«Πώς να νιώθεις άραγε όταν πιλοτάρεις αεροπλάνο; Πρέπει να είναι τρομερή η αίσθηση της ελευθερίας στο αέρα. Και οι πιλότοι χαίρουν και ενός σεβασμού. Παλιότερα κάθε φορά που το προσγείωναν λάμβαναν και χειροκρότημα. Κάποιες φορές γίνεται ακόμα έχω μάθει, σε δύσκολες προσγειώσεις. Και εγώ τι λαμβάνω κάθε φορά που σταματάω τον συρμό στην πλατφόρμα; με απίστευτη ακρίβεια, να το λέμε αυτό. Βλέμματα στραβομουτσουνιασμένα από ξινισμένους επιβάτες, είτε επειδή είναι πολύ πρωί, είτε εξαιτίας της προσμονής για το στριμωξίδι που έρχεται και δεν μπορούν να αποφύγουν. Και στους πιλότους δίνουν ολόκληρη στολή, με τρεις αλλαξιές, και μοιάζουν σαν ναύαρχοι, ενώ εμείς, ζήτημα να μας δώσουν ένα πουκάμισο, με ένα ξεφτισμένο λογότυπο πάνω. Αν και οι πτήσεις έχουν τους περιορισμούς τους, δεν λέω, τουλάχιστον οι πιλότοι έχουν τη ψευδαίσθηση ότι μπορούν να στρίψουν λίγο αριστερά, λίγο δεξιά. Εμείς ακολουθούμε τις ράγε… σκλαβωτικά, εντελώς! Λεβιές πάνω, ξεκίνα, λεβιές κάτω, σταμάτα. Βαρεμάρα. Και οι μισθοί; Ας μην συγχυστώ πάλι. Και οι σύζυγοι των πιλότων; Πάω στοίχημα ότι θα έχουν δίμετρες μουνάρες, και δεν θα έχουν τα μούτρα της δικιάς μου όταν γυρνάω σπίτι. Εεμ βέβαια. Με δέκα χιλιάρικα το μήνα, και η γυναίκα μου, μέχρι και μασάζ στις πατούσες θα μου έκανε. Να και η Ομόνοια. Κάτσε να επιβραδύνω. Ωπ τι χαμογελαστά πρόσωπα είναι αυτά; Τι στο καλό; Ωχ γυμνή είναι αυτή; Ναι ρε μαλάκα μου, γυμνή είναι. Καλό γκομενάκι. Που τρέχει έτσι, τι την έπιασε πρωινιάτικα; Ωχ την έχασα γαμώτο, φύγετε από μπροστά ρε πούστη μου, δεν επιτρέπεται να κάνω και όπισθεν γαμώτο. Να κάνω λίγο; λες;»
◊
«Καλή μπάζα μέχρι τώρα. Θα κάνω άλλα τρία τέσσερα βαγόνια και μετά σπίτι με τα παιδιά να δούμε τι βγάλαμε. Έχω βάλει και τα καλά μου σήμερα και δεν με ψιλιάζονται. Ούτε που κατάλαβε τίποτα ο κοστουμαρισμένος, φαίνεται παχύ το πορτοφόλι, αλλά θα το τσεκάρω μετά. Ελπίζω να έχει και λίγο μαρούλι μέσα, όχι μόνο κάρτες και καπότες πάλι. Γεμάτη η πλατφόρμα. Πρέπει να έχουν αραιώσει τα δρομολόγια, για εμάς δουλεύει η κυβέρνηση. Κάτσε να σταθώ εδώ να μπω στο στρίμωγμα μαζί με την κυρία, ματσωμένη φαίνεται, μισάνοιχτη η τσάντα ήδη, γυρεύοντας πάει, εγώ φταίω μετά; Ωπ! τι φασαρία είναι αυτή; Που πάει έτσι τσίτσιδη αυτή; Να και οι σεκιουριτάδες. Πωω γαμάτα, αναμπουμπούλα, να χωθώ στο μπουλούκι, καλή ευκαιρία. Τέλεια, το τσίμπησα. Εμ, τι να σου κάνω μαντάμ; πρέπει να ζήσουμε και εμείς οι καλλιτέχνες. Ας πάω να δουλέψω λίγο Σύνταγμα τώρα.»
