Δάφνη Σπυροπούλου | Η θεία του Τζέηκομπ

© Roy DeCarava

Σήμερα, 11 Δεκεμβρίου, νοστάλγησα τα σανδάλια μου. Τα είχα αγοράσει πέρισυ από ένα καλάθι σε ένα στενό της Χοι Αν και τους είχα επιτρέψει να φέρουν την άνοιξη στον Δεκέμβρη του ’18. Επάνω τους ένιωσα πώς είναι να ιδρώνεις στη μέση του χειμώνα, σε μια λάθος εποχή, στην άλλη άκρη του κόσμου. Τον Αύγουστο του ’19, τα φόρεσα στη μετακόμιση στη φοιτητική εστία στον 16ο όροφο του ξενοδοχείου Νιου Γιόρκερ στους 34 δρόμους. Τώρα περιμένουν σε μιαν άκρη στη ντουλάπα μου, κοντά σε λινά φουστάνια και σε αναμνήσεις ελευθερίας που αυτοπεριορίζεται με την προσμονή.

   Αυτά τα σανδάλια συστήθηκαν στο σώμα μου μέσα σε μια βάρκα που διέσχιζε ακτές που φύλαγαν σχολεία μα και νεκροταφεία και που σου θύμιζαν την αρχή και το τέλος και ύστερα πάλι, για λίγα ακόμη ντονκ. Μήνες μετά, δέθηκαν με το βήμα μου σε κάτι σκαλιά Συμιακά που με κρατούσαν μέχρι να φτάσω στη Χώρα στις επτά ακριβώς, να προλάβω να κατέβω με τον ήλιο προς το λιμάνι. Μέχρι να πιάσει κρύο στις αρχές Νοεμβρίου, τα σανδάλια με πήγαιναν από το δωμάτιό μου στο πάρκο, το ποτάμι και σε ό,τι άλλο θυμίζει φύση ανάμεσα στους ουρανοξύστες.

    Η εστία εκτείνεται σε πέντε ορόφους μέσα στο κτήριο του ιστορικού ξενοδοχείου και είναι γεμάτη φοιτητές. Το δωμάτιό μου όμως είναι τοποθετημένο στην άκρη, προκειμένου να έχω τρία παράθυρα δικά μου και σπάνια συναντώ ανθρώπους στους διαδρόμους. Ούτε φασαρία υπάρχει. Περισσότερη φασαρία κάνουν μάλλον οι άνθρωποι στον δρόμο παρά όσοι βρίσκονται μέσα στο κτήριο. Τα χαλιά που χωρίζουν τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα των γκρίζων δωματίων ξεγελούν εύκολα όποιον φτάνει εδώ για πρώτη φορά. Σαν παζλ, μπορούν να σε στείλουν στην αντίθετη πλευρά του ορόφου και να χρειαστεί να μετρήσεις τα νούμερα για να βρεθείς εκεί που πρέπει- όπως και με τους αριθμημένους δρόμους της ίδιας της πόλης.

    Η θέα και από τα τρία παράθυρα του δωματίου διακόπτεται απότομα από τους απέναντι ουρανοξύστες στους οποίους βλέπω ανθρώπους να δουλεύουν από τις έξι το πρωί έως αργά το βράδυ. Νιώθω καμιά φορά κι εγώ σαν εργαζόμενη που κλέβει χρόνο απ’ τη δουλειά της για να κοιμάται. Τα μεσημέρια, κατεβάζω τα στόρια για να καθησυχάσω τις τύψεις μου που εγώ ξεκουράζομαι ενώ οι απέναντι είναι προσηλωμένοι στο καθήκον τους.

            Παρότι η Νέα Υόρκη είναι γνωστή για τους πολυσύχναστους δρόμους της, εγώ πιστεύω ότι στο ύψος τελικά κρύβει το άγχος της. Τα πεζοδρόμια και τα στενά ξεγελούν ότι πρόκειται για ακόμη μια όμορφη πόλη μα αν κοιτάξεις πάνω, θα καταλάβεις πόσοι άνθρωποι στοιβάζονται μέσα σε ελάχιστα τετραγωνικά, όλοι αφοσιωμένοι σε κάποιον μεγάλο, για τα δικά τους μάτια, στόχο. Το ίδιο κάνω κι εγώ, δεν βγάζω τον εαυτό μου απ’ έξω.

    Σε όλες τις πόλεις που έχω βρεθεί και που έχω ζήσει, παίζω ένα παιχνίδι. Περπατώντας στον δρόμο ή όπως κάθομαι στο μετρό, κοιτάζω τους ανθρώπους γύρω μου και προσπαθώ να φανταστώ από ποια ζωή έρχονται και πού πάνε αμέσως μετά. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχω χτίσει ιστορίες ολόκληρες πάνω σε φιγούρες που διέκρινα μέσα από παράθυρα αυτοκινήτων και σε σταθμούς λεωφορείων. Πάντα έψαχνα κάτι το διαφορετικό ή και το κοινότοπο που να με εμπνεύσει για λίγη ώρα ώσπου να αποφασίσω ποιο βιογραφικό ταιριάζει στον καθένα. Η νέα μου πόλη ωστόσο, βαστάει τόσα εκατομμύρια ανθρώπους και με εκθέτει σε χιλιάδες από αυτούς καθημερινά και τόσο γρήγορα, ώστε τα μάτια μου να υπερφορτώνονται με εικόνες και να παραδίνονται στην απραγία. Ίσως επειδή η μυθοπλασία απαιτεί λίγο χρόνο να μεστώσει και οι αμερικάνικοι ρυθμοί της επιτάσσουν να βιαστεί και αυτή.

