Η εξάντληση
συνιστά μια πράξη
άφταστα λυρική
Για τα παιδιά από το Ρήγιο που έπεσαν μες
στις σελίδες της ιστορίας
Το πρωινό ήταν ωραίο και ο καιρός εξαίσιος πρώτη φορά έπειτα από τόσα και τόσα χρόνια. Κάπως παράξενες οι συνθήκες εκεί έξω, κάπως παράταιρος και ακατηγοριοποίητος αυτός ο κόσμος που συχνάζει στους φροντισμένους αγρούς. Μια έκταση ανάλογη με εκείνη του Αγίου Γερμανού με φροντισμένα παρτέρια και καταπράσινους θάμνους σε στυλ δελφινιέρας, καραβιού, γυναίκας, ακρόπρωρου, δεσπόζει σκηνογραφικά.
Καταλαβαίνετε πως όλον αυτόν τον καιρό που υπομέναμε τις θύελλες η πεποίθησή μας ατόνησε και έτσι αυτή η ομορφιά μας βρίσκει κατάπληκτους. Η θέση μας φαντάζει πιο σίγουρη κάτω από το φως του ήλιου, δήλωσε η υψίφωνος με την βεραμάν τουαλέτα και την μυθώδη βιογραφία που χάνεται στις πρασιές.
Δεν θα ήταν υπερβολή αν ειπωθεί πως εκείνη η ατμόσφαιρα παραμένει απερίγραπτη και ελάχιστη εμπρός στην φασματική ομορφιά του κόσμου. Η αληθινή διάσταση της ζωής φέρει αυτό το λαμπρό προσωπείο. Και αν κάπου καραδοκεί η φθορά, η επισήμανση τούτη μπορεί να εκληφθεί μονάχα ως μια αίσθηση φλωρεντινού μεγαλείου. Οι κυρίες συμβάλλουν σε τούτο με τα ωραία κρινολίνα τους, τα ευρωπαϊκά καπέλα, τις πόζες που λαμβάνουν εμπρός από τις φωτογραφικές μηχανές, ολότελα ευτυχισμένες, σχεδόν αφελείς για την σημασία εκείνης της αριστοκρατικής σκηνογραφίας. Τα εξοχικά τους πρόσωπα, ροδαλά, σαν αναγεννημένες Καρυάτιδες στάθηκαν η κύρια ατραξιόν του πρωινού περιπάτου των μελών της λέσχης. Η τελευταία συστάθηκε πριν από διακόσια χρόνια περίπου μα ουδόλως απώλεσε τους σκοπούς και την σημασία της για την ιστορική πορεία της μικρής ετούτης πολιτείας.
Η παρουσία μας κρίνεται εξόχως σημαντική. Τονώνει το λαϊκό αίσθημα, αναπτερώνει τις ελπίδες που μόλις και ζουν στα εργατικά συγκροτήματα. Τέτοιες μέρες φαντάζουν γιορτινές και είναι εντός της πρόθεσής μας να βιωθεί έστω για λίγο το μεγαλείο της ύπαρξής μας, δήλωσε ο κύριος Μ. Υποβασταζόμενος βάδιζε πέριξ του μικρού σιντριβανιού που μεταμορφώνεται στην μεγάλη ποτίστρα των πουλιών. Η ενδυμασία του έφερε τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικής πατρίδας. Κάθε τόσο κουνούσε ασθενικά ένα πλαστικό σημαιάκι, εκείνο χανόταν μες στον γαλάζιο αιθέρα. Φάνταζε τόσο πανηγυρική η κίνησή του αυτή, ώστε κάθε τόσο οι κομπάρσοι που ως γνωστόν επιδεικνύουν πάντα την βέβαιη διάθεση να γίνουν οι μισθοφόροι της εποχής τους, ξεχώριζαν ως ένα σπουδαίο και ανεπανάληπτο ακροατήριο.
Δεν θα ήταν πέντε το απόγευμα όταν ο ήλιος πήρε κλίση. Είπαμε πως θα πνιγεί και πως στην τάξη μας δεν αρμόζει ένα τέτοιο θέαμα, περιέγραψε ο πρώην επαναστάτης με την στρατιωτική στολή και τα παράσημα από τα χιλιάδες οδοφράγματα. Οι φωνές έπαψαν και όλοι οι εκπρόσωποι της σπουδαίας αυτής τάξης πήραν νωχελικά να επιστρέφουν στο περιστύλιο του μεγάρου. Τα λινά τραπεζομάντιλα ξεχάστηκαν στην αχανή έκταση, πήραν να φωνάζουν απελπισμένα χορεύοντας μες στον άνεμο. Δεν είχαν άλλον τρόπο.
