίτινγκ που λένε οι Εγγλέζοι.

Μονάχα ένα βράδυ τίποτα δε συνέβη. Ούτε καν εσύ. Το βράδυ εκείνης της πρωτοχρονιάς, της πρωτοχρονιάς που έπεφτε Δευτέρα, της πρωτοχρονιάς που έπεφτε πανσέληνος. Το μόνο βράδυ που παραδόξως κανείς δεν σεληνιάστηκε. Το νέο κύμα έσκαγε πάνω μας δυνατά και αναδρομικά, μα κάποιοι το θεωρούσαν καταθλιπτικό. Χαμογέλασα, ποιος ξέρει και ποιος θυμάται γιατί. Σημασία έχει μόνο ότι χαμογέλασα. Έβγαλα το καπέλο μου, το ακούμπησα στο μπαρ, και χαιρέτησα.

Ο κόσμος μου είχε γεμίσει ολάνθιστους χειμωνανθούς. Τι υπέροχα που μύριζαν!

* * *


Ο Γιώργος Καφετζής γεννήθηκε και μεγάλωσε επιεικώς. Αρνούμενος πεισματικά εις εαυτόν να αγγαρεύει λέξεις για τις απαραίτητες συστάσεις, συνήθως εκθέτει το περιορισμένο του βίου του με εκτενή αναφορά στις ραδιοφωνικές του εκπομπές και τις νευροεπιστήμες.