    Η μόνη φιγούρα που μου κινεί την φαντασία, είναι η γειτόνισσά μου στο ακριβώς δίπλα δωμάτιο – 1623 εγώ, 1625 αυτή, που σήμερα, τέσσερις μήνες αφότου ήρθα εδώ, έμαθα ότι είναι «η θεία του Τζέηκομπ». Η γυναίκα αυτή είναι μια αφροαμερικανή, εβδομηντάχρονη μάλλον γυναίκα, με γαλάζια μάτια σε σχήμα που μοιάζει ξένο προς τα υπόλοιπά της χαρακτηριστικά. Το πρόσωπό της το έχω δει μια μόνο φορά, όταν βγήκε στο διάδρομο να γκρινιάξει για τη μυρωδιά καπνού που ερχόταν από ένα από τα πρώτα δωμάτια δίπλα στο ασανσέρ. Περισσότερο βλέπω το σώμα της ξαπλωμένο μέσα σε κάτι που μοιάζει με διεθνές πια, γυναικείο νυχτικό με μικρά λουλούδια, επάνω σε έναν καναπέ που φαίνεται πάνω και κάτω από την αλυσίδα που κλειδώνει μεν την πόρτα της αλλά που επιτρέπει στον ανακυκλωμένο αέρα των κοινόχρηστων χώρων να μπει. Η ατμόσφαιρα στον διάδρομο μοιάζει αποπνικτική και χωρίς να μπορώ να καταλάβω τι θα την κινητοποιούσε να ζητά οξυγόνο από εκεί που μοιάζει ελάχιστο, ειδικά εφόσον έχει δικό της παράθυρο, κοιτάζω ένα ζευγάρι ανδρικές μπότες νούμερο 47, τις οποίες έχει αφήσει έξω από την πόρτα της από την ώρα που ήρθα, για να βεβαιωθεί ότι δεν θα κλείσει. Πίσω τους, ένα σημείωμα που λέει «Σας παρακαλώ να μην απομακρύνετε τα παπούτσια από εδώ».

    Το δωμάτιο 1625 το είχα παρεξηγήσει αρχικά για αποθήκη. Η γειτόνισσά μου έχει χωρέσει σε ελάχιστα τετραγωνικά, βιβλιοθήκες, χριστιανικές εικόνες, δεκάδες κουτιά από τσάγια και μπουκαλάκια από φάρμακα, πελώριες πλαστικές σακούλες που περιέχουν μικρότερες με σνακ αλλά και αφίσες. Υπέθετα μέχρι σήμερα ότι είναι καθηγήτρια κάποιου πανεπιστημίου και έτσι κατέληξε να μένει σε εστία και αναρωτιόμουν εάν οι φοιτητές της μπορούσαν να φανταστούν πού και πώς μένει. Αλλά δεν την έχω ακούσει ποτέ να βγαίνει εντελώς από το δωμάτιο. Υπέθετα επίσης ότι έχει δύο παιδιά: έναν γιό και μια κόρη που είναι αεροσυνοδός. Την κόρη δεν την έχω δει ποτέ μα κάθε Δευτέρα πρωί βλέπω στον διάδρομο μια μικρή βαλίτσα και από πάνω της ένα παλτό με καρφίτσες, κάποιον να περιμένουν, δίπλα στις μπότες. Τον γιο, τον έχω ακούσει πολλές φορές να παρακαλάει την γειτόνισσα να τον αφήσει να μπει μέσα και εκείνη να λέει όχι, παρότι η πόρτα είναι πάντα ανοιχτή.

     Σήμερα, γύρω στις πέντε το απόγευμα βγήκα για λίγο και είδα έναν άνθρωπο της ασφάλειας του κτηρίου να στέκεται έξω από την κλειστή, τώρα, πόρτα του 1625. Επέστρεψα λίγο πριν ξεκινήσει η μεγάλη κινητοποίηση της ασφάλειας του ξενοδοχείου. Άνθρωποι μαζεύονταν απέξω και έλεγαν στον ασύρματο ότι είχαν ακούσει φωνές και ότι προσπαθούσαν να βγάλουν έναν άντρα μέσα από ένα δωμάτιο. Ποιες φωνές; Ήταν τέτοια η αποξένωση στην εστία που χάλαγε και την ακοή μου; «Τζέηκομπ», τους άκουσα να φωνάζουν. «Τζέηκομπ άνοιξέ μας την πόρτα να δούμε ότι είσαι καλά. Μην μας αναγκάσεις να σπάσουμε την κλειδαριά. Άνοιξε». Τους άκουσα να χτυπάνε με δύναμη την πόρτα και από μέσα καμία απάντηση. Η γειτόνισσα; Πού ήτανε;  

     Πολλή ώρα αργότερα, τους άκουσα να ανοίγουν την πόρτα και να λένε «Βγες και κάθισε στον διάδρομο». Έπειτα άκουσα τον Τζέηκομπ να λέει «φτιάξτε τη θεία μου, η θεία μου» και μέσα σε πέντε λεπτά επικράτησε ξανά σιωπή. Ούτε έμαθα, ούτε προβλέπω να μάθω τι έγινε σήμερα δίπλα μου και δεν ξέρω γιατί έγραψα τελικά αυτή την ιστορία. Ίσως να ήθελα να γιορτάσω ότι φόρεσα επιτέλους ένα ανθρώπινο όνομα στο μυστήριο της γειτόνισσας, ακόμη κι εάν την έχασα μετά, στην απρόσωπη ησυχία του διαδρόμου.

 

***


Η Δάφνη Σπυροπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1993. Είναι διδακτορική φοιτήτρια συμβουλευτικής ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο Fordham της Νέας Υόρκης. Ψυχοθεραπεύτρια. Κείμενά της φιλοξενούνται σε ελληνικές και αμερικάνικες εκδόσεις από το 2014.