Ρογήρος Δέξτερ [Ο δυναμίτης κάτω απ’ τή γλώσσα]
•σκοτίστηκα
Αν θα με θυμούνται στο μέλλον
Εκείνοι και η σκατένια μνήμη τους
Που ώρες ώρες ξεθάβει
Όλους μαζί τους πεθαμένους
Για να θάψει πιο βαθιά τους ζωντανούς•και
Αν θα φτάσω στο τέλος όπως λέει το όνειρο
Σ’ ένα άδειο χωριό στα βουνά
Σ’ ένα σταθμό με τρένα νεκρά
Που σκουριάζουν ασάλευτα•φαντάσου
Κάποιο γράμμα δυνατό σαν απαγγελία
Ποιήματος καθ’ οδόν έξω απ’ τό Βέγκας
Χωρίς μουντζούρες και ορθογραφικά
Αλλά με κήρυκα βραχνή φωνή
Που κάποτε έκανε τον Buk να κατέβει βιαστικά
Από ένα φορτηγό στη μέση τού πουθενά
Να τον σπαράξουν τ’ αγρίμια τής ερημιάς
Και οι αγέλαστοι
Περαστικοί των εθνικών οδών
Σε άρματα δρεπανηφόρα που τρέχουν και τρέχουν
Μπας και προλάβουν
Τη ζωή ή το θάνατο [παίρνοντας μάτι
μόνο τις γυναίκες στο αθάνατο παιχνίδι τού ωτοστόπ]•πάει καιρός λοιπόν που
πίστευα
Ότι ακόμη κι ένας στίχος θα μπορούσε
Ν’ αλλάξει τον κόσμο σαν ξόρκι μυστικό ή έστω
Να τινάξει ψηλά στον αέρα τις μεγάλες προσδοκίες
Και τα σκατά που μας ταΐζουν στο μυαλό•τί άλλο Όμως να σου γράψω
Μέσα σ’ αυτό το λάκκο με τις προσμονές
Όταν μέρες τώρα
Δεν ξέρω πώς να μαζέψω
Την ξεχαρβαλωμένη μου φωνή
Και να τραγουδήσω
Όσα ποτέ δε σου τραγούδησα•
Θεοδώρα Βαγιώτη [Το τραγούδι ενός φάλτσου τροβαδούρου]
κι αν δε σκοτίζεσαι για το τέλος που διακρίνεται
πιο φωτεινό για όλους
παρά για σένα
σαν περνάς μέσα από έναν μισογκρεμισμένο κόσμο
έναν κόσμο γιαπί σωστό
που -όπως λες- τίποτε δεν ξέθαψε
τίποτε δεν έδωσε
[μα τι θαρρείς
πως είναι η πιστή μου
προσήλωση
τα μεσάνυχτα
όταν χτυπώντας τη χορδή
αποσυντονίζω το φα;]
κι αν η ζωή και ο θάνατος δε σώζονται
με την ίδια
πελώρια και ακάματη δύναμη του
ενός στίχου
σώζεται το ξυπνητό έαρ που κατοικεί
κάτω απ’ τό δέρμα
όταν η ξεχαρβαλωμένη σου φωνή σφίγγει
σα μέγγενη
την προσμονή για όσα ποτέ δε μου τραγούδησες