Στη ρουφηξιά οι παρειές του βαθούλωναν χαράσσοντας στο πρόσωπο το περίγραμμα των οστών. Στην εκπνοή ο καπνός έπαιρνε το χρώμα της γενειάδας του. Από το γκρίζο ξεχώριζαν μόνο η καύτρα του τσιγάρου κι ένα βλέμμα απλανές να κοιτά το παράθυρο σα σινεμά ρετρό. Έβλεπε το δρόμο απέναντι και το πάρκο με τα παιδιά να παίζουν μπάλα· εικόνα τόσο ίδια μ’ αυτή απ’ το σπίτι του. Μα και τόσο αλλιώτικη, αφού δεν ήταν ο δικός του δρόμος, το δικό του πάρκο, τα δικά του παιδιά να παίζουν μπάλα. Καθώς σκεφτότανε, μάκραινε η στάχτη στο τσιγάρο λιγοστεύοντάς το. Μέχρι που ξεκόλλησε αφήνοντας τη γόπα στα χείλη του ορφανή. Πέφτοντας στο κενό η στάχτη, ένας βόμβος ακούστηκε και, σκάζοντας στο πάτωμα, μία βροντή· ήταν ήχοι σε μια συχνότητα που μόνο αυτός έπιανε, ενώ στ’ αφτιά των ντόπιων δε φτάνανε ποτέ· έρχονταν από μακριά, πέρα απ’ τη θάλασσα, κι αυτός, όχι εκείνοι, την είχε διασχίσει παίρνοντάς τους μαζί του. Και τώρα το πάρκο των παιδιών, ο δρόμος και η χυμένη χάμω στάχτη συναντιούνταν ενωμένα και ομοούσια σε μια αδιαίρετη μάζα· εις τους αιώνας των αιώνων, χωρίς επιστροφή.
***
Ο Αργύρης Κόσκορος γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Μαρούσι. Εργάζεται ως βιβλιοθηκονόμος και είναι μέλος της ομάδας δημιουργικής γραφής «Αγέρι Γραφής» του Δ.Κ.Σ.Μ.Ρ.