Απόστολος Θηβαίος | Μεταλλικά Τραπεζάκια

© André Kertész

Από την σειρά του μυστικού θεάτρου
που μόνο την πρώτη μέρα
του χρόνου
αποκαλύπτει μίας προς μία,
σαν πέπλα,
τις πράξεις
του

 

[Ζαχαροπλαστείο στην Πλατεία Συντάγματος, πρώτο πρωινό του καινούριου χρόνου. Σκουπίδια, άδεια μπουκάλια μπύρες, ποτήρια, ένα παλτό, σημαιάκια 2020, ένας χρόνος ακόμη και θα έχουμε γίνει σοφότεροι αδέρφια, κρατάτε γερά όπου και αν βρίσκεστε. Ο κύριος που εργάζεται με την λευκή του ποδιά είναι ολομόναχος μες στην πολιτεία. Κανείς δεν τον συμπονά και εκείνος στέκει ξένος στην γιορτή που πάει τέλειωσε και πάει. Βαθιά ανάσα, μετρούμε από την αρχή. Όποιος κλέβει τιμωρείται παραδειγματικά, οι καινούριοι άνθρωποι πολιτογραφημένοι μονάχα μες στα κατάστιχα του χρόνου, δίχως ταυτότητα, καλοί καινούριοι άνθρωποι του έτους. Σε ύφος ντοκιμαντέρ ο μοναχικός σερβιτόρος λέει μερικά λόγια.]

Ονομάζομαι, ας πούμε Μάριος. Πάντα μου άρεσε αυτό το όνομα. Οπότε μπορείς να με φωνάζεις Μάριο. Λοιπόν, ρώτα με ότι θέλεις. Ή μάλλον να σου πω εγώ μερικές κουβέντες. Τώρα που έχει ησυχία κανείς δεν θα μας ενοχλήσει. Όμως σε μια ώρα από τώρα θα έρθουν, πρώτα οι γηραιότεροι, σαν πουλιά που έρχονται και κουρνιάζουν στην γνώριμη θέση τους. Θα έρθουν με σιγουριά και όλη αυτή η ησυχία θα έχει παλιώσει κύριε. Το λοιπόν, είμαι ο Μάριος, εργάζομαι μερικές μέρες την εβδομάδα στο κυλικείο της πλατείας. Έχει καλά μπουρμπουάρ, μα η δουλειά σε κρατά ξάγρυπνο όλη την νύχτα. Το καλοκαιράκι εδώ γίνεται χαμός, όμως με τις πρώτες βροχές οι τακτικοί πελάτες ξεχωρίζουν. Έρχονται κάθε Κυριακή από το βάθος του ίδιου δρόμου, χαρτονένιοι, ισορροπώντας παράξενα πάνω στην πρωινή ομίχλη. Κρατούν την ομπρέλα τους δυνατά ή το κασκέτο τους, αν φυσά πεισμώνουν και κάθε τους βήμα είναι μια απόφαση. Μα την άνοιξη τους βλέπεις κάπως μετέωρους να φθάνουν με τις αμαξοστοιχίες του απογεύματος, λυπητεροί επιτάφιοι, σφραγισμένα ρέματα. Εδώ τα χρήματα είναι καλά και συναναστρέφεσαι τόσους ανθρώπους, ίσως γνωρίζεις μια γλυκιά κοπέλα από την Ελασσόνα που γυρεύει ότι και εσύ. Στο σπίτι δεν μένω πολύ. Άλλωστε είναι ένα δωμάτιο όλο και όλο και πληγώνεται η καρδιά μου με όλη αυτήν την μοναξιά. Πάνω στα κλαράκια της ζωής μου στήνω την σκηνή μου για να την γκρεμίσουν άνεμοι, κακές εποχές. Κύριε, ο Μάριος κάνει δυο και τρεις δουλειές την μέρα. Τριγυρνά την πολιτεία με βαριά οχηματαγωγά, έχει το φορτίο της ζωής του μόνον, μα του είναι αρκετό. Εδώ στην πλατεία καμιά φορά λησμονεί την άσχημη τροπή της ζωής του και έπειτα συμμερίζεται μια σειρά από παράξενες θεωρίες στατιστικών εταιρειών που επιμένουν στα μοντέρνα θεωρήματα που επιβάλλουν βαθιές τομές στους αλγοριθμικούς τύπους που διανέμουν το χρήμα μες στους κόλπους της πολιτείας, υπακούοντας στην φήμη κάθε τάξης, στην ετοιμότητά της στην αντίσταση, ένα είδος αμοιβής και εξαγοράς, καθώς το ταξίδι έχει χάσει τον προορισμό του και τώρα πλανιόμαστε στο πέλαγο. Επειδή πέλαγα διαθέτει μονάχα ο τόπος μου κύριε. Πολλή ιστορία και have a nice day, greek tourist quide, υψηλή κοινωνία, πλαστικές καρέκλες έναντι χιλίων δολαρίων, γίνηκε το πλαστικό το καινούριο μας χρυσάφι, κύριε, είδατε τι όμορφη θέα; Μια σημαία, ένα ανάκτορο και ο ήλιος, χειμωνιάτικος, γερασμένος να ισορροπεί σε άλλα ημισφαίρια. Οι αστερισμοί, η Αντλία, ο Τοξότης ο Διαβάτης, ο Γνώμων, όλα φύονται στο στερέωμα. Είναι οι καινούριοι κήποι σου οι κρεμαστοί και όσα δεν ονειρεύτηκες ποτέ. Όχι, όχι, τα παιδιά στους δρόμους είναι πια μια συνήθεια, μην δίνετε σημασία. Η πλατεία μας είναι ευτυχισμένη και δίχως αυτά και το ανώφελο αστέρι τους. Κύριε, είναι μόνο ένα αστέρι και στην διαδρομή του μεσημεριού όλοι στρέφουμε το βλέμμα μας με θαυμασμό και κάνουμε μια ευχή για εκείνους και για εμάς. Λέμε, μας φυσάει ίδιος άνεμος, σκληρές βροχές, όμως δεν έχω χρόνο κύριε, πρέπει να βιαστώ. Φανταστείτε να πέσει στον δρόμο επάνω κάποιο εμπόδιο αξεπέραστο, ας πούμε να ερωτευτώ ή να συναντήσω έναν παλιό συμπολεμιστή, τον Κωνσταντή μωρέ που σέρνει χίλια χρόνια τώρα τις αλυσίδες του, την αδερφή του που σπάραξε και έγινε το κόκκινο σημάδι του Τέρνερ στην ωραία του θαλασσογραφία. Φανταστείτε, έναν ριγμένο κορμό ή ένα άγριο ζώο με ολόχρυσα δόντια που γυρεύει μάχη μαζί μου. Ωστόσο, τίποτε δεν συμβαίνει και ετοιμάζομαι για ακόμη ένα ρεκόρ. Συγκεκριμένα. 