Όμως η μοίρα τους είναι προδιαγεγραμμένη, θυμίζουν τα φορέματα της νεκρής, ένα παλιό βεστιάριο θεάτρου που εγκαταλείφθηκε στην γωνιά ενός δρόμου. Οι αρχαίες ελπίδες σωριάστηκαν στο χώμα και πέθαναν, αφήνοντας κάτι μικρές εκλάμψεις στον ορίζοντα. Κάθε τόσο ο τενόρος, οι δικαστές, οι κυρίες των τιμών γύριζαν και κοιτούσαν όλες εκείνες τις ακριβές λεπτομέρειες που λίγο λίγο αφανίζονταν εκεί, μπροστά στα μάτια τους.
Σε τούτο το σημείο οι θόρυβοι ξεσηκώνουν την σκηνοθεσία. Το αιώνιο κοπάδι του κόσμου κατακλύζει την μικρή, άπειρη έκταση.
Τα παιδιά του συνεργείου φθάνουν λίγο μετά τις πέντε. Περνούν χορεύοντας από το περιστύλιο, κάποιοι πετούν τριαντάφυλλα στην στοά, κραυγάζουν μπράβο, χίλια μπράβο για την ωραία μας παράσταση. Συγκινημένοι εμείς νιώθουμε την αναγκαιότητα της ύπαρξής μας και έναν διακριτικό κόμπο στο ύψος του λαιμού, είπε ο υπερήλικας πρόεδρος γέρνοντας τα μάτια του σαν κάτι να γύρευε να ξεχωρίσει μες σε αυτόν τον κόσμο. Επικεφαλής ενός στοιχειωμένου προεδρείου δίχως καμιά πια σημασία, η θέση του κατέχει μια αποφασιστική σημασία.
Το συνεργείο περιλαμβάνει κάτι χαμένους ποδηλάτες με αμφίεση ρωμαίικη που ακροβολίζονται πέριξ του ωραίου και αχανούς αγρού. Οι κινήσεις του φαντάζουν απόλυτα συγχρονισμένες, σαν να έχουν γεννηθεί μέσα από τις χιλιάδες επαναλήψεις των αιώνων. Οι άνθρωποι του συνεργείου δίνουν μια και προχωρούν στην υποστολή του ωραίου και μεγαλειώδους παραβάν της μέρας. Όλα εξαφανίζονται μέσα σε έναν σταθερό και εκλεπτυσμένο, σοφό ρυθμό. Εργάζονται χαρωπά για το μεγαλείο των ανθρώπων του περιστυλίου, ενώ σε όλη την έκταση ανάβουν χαμηλοί φωτισμοί και τώρα πια πλησιάζει η μεγάλη ώρα.
Αγάλματα και γωνιές από μισοειδωμένες υδρίες φωτίζονται σε μια γοητευτική σκηνοθεσία που ποτέ άλλοτε δεν επετεύχθη. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, η ωραία Ελένη, μια ολόκληρη σειρά από θυελλώδεις προσωπικότητες αποκαλύπτονται κάτω από ένα υπέροχο, φωτιστικό σύμπλεγμα, περιέγραφε κάποιος με τρεμάμενη φωνή. Το συνεργείο αποχωρεί σε έναν περίφημο, χορευτικό συνδυασμό και τότε οι άνθρωποι του περιστυλίου δεμένοι στον χρόνο, απομεινάρια ενός μπαλ μασκέ που τώρα πέρασε και πάει, ξεχύνονται στο νυχτερινό πεδίο, αποχαιρετώντας γενιές ολόκληρες από καλοκαιριάτικες μέρες. Τι και αν τούτη η νύχτα διαθέτει το βάρος του μολυβιού, τα ευγενή μέλη μιας κλειστής κάστας περιφέρονται ανάμεσα στα ερείπια παίζοντας το γνώριμο παιχνίδι του λαβυρίνθου. Δεν διαθέτουν όμως καμιά Αριάδνη, ο μίτος έχει χαθεί, οι παλαιοί αυτοκράτορες βουβοί κοιμούνται αδιάκοπα, η φύση που ησυχάζει, η γλύκα ενός ολόκληρου κόσμου που χάθηκε για πάντα στις εσχατιές της αγίας επαρχίας.
Μια κυρία, πολύ καθώς πρέπει, με το στέμμα και τους αιώνες της καρφωμένους σαν άνθη στα μαλλιά της γνέφει εμπρός από μια μακρινή, επιτύμβια στήλη. Οι άλλοι της απαντούν, όμως δεν την ακούνε κάτω από τον εκκωφαντικό βόμβο των ροδανιών που κάθε τέτοια ώρα ξεσηκώνονται μες στις άδειες πολιτείες.
Η Ελευσίνα παράγει υπέροχες ταπισερί, εξομολογείται μια τέως πριγκίπισσα μες στο γαλάζιο σύθαμπο, τραυλίζοντας λυρικά πριν το τέλος. Μα το δράμα που περιγράφεται πάνω στο πρόσωπό της, ο ίσκιος που πέρασε, το Ρήγιο, το Άργος, οι Πλαταιές συνιστούν πράγματα άρρηκτα συνδεδεμένα με αυτήν την σιωπή της που διαθέτει πια το ζωηρό κίτρινο της σκουριάς.
Απόστολος Θηβαίος