Ο παγερός όγκος του παλατιού απόγονων πολεμιστών πέφτει ικέτης. Σύγκορμος γονατίζει στην αμάραντη ομορφιά της Κατάη που κείτεται στο ήρεμο χώμα. Ριγμένο άσπρο πέταλο του τριαντάφυλλου που πενθεί τον αποχωρισμό από το αγκάθι. Προσκυνά τα πάθη των μαχών , έρπει την ομορφιά σφυρίζοντας τις επιθυμίες του απόβραδου. Στεφανωμένος ο ήλιος λοξεύει με το σπαθί τις αχτίνες του στις ηττημένες του δόξες. Δέρμα φιδιού που αλλάζει στην ειμαρμένη γύμνια των λευκών της ποδιών. Χιονισμένο ρόδο που φέγγει στο σκαμμένο υγρό τάφο που διέρχονται οι κρυφές κοίτες των ποταμών και ταξιδεύουν οι ρίζες. Αψίδες και λίθοι χτίζουν το σινικό τείχος στις αχανείς εκτάσεις που κουβαλούν οι σωτήριες μνήμες από την ανατολή. Αειθαλείς καμήλες της ερήμου στέκονται συνάμα με τους σκεπτικούς μάγους που συγκαλούν το συμβούλιο των θεών μπροστά στην γέννηση του ηλιοφιλήματος. Οι στρατιώτες υπακούουν στο κέλευσμα της νύχτας και τα άλογα αλυχτούν την ασήκωτη σιωπή, παραδίδουν τα αιμάτινους πυρσούς του πόλεμου στα αγάλματα της ειρήνης που στέκονται στο σύθαμπο του φωτός, περιγράμματα λευκά που θυμίζουν πουλιά. Οι οπτασίες γίνονται μετανοημένες σκιές στο φτερωτό σώμα της σοφίας που εισέρχεται μυστικά από τις κερήθρες των πύργων που είναι σκαλωμένες στην μυστική γέφυρα και οδηγεί στον εσωτερικό παλμό της καρδιάς των ανακτόρων. Ένα ξαφνικό σύννεφο σκόνης απλώνεται από τα πέταλα των ακέφαλων ιππέων και κάπως έτσι σβήνονται οι ματιές , από την λάμψη που έχουν τα δόρατα. Το παλάτι φλέγεται σύγκορμο παγώνει το υδάτινο μελάνι που ρέει στο σκιώδες κέλυφος. Καυτή λάβα που χύνεται επάνω στον μακρύ χιτώνα της Κατάη. Δραπετεύουν οι στιγμές σαν στάλες που πέφτουν από τα μαύρα της μάτια. Εκεί γεννιέται ο ουρανός, η νέα αναλαμπή που βαυκαλίζει τόση σιωπή και σιγοφέγγει το άθυρμα των γυμνών μεδουσών. Κλείνει η πόρτα και θωρακίζεται η μνήμη στην οπή της κλειδωνιάς. Η ηλιόλουστη στιγμή κάποτε ξεσηκώνεται να φύγει. Στην σκιά των χορών νεκρώνει το απέθαντο σκοτάδι. Στην ακροβασία της νυχτερίδας επάνω στην θαλάσσια μπροσούρα βρίσκεται ο βωμός. Θυσιάζει τον πόνο της στο πλάτωμα αυτό βγαίνει γυμνή η Κατάη και χορεύει τους ύμνους της λησμονιάς. Μεθούν μαζί της οι οδύνες που σβήνουν με ανόθευτο κρασί στο λεπτό σώμα. Οι γλάροι γίνονται οι ελπίδες πάνω στους άγριους βράχους. Στις αφανείς πολεμίστρες των κυματισμένων αψίδων της σοφίας η γλαύκα μαντεύει το ξημέρωμα.
◊
Ο Νικόλαος Κοντουδιός γεννήθηκε στην Ρόδο στις 24 Ιουνίου 1975. Aποφοίτησε από το Καζούλειο Λύκειο το 1993. Σπούδασε στην Αθήνα Οπτική Επικοινωνία και εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα στον κυριακάτικο τύπο στο τμήμα σελιδοποίησης και σχεδίασης. Ακολούθως παρακολούθησε επιτυχώς τους ολοκληρωμένους κύκλους μαθημάτων MOOCS. «Αρχαία Ελληνική φιλοσοφία από τον θαλή στον Αριστοτέλη» και «Αριστοτελική Ηθική» και «Πλάτων» στο Ιδρύμα Σταυρός Νιάρχος (Mathesis). Τα πιστοποιημένα προγράμματα στην «Ηθική Φιλοσοφία και Βιοηθική», «Ιστορίας της Φιλοσοφίας και Φιλοσοφία των επιστημών» και τον κύκλο βιωματικού σεμινάριου «Δημιουργικής Γραφής και Αυτογνωσίας» του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και δύο αντίστοιχα σεμινάρια ακόμη δημιουργικής γραφής του Διεθνούς Κέντρου Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου. Δημοσίευσε το 2017 την πρώτη του ποιητική συλλογή «έξω χρόνος – Τime out» σε ηλεκτρονική μορφή στην διεθνή πλατφόρμα της ‘Joomag’. Έχει γράψει το διήγημα «Αναμμένα Μαγκάλια» το οποίο διακρίθηκε με το Α΄ βραβείο στον σχετικό διαγωνισμό και συμπεριλαμβάνεται στο ανθολόγιο διηγημάτων Ρόδος «Ιστορίες του τόπου μας» από τις εκδόσεις iwrite. Τα τελευταία τρία χρόνια είναι ενεργό μέλος της ομάδας της δημιουργικής γραφής «Αγέρι Γραφής» του Διεθνούς Κέντρου Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου. Στο εργαστήριο του δημιουργεί ταυτόχρονα εικαστικές συνθέσεις γλυπτικής και χειροτεχνίας. Zει και εργάζεται μόνιμα στη Ρόδο.