Νίκος Χρυσός | Καινούργια μέρα

«Κοιμάσαι, Μαρκόνη;» ψιθυρίζει ο Τέως.
Ο Λάκυ παραμιλάει στον ύπνο του, στριφογυρνά κάτω απ’ την κουβέρτα, μιλάει τη γλώσσα του, κανείς μας δεν τον καταλαβαίνει.
«Μαρκόνη, κοιμάσαι;»
Καθισμένος σ’ ένα σκαλοπάτι πέντε μέτρα μακριά, ο Γιάννης γυρεύει στις τσέπες του κανένα μισοκαπνισμένο τσιγάρο, τα χείλια το στεγνά, διψάει και κρυώνει και φοβάται. Του αρέσει ο φόβος, μια απόδειξη ότι είναι ζωντανός. Βρίσκει μια γόπα, την ισιώνει, ανάβει, τραβάει δυο τζούρες, δεν βγάζει περισσότερες.
Ο υφασματέμπορας μάταια προσπαθεί να διακρίνει τα άστρα.
«Λες να υπάρχει ζωή κι αλλού;»
Ο θαλασσινός ξαγρυπνά μα δεν ανταποκρίνεται. Στο πέλαγο τα αστέρια έμοιαζαν πιο ζωντανά, ίσως να ‘ταν η εντύπωσή του, δεν ξέρει να απαντήσει.
«Πάντα ήθελα ένα τηλεσκόπιο, ποτέ δεν πήρα. Δεν το ‘θελα αρκετά», λέει ο Τέως. Δεν ξέρει αν τον ακούει κανείς αλλά συνεχίζει να μιλά.
Κακό σαράκι οι αναμνήσεις, σκίζουν το δέρμα, τρυπούν τη σάρκα, μπαίνουν στους πνεύμονες και στο συκώτι, δεν σταματούν πουθενά. Ο Ένιο, ο Σεβαστιανός, ο Θαμάσιος, ο καπετάν Τάκης, η Κερασιά, ο Τζίμμυ, ο Μαλίκ, η Νερίνα, η μάνα, νεκροί και ζωντανοί σουλατσάρουν πάνω στα νερά του Λιμανιού, κυνηγιούνται, τραμπαλίζονται, βουτάνε στα κύματα κι αναδύονται ολόστεγνοι.
«Σαν να έχει χολώσει το φεγγάρι απόψε και τσιγκουνεύεται το φως. Κοιμάσαι;»
Ο Λάκυ αλλάζει πλευρό κι ησυχάζει.
«Λες να έχει φουκαράδες στο φεγγάρι; Αν μάθαινα πως είναι όλοι καλοβολεμένοι και χορτάτοι, θα τρελαινόμουν. Ίσως να συναντούσα τον Κωνσταντή ή τον Τσικλάνα. Θα είναι καλύτερα εκεί πάνω, το ξέρω, μη με ρωτάς πώς και γιατί, δεν έχει σημασία που δεν σπούδασα αστρονόμος, δεν πήρα τηλεσκόπιο ποτέ μου, δεν το ήθελα αρκετά, αλλά ξέρω ότι ο ουρανός δεν θα ήταν έτσι ελαφρύς αν κουβαλούσε τόση δυστυχία».
Ο Μαρκόνης δεν έχει τι να πει, σιωπά, μούδιασε το δεξί του χέρι, όμως δεν αλλάζει στάση. Ένα κουνούπι στριφογυρνά πάνα απ’ το κεφάλι του, ψάχνει μια τρύπα στα σκεπάσματα, δεν βρίσκει, φεύγει.
Δεν είναι αστείο που η θάλασσα και ο ουρανός έχουν το ίδιο χρώμα; Κοιμάσαι; Αν ήμουν μονάχος, θα έκλαιγα απόψε. Αλήθεια σου το λέω και ξέρεις πως δεν είμαι κανένας μίρλας. Εκείνο το σημάδι στο τσιμέντο ξεθωριάζει, το βλέπω κάθε μέρα και πιο αχνό, δεν το λέω σε κανέναν, ούτε στο εαυτό μου, αλλά σύντομα δεν θα ‘χει μείνει ούτε ίχνος. Κοιμάσαι;»
Πώς να κοιμηθείς όταν ξέρεις; Ίσως στο φως της μέρας στο μέσο μιας πολύβουης πλατείας, κάτω από μια παχιά σκιά στο πάρκο, στην άπλα μια κάμαρας ζεστής, ίσως τότε. Μα πώς να σε πάρει ο ύπνος στο τσιμέντο; Πώς να μερώσεις τα σωθικά σου πεινασμένος; Πώς να χωνέψεις τόσο πόνο;
«Δαγκώνω έπειτα τα χείλη, το ξανασκέφτομαι και λέω: Τι λόξα μάς καβαλά κι αρπαζόμαστε με τέτοια λύσσα από τη ζωή;»
Ο θαλασσινός βαριανασαίνει.
«Μαρκόνη, κοιμάσαι;»  
«Όχι».
«Λες να ‘χει ζέστη στο φεγγάρι;»
«Δεν ξέρω»
«Και τι μας νοιάζει εμάς. Και με βοριά και με νοτιά, άσκοπα ζούμε.

[Σελ.530,531,532]

 


Ένα βράδυ του Δεκεμβρίου σε μια σκοτεινή γωνιά του Λιμανιού, τρεις άντρες πυρπολούν ζωντανό τον Σεβαστιανό, έναν κλοσάρ που έχει τη φήμη δεινού παραμυθά. Ο Παύλος, ο νεότερος από τους τρεις θύτες, συγκλονισμένος από την αγριότητα του εγκλήματος αναζητά στοιχεία για το θύμα, ελπίζοντας πως έτσι θα εξιλεωθεί από τις τύψεις. Μέσα στη σύγχυσή του, πιστεύει πως, αν ζωντανέψει την ιστορία του νεκρού, θα τον επαναφέρει στη ζωή. Ερευνώντας στα στέκια των αστέγων, καταφέρνει να εντοπίσει τους συντρόφους του Σεβαστιανού, τον Τέως, τον Μαρκόνη, τον Λάκυ και τον Γιάννη. Ζητά και από τους τέσσερις να διηγηθούν την ιστορία τους και την ιστορία του χαμένου φίλου τους, και δίχως να το καταλάβει παγιδεύεται σε έναν παράξενο κόσμο. Ενώ όλα μοιάζουν, στην αρχή, γεγονότα πραγματικά, οι αφηγήσεις περιπλέκονται.
Ποιες αιτίες και ποια κίνητρα τους ωθούν σε διαφορετικές και συχνά αντικρουόμενες μαρτυρίες; Πού σταματά ο μύθος και πού αρχίζει η αλήθεια; Ποιος ήταν τελικά ο Σεβαστιανός;
Μια κατάβαση στην κόλαση του περιθωρίου, μια περιπλάνηση στον παράδεισο της εξιστόρησης, ένας λαβύρινθος όπου ίσως κρύβεται το νόημα της ζωής.
[Από το οπισθόφυλλα του βιβλίου]

Νίκος Χρυσός - Καινούργια μέρα - Εκδόσεις Καστανιώτη, 2019