Απόστολος Θηβαίος | Speed

© Henri Cartier-Bresson

Ιστορίες των πιο μικρών, γαλάζιων δρόμων

 

Μια ιστορία

Ο καλύτερος φίλος μου ονομάζεται Σπιντ. Είναι μισός κρεολός, με ωραία, μακριά μαλλιά και ινδιάνικα χαρακτηριστικά. Θυμίζει τα μικρά εδώλια από τερακότα που φιλοξενούνται στα τουριστικά είδη του Αλ και δεν σημαίνουν τίποτε. Μόνο κακές απομιμήσεις των πιο εμβληματικών έργων της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, μόνο αυτό και τίποτε.

Όταν ξυπνά παίρνει την λεωφόρο του ωκεανού, πέφτει σαν βροχή πάνω στα πράγματα. Αν το θέλει ο θεός μια μέρα ο Σπιντ θα φτάσει ως τα κύματα, ο Σπιντ θα τα καταφέρει μια μέρα και η ομορφιά του έτσι θα σωθεί για πάντα. Ο Σπιντ διαθέτει το σπάνιο χάρισμα ενός όμορφου χαμόγελου, μιας αδέξιας κίνησης, κοιμάται ανάμεσα σε παράξενα, ετερόκλητα πράγματα. Μια γραφομηχανή, ένας μικρός, γυάλινος τυμπανιστής που σου επιτρέπει να κοιτάξεις ως μέσα στα μάτια του, μια φθαρμένη σύνοψη της παλιάς ιστορίας του κόσμου, προπλάσματα από πηλό που περιμένουν ένα χάδι. Αν σε προσπεράσει κάποτε στους εκατόν τόσο δρόμους σου θα το νιώσεις, επειδή ο Σπιντ θυμίζει μια παλιά, σπουδαία αυτοκρατορία που αντηχεί εις τους αιώνες. Αν σου μιλήσει θα το νιώσεις, επειδή ο Σπιντ διαθέτει την σπάνια, συρμάτινη φωνή ενός αστρικού αγοριού.  Αν, ο Σπιντ, θα το νιώσεις επειδή με τον τρόπο του σε κάνει να θέλεις να ζήσεις περισσότερο.

Οι εφημερίδες έγραψαν για εκείνον μέρες μετά τον θάνατό του. Τα προπλάσματα είπαν, συνιστούν ενδείξεις ενός σπάνιου ταλέντου που χάθηκε τόσο πρόωρα, τόσο πρόωρα. Και τα γραπτά του, σκόρπιες προτάσεις γραμμένες πάνω στα ημερολόγια τόσων και τόσων δεκαετιών, θα μπορούσαν να συγκινήσουν τις ζωές μας. Τώρα ψάχνουν το κλειδί που θα ανοίξει σαν απλοχεριά τον κόσμο του στα μάτια μας. Τώρα ψάχνουν το κλειδί στα κύματα, μα η θάλασσα έχει πάρει μακριά τον Σπιντ και όλες τις απαντήσεις. Τώρα γυρεύουν το κλειδί σε όσα αφήνουν πίσω τους τα εξαντλητικά απογεύματα από την σκληρή ζωή του Σικάγο Σίτυ. Τώρα ζητούν το κλειδί στους τόπους που πεθαίνουν τα παλιά πράγματα, μα η φύση των πραγμάτων, βλέπετε, μα τα κορίτσια βλέπετε, κοσμικές κοπέλες που χορεύουν την αυγή του αιώνα με τους ολοκαίνουριους μισθοφόρους των χιλίων δολαρίων, βλέμματα πεθαμένα, ψεύτικες, σαββατιάτικες πέρλες.

Εγώ κρατώ μια χαμηλή, πιανιστική μελωδία που κάποτε άκουσα από τον ίδιο. Αυτή είναι όλη και όλη η ανάμνησή μου από τον αγαπημένο φίλο μου, τον Σπιντ που απόψε και για πάντα κοιμάται μαζί με κάμποσους, καλούς άνδρες, μίλια μακριά από την ζωή και τον θάνατο.


Μερικές φωτογραφίες ελεύθερα δοσμένες,

Σικάγο, πρωτοχρονιά του 1999, ο Σπιντ με ηλεκτρικά λαμπιόνια και το καινούριο του κοστούμι, την αυγή μιας καινούριας χιλιετίας.

Ο Σπιντ, διαλυμένος από τα φάρμακα, με τις ινδιάνικες προσευχές του και ένα σωρό ψεύτικα στολίδια της επίγειας ζωής.

Ο Σπιντ, ανάμεσα στα μιλιγκράμ που κυλούν στο αίμα του και μια σειρά άδεια δωμάτια

Μια νεκρή φύση, μια άποψη του Σικάγο Σίτυ, σπουδές γυμνών και γλυπτά και ο Σπιντ, μια κατακόκκινη, σωστική φωτοβολίδα στα βάθη της νύχτας, τι πόνος, τι πόνος

Και μια μαρτυρία

Οι λαϊκοί τύποι, οι άνθρωποι που ζουν στους δρόμους, που τίποτε δεν σημαίνουν, που ποτέ δεν περιλαμβάνονται στις στατιστικές της εταιρείας μελετών R. And Son, οι λιγοστοί εργάτες της σχολής γεφυρών και οδοστρωμάτων που σε όλους τους καιρούς είναι εκεί, εκεί, κάτω από τόνους σκυρόδεμα, οι πωλητές, νεαροί ως είκοσι χρονών που ονειρεύονται το ίδιο φως, τα ίδια κύματα, στάθηκαν στην άκρη του δρόμου. Φόρεσαν τις καλύτερες στολές, τα ομορφότερα, μεταχειρισμένα ρούχα τους, οι θαυματοποιοί, τα παλιά επαγγέλματα του δάσους. Όλοι βρέθηκαν στον δρόμο για να χαιρετήσουν τον Σπιντ. Και το κρύο πάγωνε τις καρδιές τους και έσβηνε τα χρώματα από όλο τον κόσμο εκείνο το πρωινό. Και ο Σπιντ χτυπούσε την πόρτα τ’ ουρανού του Σικάγο Σίτυ.

 Απόστολος Θηβαίος