Σχολάω στις επτά. Έπειτα, πλατεία, σταθμός λεωφορείων 4 λεπτά και είκοσι δευτερόλεπτα. Γραμμή τρίτη, σταθερή τροχιά σε ασύλληπτες ταχύτητες, πάντα νύχτα στις γαλαρίες μαζί με άλλους κύριε,  3 λεπτά και δέκα δευτερόλεπτα. Γρήγορο βάδισμα, δίχως παύση έξω από καφενεία, συλλόγους, ποδηλατάδικα, υπαίθρια μανάβικα, κάτι πράγματα παλιά που σώθηκαν με συγκινούν, βεστιάρια υπαίθρια, θάνατοι στρατηγών, βιβλιοθήκες στην πυρά κύριε, πορνοκινηματογράφοι του ενός, κύριε. Μα εγώ κρατώ το βλέμμα μου ασάλευτο από όλους αυτούς τους πειρασμούς, επειδή θυμάμαι καλά τους στίχους των ποιητών. Νομίζετε πως είμαι αγράμματος; Πως για μένα χάθηκε το τραίνο; Μα κύριε, θα γελαστείτε. Το σύγχρονο, εργατικό δυναμικό διαθέτει σπάνια οξυδέρκεια και σπουδές μεταπτυχιακού επιπέδου σε όλους τους σπουδαίους τομείς, στην έρευνα κύριε, στην έρευνα και ας μην ξέρουμε ποιοι είμαστε και τι τάχα θα απογίνουμε. Κύριε ακούστε με, ήρθατε μια μέρα ακατάλληλη για το ρεπορτάζ σας. Τέτοια μέρα η πόλη δίνει την εντύπωση πως παραδόθηκε επιτέλους στην μοίρα της. Δείχνει πεθαμένη αληθινά η πόλη τέτοια μέρα, κύριε. Μα τι σκεφτόσαστε; Τι πήγατε και κάνατε κύριε; Καλύτερα περάστε ξανά αύριο που το κατάστημα θα διαθέτει μουσική και γεμάτα τραπέζια. Να δείτε εκείνη την ώρα πώς σερβίρεται δροσερή , σχεδόν κρυστάλλινη η νεοελληνική μας μελαγχολία. Σε ωραία μπουκάλια, με ανέμους απογευματινούς, δίχως άλλους να μπορούν να μιλήσουν και να αγγίξουν τα χέρια τους που πονάνε. Ελάτε μια άλλη μέρα. Σήμερα νιώθω την ανάγκη να απομείνω μόνος. Καταλαβαίνετε, κύριε, το ότι σας απαντώ τούτο το πρωινό με τόση θλίψη στην καρδιά μου, με τέτοιο φόβο είναι ΄θαύμα κύριε, να το γνωρίζετε, να μην αμφιβάλετε για αυτό κύριε. Σας το λέω με την καρδιά μου. Το λοιπόν, γραμμή τρία αντίστροφα, 2 λεπτά και είκοσι δεύτερα, όλο και πιο γρήγορα, να ξεμείνει λίγος χρόνο, υπάρχουν τόσα να φροντίσω, γραμμή του κέντρου, οι διαδηλωτές, σάλτο από το λεωφορείο και ίσια για τα Χαυτεία. Δίχως σταματημό έξω από τα ρουχάδικα, ξεσηκώνοντας τα σκιερά κοστούμια, τις άδειες πουκαμίσες. Λιγότερο από ένα λεπτό, μωρέ μπράβο στα παιδιά που βγάζει η κλεφτουριά, στην τελική ευθεία, ξανά οι διαδηλωτές, σκόρπιοι, σκόρπιοι αναψοκοκκινισμένοι, ηττημένοι, με νερά στα πρόσωπα. Άλλο ένα λεπτό πατώ στις ραγισμένες πλάκες της πλατείας, σε δέκα δεύτερα όλα θα είναι παρελθόν και η θέση μου στην φωτισμένη πλατεία, βέβαιη. Το ανάκτορό μου, η σημαία μου, οι διαδηλωτές μου, τα ρουχάδικα με τους άντρες που με αποχαιρετούν στις φωτογραφίες εκείνης της εποχής, τα χρόνια μου που πετρώνουν κύριε, εδώ σε αυτό το μαγαζί, στα ανοιχτά της πολιτείας μου. Ετούτη η ζωή κύριε δεν είναι δειλία ή δουλεία ή πρόσχημα, αλλά ο μόνος της τρόπος. Κάποτε, σας είπα στα γράμματα είμαι αετός, ένας που τραγουδούσε είπε το μόνο της ζωής μου ταξίδιον. Έτσι είναι και για μας κύριε, μονόδρομος και το πείσμα η γραμμή τρία να φθάσει μια φορά πιο γρήγορα ακυρώνοντας ολόκληρο εκείνο το αυστηρό πρόγραμμα των συρμών, των διελεύσεων, των ατερμόνων αναγκών, κύριε. Σας είπα, σε εκατό χρόνια εμπέδωσα το πνεύμα ολάκερου του πολιτισμού και για τούτο μπορώ και κάνω τούτη την εξυπηρετική δουλειά, καθώς κάθε άλλη απασχόληση θα ήτο φενάκη, κύριε. Ξέρετε τον όρο; μα τι λέω, αν τον ξέρατε δεν θα ερχόσαστε σήμερα, δεν θα γυρεύατε από μένα λέξεις, φράσεις, υπεκφυγές. Ελάτε μια άλλη μέρα κύριε. Ίσως τότε να υπάρχει μια πλατεία με υπαίθρια αναψυκτήρια και φωτισμένες γιρλάντες ελεύθερες στον βραδινό άνεμο που σαρώνει τις βόλτες μας, κύριε. Ίσως τότε, κύριε να σας εξυπηρετήσουν και κάποιος νεαρός, αφάνταστα όμορφος φροντίσει για την παραγγελία σας κύριε. Καλημέρα σας και καλή χρονιά κύριε. 

