11 Απριλίου
Μέρα Δέκατη Έβδομη
Πόσα μπορεί να χωρέσει ένα 24ωρο;
Ο Θεός, που ανακάτεψε την πίκρα με την γλύκα, κρέμεται στον τοίχο αβοήθητος, κι άσχημα ζωγραφισμένος.
Κάνουμε ασκήσεις στο σπίτι πάνω στο θέμα των αγγέλων.
Όλη μέρα χτες τραγουδούσα το ‘Guinnevere’
Guinnevere had green eyes
Like yours m’lady
Like yours
She’d walk down
Through the Garden
In the morning after it rained
Γελάω σκεπτόμενος την ιστορία του David Crosby, την πρώτη φορά που είδε, ζωντανά, τον John Coltrane. Του πήρε τα μυαλά.
Την απόσταση, από το σπίτι, μέχρι το σπίτι του Ίκαρου, την φαντάζομαι, σαν ένα δάσος με βατόμουρα.
Κάποια στιγμή, χθες, μες στο καταμεσήμερο, βάζω το ‘I’m Not In Love’, των 10cc. Αυτό το ηλεκτρικό Fender Rhodes πιάνο, και αυτή η μπασογαμμή, που παίζεται από ένα Moog συνθεσάιζερ, αναδύουν μνήμες εφηβικών σκιρτημάτων.
Ο Ίκαρος, έχει βγεί για τσιγάρα, και στην επιστροφή, ακούει, μέσα σ’ αυτή την απόλυτη ησυχία, από το μπαλκόνι του, το κομμάτι. Και ξαφνικά, στάζει γλύκα η ψυχή του.
Και τότε, θυμήθηκα, εκείνο το κορίτσι, στο παλαιοβιβλιοπωλείο. Εγώ, κρατώντας το ‘Χαμένο Σαββατοκύριακο’, στα χέρια, από την μετάφραση του Ίκαρου, το συγκεκριμένο κομμάτι να παίζει δυνατά, το κορίτσι καθισμένο σ’ ένα σκαμνί, σαν τον πίνακα του Γύζη ‘η αποστήθιση’, να έχει πιάσει τα άπαντα του Λειβαδίτη, να διαβάζει ένα τυχαίο ποίημα, και να κλαίει.
Σαν ένας χαμένος 20αρης Ρεμπώ, κοίταζα, και το μόνο πράγμα που μ’ ενδιαφέρε, ήταν το αν θα έβρισκα τον χαμένο μεταλλεργάτη, τον ξυλουργό της τσέπης και γενικά, όλα τα εγχειρίδια, για το πώς ψήνουν τούβλα και λιώνουν γυαλί, για εξορύξεις ορυκτών, συγκολλήσεις μετάλλων.
Είχα πεθάνει, και δεν το ήξερα. Τελικά έζησα και μαζί μου ζεί και αυτή η εικόνα, πλέον, ως μνημονευόμενη επιστολή.
Είπα στην μητέρα μου, ότι δεν είμαι θαυματοποιός.
Αλλά, αυτή καταλαβαίνει και συγχωρεί τον γιό της.
Με τον Ίκαρο είμαστε σαν μαθητές. Σαν παιδιά, που θέλουν να αλλάξουν το νερό σε κρασί.
Ανασταίνουμε τους νεκρούς μέσα από τις κουβέντες και τους έχουμε σαν νυχτοβάτες να βαδίζουν πάνω στις θάλασσες.
Χρίστος, Χρήστος, Γιώργος, Νίκος, Νικόλας, Ηλίας, Κωστής, Σταύρος, Θάνος, Θάνος
Όμως, πείτε μου, ένας τριαντάρης και ένας εξηντάρης Ρεμπώ, τί βιβλία θέλει να πάρει;
Που έχει να πάει;
Τι έχει να κάψει και τί να εγκαταλείψει;
Τραγουδήσαμε παλιές Ιρλανδέζικες μπαλάντες, νιώσαμε ανεπρόκοποι, γελάσαμε με τον Keith Moon, τον Oliver Reed, τον Ken Russell, με τον Άγγλο Π.Ε. Δημητριάδη, γελάσαμε, με αυτούς που δεν θα γίνουν ποτέ Παναγίες με ψάρια, Τορανινα Εχμπατομβια, ευνουχισμένοι σημαιοφόροι της Τρίτης Άνοιξης, βορειοανατολικές παλάμες, πλοκάμια της Αλταμίρας, ήλιοι του Κορινθιακού, πέτρες του μεσημεριού. Γελάσαμε.
Γυρίζοντας πίσω το βράδυ.
Σε σκέφτηκα.
Και σκέφτηκα εκείνο το μαγικό φωτάκι, που μου είχε δώσει κάποτε ο Arthur Brown.
Το δικό μου ήταν μεγάλο, και το δικό του πολύ πιο μικρό.
Αργότερα, κατάλαβα, ότι με τον τρόπο του αυτό, ο Arthur, μου είπε, ότι η νιότη είναι ένα ύφασμα που δεν βαστά.
Γι’ αυτό και έπρεπε και πρέπει να την ζήσω.
Να ρουφήξω μεγάλες γουλιές διάστημα.
Έφυγε και ο Περικλής χθες.
Τον Κοροβέση, όποτε τον σκέφτομαι, και τώρα που έφυγε, θα σκέφτομαι αυτή την ανάσα. Ο τρόπος που ανάσαινε.
Αυτό το ‘Αχ’, που δεν συγκρίνεται με τίποτα άλλο. Είναι η ανθρώπινη κραυγή.
Και αυτές οι συζητήσεις στην Καρύτση, στον Μωβ Σκίουρο, στον Ηρακλή, με τον Κωστή, τον Σπύρο, την Χριστίνα, τον Αντώνη.
Οι δύο όψεις του νομίσματος δεν χωρίζουν.
Ο ανήφορος και ο κατήφορος, ανήκουν στον ίδιο δρόμο, λέει, ο Ηράκλειτος.
Ας μην φοβόμαστε μην μας πάρει ο κατήφορος.
Όταν τα σπίτια μας βρίσκονται στο τέλος μιας ανηφόρας, βρίσκονται στην αρχή μιας κατηφόρας, όταν βγαίνουμε απ’ αυτά.
Και βέβαια, δεν γίνεται μόνο να μπαίνουμε ή μόνο να βγαίνουνε από τα σπίτια μας.
*Ο Αντρέας Μαντάς είναι Ηθοποιός και Καταστασιακός.