Χειμώνας 1999. Βλέπω (ξανά και για πολλοστή φορά το Stalker). Φοράω μακρύ μαύρο παλτό. Περπατάω κάμποση ώρα, φτάνω στο Au Revoir, κάθομαι στην μπάρα, μιλάω με τον κύριο Λύσανδρο. Δίπλα μου κάθεται ένας βέρος κυψελιώτης ευπατρίδης, εβδομηντάρης, ντυμένος στην πένα. Πίνει το ουίσκι των παλαιών: ποτήρι σωλήνας, τίγκα στα παγάκια, και από πάνω, ίσαμε το χείλος, νερό. Συζητάμε. Μου λέει ότι κάποτε του είπαν ότι πρέπει να κάνει εγχείρηση στο Λονδίνο, αλλιώς κινδυνεύει να πάει από καρδιά. Πηγαίνει στο Λονδίνο, κάνει τα απαραίτητα χαρτιά, την επομένη θα μπει στο νοσοκομείο για την εγχείρηση. Λέει, ας πιω ένα τελευταίο, και χώνεται σε μιαν ακραιφνώς λονδρέζικη pub. Δύο εικοσιτετράωρα μετά, βρίσκεται πάλι στην Αθήνα, στην Κυψέλη, και συνειδητοποιεί, από τη βαλίτσα και τα πράγματά του, ότι είχε πάει στο Λονδίνο. Θυμάται ότι μέθυσε (ως συνήθως), αλλά δεν θυμάται για ποιο λόγο είχε πάει στο Λονδίνο. Για κάποια γυναίκα; Για δουλειά; Αδύνατον να θυμηθεί. Πηγαίνει στο Au Revoir, κι εκεί θυμάται ξαφνικά ότι επρόκειτο να κάνει την εγχείρηση. Μου λέει ότι δεν την έκανε ποτέ, ότι συνέχισε να πίνει (λίγο πιο μετρημένα) και ότι τα χρόνια που μεσολάβησαν δεν τον ενόχλησε ξανά η καρδιά του. Επίσης, ότι δεν ξαναπήγε σε γιατρό. Το Μυθιστορημα είναι η Κλινική των Υγειών.
Καλοκαίρι 2019. Στη Φωκίωνος, στο μπαρ Toll, του αειθαλούς φίλου μου Πάνου Πετρόπουλου. Του λέω την ιστορία με τον ευπατρίδη και το Λονδίνο. Σκάει στα γέλια. Μου λέει, ῾῾Αυτός είναι ο Καλμόλ!᾽᾽ Ο Καλμόλ; Ποιος Καλμόλ; Και ο Πάνος προβαίνει στην εξής εξωφρενικά εξαίσια εξιστόρηση: ο εν λόγω ευπατρίδης είναι μέγκλα/μεγαλείο. Απίθανος γλεντζές. Λατρεύει τον μέγιστο Γιάννη Παπαϊωάννου. Τρώει ασμένως την περιουσία του στα μπουζούκια, πιάνει φιλία με τον μέγιστο Γιάννη Παπαϊωάννου. Χαράματα κόβουν βόλτες, ο ευπατρίδης και ο μέγιστος Γιάννης Παπαϊωάννου. Του λέει, του Καλμόλ, ο μέγιστος Γιάννης Παπαϊωάννου, ῾῾Το μόνο που θα ᾽θελα είναι να βγαίνω στη θάλασσα να ψαρεύω᾽᾽. Και ο μέγκλα/μεγαλείο ευπατρίδης, ο φαρμακοβιομήχανος, παρακαλώ, Βασίλης Νικολαΐδης, γνωστός ως Καλμόλ, καθότι παρασκευαστής του παυσίπονου Καλμόλ, αγοράζει ένα καΐκι και το δωρίζει στον μέγιστο Γιάννη Παπαϊωάννου. Αργότερα, στενεμένος οικονομικά, ο μέγιστος Γιάννης Παπαϊωάννου πουλάει το καΐκι, αγοράζει μια βάρκα, την ονομάζει, προς τιμήν του Νικολαΐδη, ῾῾Καλμόλ᾽᾽.
