Δίψασε η ψυχή μου
για τη θωριά μιας αλυσοδεμένης μάγισσας
που πετά με την επιθυμία της ελευθερίας
μα δεσμά από πετροπέρδικες των βράχων
σκορπούν τα χέρια και τα πόδια της
ξανά στο χώμα
Εγώ γελώντας την τραβώ προς το μέρος μου
με το ραβδί που της κλέβω
στην ανήμπορη ζωή της
σαν απόγονος του Γύγη
σα θηρευτής
να απολαύσω το ρόδο του αίματος
χωρίς να λογοδοτήσω
Κι ύστερα κορώνα – γράμματα
αποφασίζω την τύχη της
μα πρώτα βρίσκει αντάλλαγμα να μου δώσει
τα παραμύθια όλου του κόσμου
στην ποδιά μου σαν ώριμα μήλα
να γεύομαι ένα και να γίνομαι
πριγκίπισσα, γύπας ή φτερό
δροσοσταλίδα, νάνος και νεράιδα
τραγούδι ή ποίημα και ποτάμι
Η πίστη μου ριζώνει πάνω
στην ανάγκη της ευτυχίας και
έτσι άμαθη, σα παιδί
την ελευθερώνω
καθώς με αποχαιρετά γελώντας
κακόμορφη τύχη άτυχη
καλπάζοντας πάνω στο σύννεφο
και ποτέ δεν τη ξαναβλέπω