Τετάρτη δημοτικού πάω. Μου αρέσουν τα γράμματα. Καλός μαθητής είμαι και με αγαπάνε οι δάσκαλοι. Κάθε Τετάρτη στην πόλη μας γίνεται παζάρι. Κατεβαίνουν από τα χωριά οι αγρότες και πουλάνε την πραμάτεια τους. Με το καντάρι ζυγίζουν κρεμμύδια, φασόλια, κάστανα, καρύδια και ό,τι καθένας παράγει. Τα σιτηρά, όμως, τα μετράνε με το κουβέλι. Είναι καλάθι, το μικρό που παίρνει πέντε οκάδες σιτάρι, το κουβελάκι, και το μεγάλο που παίρνει δέκα οκάδες, το κουβέλι.
Τις Τετάρτες, λοιπόν, σαν πάω στο σχολείο και τι δεν κάνω για να με δει ο δάσκαλος, να κάνω αισθητή την παρουσία μου! Πρωί πρωί, επιδιώκω να πω την προσευχή. Μετά σηκώνω χέρι για να απαντώ στα μαθήματα. Αυτά τις δύο πρώτες ώρες. Την Τρίτη ώρα, έχω εξαφανιστεί. Περνάω από το σπίτι, αφήνω το σάκο με τα βιβλία, αρπάζω και κανένα κομμάτι ψωμί, παίρνω τα καλάθια και τρέχω στο παζάρι.
– Κουβέλι – κουβελάκι, κουβέλι – κουβελάκι, διαλαλώ την πραμάτεια μου.
Να φωνάζουν να ζυγίσω, αυτή είναι η δουλειά μου, το μικρό το καταφέρνω, το σηκώνω, στο μεγάλο με βοηθάνε και μετά μου δίνουν δυο παράδες. Και φτου κι απ’ την αρχή «κουβέλι – κουβελάκιιι…».
Αυτός που αγοράζει, αναζητά καλάθι να μετρήσει. Κι εγώ πανταχού παρών! « Κουβέλι – κουβελάκι!». Τα λεφτά τα πάω όλα στη μάνα. Εκείνη κανονίζει τι θα ψωνίσουμε. Τελειώνω το δημοτικό. Πρέπει να σταματήσω το σχολείο, παρόλο που τα παίρνω τα γράμματα. Πρέπει να δουλέψω, να βγάλω παράδες, να ζήσει η οικογένεια.
Η αδερφή μου η Ματίνα, ήδη μετά το δημοτικό, πήγαινε να μάθει μοδίστρα. Ο Νότης και ο Μιλτιάδης, ακολουθούν. Ποιος να φέρει λεφτά στο σπίτι; Τα λίγα καπνά που κάναμε, πήγαιναν στο χρέος, αν και οι τιμές είχαν πέσει πολύ.
Το χωράφι στον Άγιο Παντελεήμονα το σπέρναμε σιτάρι. Αυτό ήταν το μοναδικό μας έσοδο. Μόνοι μας δεν μπορούσαμε να το καλλιεργήσουμε, το δίναμε στο μεσιακάρη όπου κράταγε τα μισά. Από αυτά το ένα τρίτο το κρατούσαμε για εμάς, το άλλο το πουλούσαμε και παίρναμε λίγους παράδες. Ο Αραμάνης δεν ήξερε γι’ αυτό το χωράφι και το γλιτώσαμε από την υποθήκη.
[Σελ.42,43]
Μαλβίνα Ιωσηφίδου – 17 ρουμπίνια – Ιωλκός, 2019