Η μάνα μου μοιάζει με πράσινη ξυλομπογιά
μπολιάζει το δέντρο μου
πάνω στο λευκό χαρτί
με χρώμα και φύλλα θαλερά.
Καμιά φορά η αιχμηρή της μύτη
σπάζει και σκίζει την άκρη στα δύο
η μύτη κυλά στο χαρτί
χάνεται απ’ τα μάτια του Θεού.
Αυτός την ξύνει
και την ξύνει,
κάθε φορά μικραίνει
ώσπου γίνεται τόση δα
και δεν μπορεί ούτε το χέρι του να την πιάσει.
Τρέμω μήπως το πάρει απόφαση να την
εξαφανίσει τρώγοντας τ’ απομεινάρια της
με μια χαψιά.
Και κανείς πια δε θα με ζωγραφίσει.
Και με τη χάση της θα φθινοπωριάσει.