Ήταν θέμα χρόνου να συμβεί. Το ηφαίστειο εξερράγη βίαια όπως είχαν προβλέψει οι επιστήμονες.
Τα δυο τελευταία χρόνια οι αναταράξεις ήταν συχνές. Άλλοτε ανεπαίσθητες και άλλοτε έντονα αισθητές συνοδευόμενες πάντα από έναν υπόκωφο ήχο. Υπενθύμιζαν συνεχώς ότι η καθημερινή λειτουργία, η ζωή όπως την ήξεραν μπορούσε να διακοπεί. Τα χαμογέλα πάγωναν προς στιγμή και φήμες για επικείμενη καταστροφή διαδίδονταν αστραπιαία. Ωστόσο η ζωή θέλοντας και μη προχωρούσε. Τα στάχια μεγάλωναν στο γόνιμο έδαφος, τα πουλιά σε πείσμα των οιωνών δεν σταμάτησαν ποτέ το μελωδικό τους τραγούδι. Το αμπέλι συνέχιζε να παράγει κάθε Σεπτέμβρη το ξακουστό σταφύλι. Ο πόθος και τα πάθη των ανθρώπων αναζητούσαν διέξοδο στον μικρό και κλειστό αυτό τόπο. Το γλυκόπιοτο κρασί έβραζε στα βαρέλια υποσχόμενο νέα γλέντια και γέλια τρανταχτά στα χείλη.
Επτά γενιές σβηστό ήταν πολύς ο χρόνος. Ακίνητο σώμα στο κρεβάτι απλωμένο, σκουριασμένο απτήν ακαμψία και την λήθη, αποφάσισε τελικά να σηκωθεί. Η γη σείστηκε, οι πέτρες θρυμματίστηκαν και βαθιές αυλακώσεις χαράκωσαν τις πλαγιές. Απτά σπλάχνα του ένα πυκνό και καυτό σύννεφο σκόνης άρχισε να σκαρφαλώνει στον ουρανό. Κάρβουνο, λιβάνι και φωτιά ξερνούσε της γης το θυμιατήρι. Τα πανύψηλα δέντρα που τόσα χρόνια είχαν φυτρώσει μέχρι σχεδόν την κορυφή περίμεναν στωικά δεμένα γερά στην ανοιχτή αυτή πληγή, το τέλος τους. Τα πουλιά παραδόξως συνέχιζαν απτόητα για πολλές ώρες με το κελάηδισμα να είναι όμως πιο βαρύ και αργό μέχρι που τελικά ακόμα και τα πιο θαρραλέα σώπασαν.
Στο χωριό εδώ και μέρες οι νοικοκυραίοι είχαν ετοιμάσει βαλίτσες με πράγματα, οι μαγαζάτορες είχαν σφαλίσει τα καταστήματα. Η εντολή ήταν σαφής. Η απομάκρυνση έστω και προσωρινή ήταν επιβεβλημένη. Κανείς δεν ήξερε με σιγουριά τι θα γίνει. Η πύρινη λαίλαπα απειλούσε το χωριό έκτος και αν κατευθυνόταν προς το μεγάλο φαράγγι. Η μόνη τους ελπίδα ήταν αυτή. Το ποτάμι που έτρεχε στα βάθη του θα μπορούσε να καταλαγιάσει την δίψα του πύρινου θηρίου. Μισοκοιμισμένο και νωχελικό πλέον θα έσβηνε στα απόκρημνα βράχια πριν χαθεί στην θάλασσα.
Ο επερχόμενος κίνδυνος και ο ξεριζωμός ξύπνησε θαμμένες αλλά ασίγαστες μνήμες. Το χωριό είχε γίνει μάρτυρας της ακόρεστης μανίας των κατακτητών κατά την διάρκεια του μεγάλου πολέμου. Κάθε τόσο οι άντρες αναχωρούσαν για το βουνό για να γλιτώσουν τη σύλληψη. Στα μετέπειτα χρόνια που οι φίλοι έγιναν εχθροί και οι συγγενείς αδελφοφάδες, πολλοί αναγκάστηκαν να φύγουν άγνωστο για πού και δίχως γυρισμό για μερικούς. Τα μαρμαρένια μνήματα στέκονται να βεβαιώνουν τα ανήκουστα της τραγωδίας. Η ώρα να ξεπλυθούν τα χώματα απτό αίμα, το θάνατο και την προδοσία του αδελφού πλησίαζε.
Το παραθυράκι του τρούλου λαμπίριζε για τελευταία φορά ίσως την θαλπωρή και την κατάνυξη. Έκαμαν σιωπηλοί το σταυρό τους και τράβηξαν.
* * * * *
Ο Φοίβος Σταμπολιάδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Καποδιστρικό Πανεπιστήμιο και Μέσα Επικοινωνίας στο Πάντειο. Έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο στο Τμήμα Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου του Lancaster. Ασχολείται τα τελευταία 20 χρόνια με την φωτογραφία. Έχει συμμετάσχει σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και την Κύπρο. Έργα του έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό Φωτογράφος και στον ιστότοπο ifocus.gr. Διηγήματα του έχουν δημοσιευτεί στα ηλεκτρονικά περιοδικά λογοτεχνίας monocleread.gr, tovivlio.net και hartismag.gr. Αγάπα τα μακρινά ταξίδια με την μοτοσυκλέτα, μελετά λογοτεχνία, ψυχολογία και βυζαντινή αρχαιολογία. Ασχολείται με το σχέδιο και την χαρακτική.