[Νέκυια(Δ’) ή Όνειρο με τον πατέρα]
Δεν ξέρω πόσο σκατά θα ήταν
Εκείνο το όνειρο
Αλλά έλα που ήρθες και πάλι στον ύπνο
Δήθεν να πιεις απ’ τό μοσχάτο
Τρεκλίζοντας ήδη σα μεθυσμένος
Όπως σε μια δασωμένη ράχη στο χορό τού γάμου
Και θυμόσουν τί λένε για τους ζωντανούς
Που δέχονται κάθε λίγο τους νεκρούς τους•
Ότι ίσως αλλάξουν χώρο και χρόνο
Σάρκα και ύλη και ματαιότητα
Για να τρυπώσουν σ’ ένα αλλιώτικο μέλλον
Με φωνές πουλιών και θρόισμα φυλλωσιάς
Κελάρυσμα νερού στο ρυάκι που γίνεται
Κρυστάλλινο όταν νυχτώνει
Ή έχει φεγγάρι και
Σε άγνωστη γλώσσα (τραγούδια
Θα έλεγα νεράιδας στη ρεματιά
Αν δεν ήμουν βέβαιος ότι κάποιοι
Λογικοί και νοήμονες μικροαστοί τού σήμερα
Πιστεύουν ότι κατοικώ
Μόνο τη δική μου αθεράπευτη τρέλα)•ωστόσο
Υπάρχουν νύχτες (ξανά στο θέμα)
Που με ξυπνάς με τη βαθιά κραυγή σου
Να ψάχνει επίμονα
Τα κλειδιά τού αυτοκινήτου
Στο κάθισμα όπου γουργουρίζει ο Φέλιξ
Ή τα ψίχουλα στην ψωμιέρα•νύχτες
Που σκέφτομαι ότι έτσι
Τριγυρίζω εγώ στον κόσμο σου
Που νομίζω ότι δεν έχω ακόμη πεθάνει
Αν και διαρκώς με θανατώνουν
Φτύνοντας μια και καλή
Αυτά τα πλήθη τού όχλου των τυφλών στο πρόσωπο•