Έγειρε το δειλινό στης αρχαίας λύπης το ποίημα. Ξερό ριγμένο φύλλο στο πέλαγος που αγναντεύει o βρεγμένος ναυτικός τους αφρισμένους στίχους. Άνοιξε το ροζαλί κοχύλι η μεγάλη βεντάλια του ουρανού. Ξόδεψε την αστείρευτη πηγή στην κάμινο της ξανθιάς ερήμου. Στην γδαρμένη πλάτης της γδυτής Αφροδίτης υφαίνονται ακόμη τα σημάδια των πρώτων στιγμών. Πληθαίνουν μέσα στις βυθισμένες της γούβες τα ρόδινα λόγια. Τα λιγοστά χρυσά λάφυρα που απέμειναν στου πενταδάκτυλου την κορφή λαμποκοπούν τις μαινόμενες αχτίδες από του ήλιου την άκρη. Καταρρέουν σαν άλογοι κόσμοι φωτισμένοι μέσα στο σκοτεινό κέλυφος του πηλού. Σκέυρωσαν στους ώμους τα κούφια φορτία των αγαλμάτων που κοιτούσαν χαμηλά να λιώνει στους πύρινους κρατήρες ο χάλκινος ρευστός εαυτός τους. Στην πλατιά γυάλινη άμμο πίσω από τον μακρύ βραχίονα με τα πετρώδη στολίδια γύρευαν τα απογεύματα, σαν τους επαίτες σφυροκοπώντας τους πεθαμένους ίσκιους στο κουρσεμένο χαλί της ανατολής. Βαθιά μέσα στον όρμο του Καρτιχατάστ οι σκαμμένοι μυστικοί τάφοι, επάνω αργοπορούν ακόμα ξυπόλυτα τα μισά βήματα από τα λιγνά κορμιά των Φοινίκων. Στέκονται κατά γης σαν τις αναρκοβυζούες αγναντεύοντας το αλώβητο πέλαγο προτάσσοντας τα μεγάλα τους στήθη για πολεμίστρες. Οι ξένοι περαστικοί σαν τα ζιζίρια κατσιαρίζουν τα καλοκαίρια γύρω από τους πάγκους με τις πραμάτειες. Το μαλλί της γριάς που ανεμίζει σαν φλόγα καίει τον λευκό δερβίση που γυρίζει στον αέναο κύκλο. Στα τέσσερα άκρα του λόφου του πιθαριού της Αμαθούντας γλυκοφιλούν το χάραμα τα δυο ανεύρετα χείλι. Το ορμητικό πήδημα των ταύρων σκιάζει τον ραγισμένο καθρέπτη του φωτός. Σκοτωμένο κρασί αναβλύζει από τις πηγές σαν κόκκινο αίμα απορροφάει τις ρόδινες ανταύγειες του φωτός. Εκεί τραβούν τα κουπιά οι ιδρωμένοι κέδροι του Λιβάνου στα αρραγή σκαριά που τριηραρχούν σε σχηματισμό χελιδονιών από την Βίβλο. Στα κύλα τους βαστάζει η θάλασσα την ακμή του κυμάτων. Με τα μακριά κουπιά τους έλκουν προς μια και μόνο κατεύθυνση τα πέρα σημεία του ορίζοντα. Διαλέγουν το Κίτιον για το δικό τους απάνεμο λιμάνι. Απλώνεται το άδετο δίχτυ στα γυμνά χέρια. Πουκάμισο πάλλευκο που πλέει και σκορπάει τα διαυγή όστρακα του βυθού. Ο Άγιος Τύχωνας ανακατεύει το μούστο από το κρασί και κολυμπά σαν το αμέθυστο κοράλλι στο πλατύ του αιθέρα. Μια λαμπρατζιά άναψε την Ανάσταση εκεί στο μοναστήρι απέξω απέναντι από το ψηλό Κυπάρισσο έλαμψε το διάδημα στο πρόσωπο της Αστάρτης. Κι άλλες θεές βαστάζουν τις στάμνες με το μελλούμενο νερό. Ακολουθούν τους ίδιους παλιούς περιπάτους πάνω στην χλόη.
* * * * *
Ο Νικόλαος Κοντουδιός γεννήθηκε στην Ρόδο στις 24 Ιουνίου 1975. Aποφοίτησε από το Καζούλειο Λύκειο το 1993. Σπούδασε στην Αθήνα Οπτική Επικοινωνία και εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα στον κυριακάτικο τύπο στο τμήμα σελιδοποίησης και σχεδίασης. Ακολούθως παρακολούθησε επιτυχώς τους ολοκληρωμένους κύκλους μαθημάτων MOOCS. «Αρχαία Ελληνική φιλοσοφία από τον θαλή στον Αριστοτέλη» και «Αριστοτελική Ηθική» και «Πλάτων» στο Ιδρύμα Σταυρός Νιάρχος (Mathesis). Τα πιστοποιημένα προγράμματα στην «Ηθική Φιλοσοφία και Βιοηθική», «Ιστορίας της Φιλοσοφίας και Φιλοσοφία των επιστημών» και τον κύκλο βιωματικού σεμινάριου «Δημιουργικής Γραφής και Αυτογνωσίας» του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και δύο αντίστοιχα σεμινάρια ακόμη δημιουργικής γραφής του Διεθνούς Κέντρου Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου. Δημοσίευσε το 2017 την πρώτη του ποιητική συλλογή «έξω χρόνος – Τime out» σε ηλεκτρονική μορφή στην διεθνή πλατφόρμα της ‘Joomag’. Έχει γράψει το διήγημα «Αναμμένα Μαγκάλια» το οποίο διακρίθηκε με το Α΄ βραβείο στον σχετικό διαγωνισμό και συμπεριλαμβάνεται στο ανθολόγιο διηγημάτων Ρόδος «Ιστορίες του τόπου μας» από τις εκδόσεις iwrite. Τα τελευταία τρία χρόνια είναι ενεργό μέλος της ομάδας της δημιουργικής γραφής «Αγέρι Γραφής» του Διεθνούς Κέντρου Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου. Στο εργαστήριο του δημιουργεί ταυτόχρονα εικαστικές συνθέσεις γλυπτικής και χειροτεχνίας. Zει και εργάζεται μόνιμα στη Ρόδο.