Άνοιξη 2020. Κοσμοσυρροή εν μέσω εγκλεισμού. Καθ᾽ οδόν προς τα Εξάρχεια για ανταλλαγή αιχμαλώτων και potlatch, ακούω μια φωνή, ῾῾Ίκαρε, θα πεθάνεις στο βάδισμα, σαν τον Τράβις στο Παρίσι/Τέξας᾽᾽. Είναι ο φίλος φωτογράφος Λευτέρης Μ. στο αμάξι του, και δίπλα η επίσης φίλη & φωτογράφος Κυριακή Ντ. — συχνάζαμε στο Ουζομαυσωλείον Καπετάν Μιχάλης. Ανταλλάσσουμε αβρότητες & εξυπνάδες. Αργότερα, συναντώ τη φίλη εικαστικό Αθηνά Ι., πάμε βόλτα με τη Λίκη. Φτάνουμε στου Κώστα Τσ. & της Ευφροσύνης Μ. το υπέροχο ενδιαίτημα/εργαστήριο. Πετυχαίνουμε τον Ταξίαρχο της Εικαστικής Περφόρμανς Φίλιππο Τσ. Μετά, ψυχεδέλεια & τσίπουρα, συζήτηση, βιβλία, ποίηση. Φωτογραφίζω τη φωτογραφία του μέγιστου Γιάννη Παπαϊωάννου με την καρδερίνα. Επιστροφή στο Άλαμουτ με την Αθηνά. Enter Μαντάς. Exit Ghost. Ο Αντρέας φέρνει καλούδια (κριθαράκι, πατάτες, φρυγανιές, νουντλς με γαρίδες). Πάλι: ψυχεδέλεια & τσίπουρα. Η Αθηνά αρχίζει να ζωγραφίζει ένα έργο σε συνέχειες. Στο πικάπ οργιάζουν οι Vanilla Fudge και οι Iron Butterfly. Η ζωή μας έχει γίνει μια κοσμοβριθής έρημος, όπως το Παρίσι στην Traviata (τραβιάτε με κι ας κλαίω, λέγαμε όταν τρέχαμε, το 2003, στις όπερες με την Σεσίλ Μ.). Η ζωή μας έχει γίνει το μοναχικό πλήθος του David Riesman. Η ζωή μας, κυρίως & πρωτίστως έχει γίνει Interstellar Overdrive. Επικοινωνία & κουράγια & ευχές με την Μαρκέλλα Κ. Επικοινωνία & ευλογίες & καταστασιακή λαϊκή ελίτ με την Miss Janet. Ο μέγιστος Γιάννης Παπαϊωάννου τραγουδάει, ῾῾Βαδίζω και παραμιλώ᾽᾽. Σουρεάλα αυτοβιολογία ο στίχος ῾῾Χωρίσαμε και έχω βρει ο δόλιος τη χαρά μου᾽᾽. Η Λίκη χαμογελάει — ναι, χαμογελάνε τα σκυλιά. ῾῾Μην κλαις και μην οδύρεσαι / Και γνώμη δεν αλλάζω᾽᾽. Όσα Είπαμε Παλιά Ισχύουν, μου θυμίζει ο Τζώννυ Στράικ ότι έγραψε ο Μάρκος Μέσκος. Είμαστε, μες στα ερείπια μιας εποχής, οι sniper που λατρεύουν το Εφήμερο. ῾῾Έλεγαν ότι η λήθη είναι το κυρίαρχο πάθος τους᾽᾽, θυμάται ο Guy Debord στην ταινία Sur le passage de quelques personnes à travers une assez courte unité de temps [1959]. ῾῾Έστησ᾽ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη᾽᾽, ψάλλει ο Σολωμός, χαράματα, στην οδό Σύρου. Βγαίνω στο μπαλκονάκι, ποτίζω την καλαγχόη, καπνίζω ένα εωθινό τσιγάρο. Ξημερώνει στην Κυψέλη. Πάντα θα ξημερώνει στην Κυψέλη.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Κυψέλη, 07.04.2020
Tips:
Vanilla Fudge/Keep Me Hangin On: https://www.youtube.com/watch?v=cft60HYb7Fs
Γιάννης Παπαΐωάννου / Βαδίζω & Παραμιλώ: https://www.youtube.com/watch?v=fO_bxu4SKlQ
Guy Debord / 1959: https://www.youtube.com/watch?v=mHLrzhk745c
Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης (Απρίλιος 1960) είναι συγγραφέας και σιτυασιονιστής.