◊
«Όλο στεναχώριες μας φέρνει αυτός ο γιόκας μου, τι είναι αυτό που μας έλαχε πάλι; Δεν μπορεί, ο Θεός μας τα στέλνει να μας δοκιμάσει, να δοκιμάσει την πίστη μας, να σιγουρευτεί ότι είμαστε άξιοι για τον παράδεισο! Μα να θέλει να παντρευτεί την ξετσίπωτη; Που φοράει τα ξώπλατα και τα μίνια μέσα στο καταχείμωνο; Έχει κάνει λέει μόνο τρεις σχέσεις μέχρι τώρα. Μα είναι δυνατόν; Τρεις άνδρες πριν τον γιόκα μου; Πως θα εμφανιστώ εγώ τώρα στον φιλόπτωχο; Τι θα πουν οι άλλες; Πωω, ποιος ακούει τώρα τις μπηχτές της Νίτσας; Ακόμα αυτό το τρένο; Και που είναι ο Αγαθοκλής; Α νάτος, πάλι χαζεύει γύρω, στον κόσμο του όπως πάντα. Κοντά μου Αγαθοκλή, μην ξεμακραίνεις, τι σου έχω πει; Δεν φοράς τα γυαλιά, έχεις και τα αρθριτικά σου. Μα τι σαματάς είναι αυτός; Τι κοιτάνε όλοι; Θεέ μου Παντεπόπτη μου και Παναγία μου Μεγαλόχαρη! Μια γυμνή. Τρέχει μέσα στον κόσμο. Και είναι και γυμνή! Χριστέ μου Καλοκάγαθε τι βλέπω και δεν σωριάζομαι. Ναι έτσι, καλά της κάνετε, να την συλλάβετε, στη φυλακή κατευθείαν, ισόβια να την κλείσετε. Τι γελάς μωρή δαιμονισμένη; Καλά σου κάνουν, είσαι του Σατανά εσύ! Αγαθοκλή, Αγαθοκλή, που είσαι; Τι κοιτάς και χαίρεσαι καλέ; Δεν ντρέπεσαι; Μην κοιτάς, κλείσε τα μάτια σου, γύρνα από εδώ, στην Κόλαση θα πας!»
◊
«Μαζοποίηση. Τόσος κόσμος στοιβαγμένος σε μια λωρίδα τσιμέντου και περιμένουμε. Άνδρες, γυναίκες, μεγάλοι, μικρότεροι, παιδιά. Γινόμαστε όλοι το ίδιο, απλά υποψήφιοι επιβάτες σε αναμονή. Η ατομική ιδιαιτερότητα, τα προσωπικά θέλω, όλα εξαφανίζονται. Περιμένουμε το πολυπόθητο τρένο, λες και η είσοδος σε ένα βαγόνι αποτελεί μια προσωρινή λύτρωση από τους καθημερινούς μας καταναγκασμούς. Περιμένουμε, μπήκαμε, σωθήκαμε. Και το τρένο να μας πάει που; Σε έναν αδιάφορο χώρο εργασίας, να γίνουμε άλλο ένα γρανάζι του καθιερωμένου συστήματος, να εργαστούμε πολύ, να παράξουμε πολύ, να αμειφθούμε λίγο. Και να χάσουμε τον εαυτό μας. Α μάλιστα. Μια γυναίκα γυμνή που τρέχει. Λογικό. Η ανάγκη για διαφοροποίηση σε μία τόσο ισοπεδωτική κοινωνία, εκεί μας οδηγεί. Σήμερα μια γυμνή στο μετρό, αύριο ένας στην ταράτσα να απειλεί με αυτοκτονία, μεθαύριο ένα παιδί με καλάσνικοφ στο σχολείο.»
◊
«Τι είναι αυτό; Τι ξεφτίλα είναι αυτή; Μα δεν μπήκε κανείς χθες στο ίνστα; Μόνο εξακόσια εξήντα έξι λάικς; Συμβολικό θα είναι. Αυτό δεν είναι το νούμερο της πυροσβεστικής; ..ή του ασθενοφόρου; Ότι και να ναι, και τα δύο θα τα χρειαστώ τώρα στο φροντιστήριο. Ποιος αντέχει την κοροϊδία από τις άλλες τις κλώσες; Μόνο τόσα λάικς; Μα δεν καταλαβαίνω! Και ώμους έδειξα, και τα χείλη σούφρωσα, και καλά πονηρά, και μπούτι έδειξα. Μα δεν τους έκανε τίποτα τόσο ντεκολτέ; Και ο Πέτρος; Ούτε ένα λάικ. Δεν του αρέσω πια; Τσάμπα χώρισα τον Νίκο; Λες να τα έφτιαξε με εκείνο το πουτανάκι την Λένα; Καλά τους είδα στο πίτσι πίτσι χθες στο διάλειμμα. Αργεί και αυτό το τρένο. Δεν πειράζει, θα φάω λιγότερη καζούρα. Ωχ, που τρέχει έτσι αυτή γυμνή; Γιατί χασκογελάει; Σιγά κοπελίτσα μου, και άλλες θέλουν να βρουν γκόμενο αλλά δεν κάνουν έτσι. Για να δω, αχ ευτυχώς, ο κώλος μου είναι χίλιες φορές καλύτερος.»