(Ο σαλός χάθηκε με την λευκή του ποδιά.  Ακούγονται κλαρίνα, δημοτικές μελωδίες από έναν και μόνο όργανο. Οι ελληνικές μας επαρχίες ξαναζούν και ο ήρωας προς τον θάνατο κολυμπά. Άραγε τι να σημαίνουν όλα αυτά; Μα τίποτε, τίποτε, τίποτε. Η υπόθεση συζητιέται μόνον από θεατρικής απόψεως, καθώς σθεναρά διαθέτουμε την πεποίθηση πως παρόμοια γεγονότα δεν μπορούν να συμβούν σε έναν αιώνα αφοσιωμένο στις λογικές και τα βιβλία. Για αυτόν μίλησαν κάποτε οι κυριότεροι εκπρόσωποι ενός θαυμαστού πραγματικού, μα ετούτο συνιστά αντικείμενο μιας άλλης διαμάχης. Το λοιπόν, ο άνδρας που υποδύεται το γκαρσόνι χάνεται διακριτικά καθαρίζοντας τα τραπέζια ενός άγνωστου μαγαζιού. Καθώς απομακρύνεται ακούγονται συμφωνικές, φωνές του πλήθους, σκόρπιες φωνές από ειδήσεις, εκπομπές διεθνών πρακτορείων, ήχοι από μια τεχνολογία που προελαύνει, αποσπάσματα από θεατρικά έργα, σε ολοένα και μεγαλύτερη ένταση. Ο νεαρός στέκει με την αψεγάδιαστη στολή του, καθώς οι ήχοι μαίνονται και τα φώτα τον τυφλώνουν. Μέσα από τα μάτια του περνούν προβολές. Ώσπου μονάχα αυτές να απομείνουν σε μια σταθερή επανάληψη ως να σβήσουν αργά. Όσο ο αφηγητής μιλά, οι φωνές κορυφώνονται έτσι που τούτα τα στερνά του λόγια να παραμένουν σαν ανείπωτα, αιώνια νέα.)

Απόστολος Θηβαίος