◊
«Πολύ αργεί πάλι το μετρό. Θα χάσω την σειρά μου, θα πάρει αναβολή η υπόθεση και άντε να περιμένω κάνα δίμηνο πάλι. Και πρέπει να πληρωθώ όσο πιο γρήγορα από τον πελάτη, τα έξοδα τρέχουν, αυξήθηκε και η συνδρομή στην λέσχη. Για να δω, τι νούμερο έχω; Α, οκ, με λίγη τύχη θα προλάβω, εάν δεν τις ξεπετάξει γρήγορα τις προηγούμενες υποθέσεις η δικαστής βέβαια. Που καταντήσαμε. Προετοιμασία και κατάθεση αγωγής, το χαρτόσημο και μαζί η παράσταση να τα χρεώνω μόνο τρία χιλιάρικα. Που είναι εκείνες οι λαρτζ εποχές που ζήταγες άνετα το δεκαχίλιαρο; Και ας χτυπιόταν ο πελάτης κάτω, του ’λεγες άμα θες, αλλιώς πήγαινε αλλού. Ωπ τι γίνεται εκεί; Μια γυμνή γυναίκα και οι σεκιουριτάδες ξοπίσω. Σας παρακαλώ, να περάσω λίγο, κάντε χώρο, είμαι ένας δημόσιος λειτουργός, προστάτης της δικαιοσύνης. Σας παρακαλώ. Κυρία μου, εδώ εδώ , ακούστε με κυρία μου. Οι παρακείμενοι υπάλληλοι της υπηρεσίας φύλαξης σας έχουν θέσει υπό κράτηση, ενώ δεν κατέχουν τοιαύτη δικαιοδοσία, ούτε ενέχεται η εν λόγω πράξη στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Παρακαλώ! Ορίστε με πάραυτα συνήγορο σας και θα προβώ σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την άρρηκτη προστασία των δια του νόμου δικαιωμάτων σας. Ορίστε και η κάρτα μου. Εμ, ναι έχετε δίκιο, δεν έχετε κάπου να την βάλετε. Θα την φυλάξω εγώ για εσάς!»
◊
«Μαμά, τι είναι αποβράθρα; Εκεί ψηλά δεν γράφει αποβράθρα; Καλά δεν το διάβασα; Τι είναι; Υπάρχουν πολλές; Η κυρία στο σχολείο μου είπε ότι διαβάζω πολύ καλά. Ξέρω όλες τις δύσκολες λέξεις. Δεν διαβάζω πολύ καλά μαμά; Μαμά σου μιλάω. Μαμά θα μου πάρεις μετά χαρτάκια; Χθες πέτυχα την Μάγκυ, μου λείπει μόνο η Μπέλα. Έλα μαμά σου μιλάω, θα πάρουμε χαρτάκια; Μου το υποσχέθηκες. Το τέλειωσα όλο το διάβασμα. Όχι όχι το μισό, όλο το τέλειωσα. Δυο σελίδες ’μείναν μόνο, σιγά. Έλα μαμά, μην κάνεις πως δεν ακούς. Δεν είσαι ’ντάξει μαμά. Μαμά είσαι… μαμά είσαι… αδαής. Το λέει και η φίλη μου η Λένα για την μαμά της. Η μαμά μου είναι αδαής. Είσαι αδαής μαμά; Μαμά που κοιτάς; Σου μιλάω! Μαμά γιατί αυτή η κυρία εκεί δεν έχει ρούχα; Γιατί είναι γυμνή αυτή μαμά; Τα ξέχασε τα ρούχα της; Μήπως δεν έχει ρούχα μαμά; Είναι φτωχή; Μήπως να της δώσουμε το μπουφάν μου από πέρσι; Μαμά σου μιλάω!»
* * * * * *
Ο Σωτήρης Παυλέας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι διδάκτωρ αστικής ανάπτυξης και εργάζεται ως senior manager στον ιδιωτικό τομέα. Διερευνά τη δημιουργική γραφή σε πείσμα της τεχνοκρατικής καθημερινότητας. Οι συγγραφικές του ανησυχίες αντλούνται κυρίως από την παρατήρηση της ζωής των ανθρώπων στην πόλη. Διήγημα του διακρίθηκε πρόσφατα σε πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό.