Ρογήρος Δέξτερ | Σχεδίες

© Lee Friedlander

[Το Σύνδρομο τού Σκαντζόχοιρου]

7.

Η βρύση που στάζει αργά στην κουζίνα
Ενώ παλεύω να κοιμηθώ
Ο τρελός -έτσι τον λένε- τής γειτονιάς
Που σβήνει με τραγούδια τούς καημούς του
Το θρόισμα που έκαναν
Στο πάτωμα πέφτοντας
Τα ρούχα σου
Η μουσική τής χλόης
Των ίδιων χρωμάτων σ’ ένα καλό λιβάδι
Όλα αυτά είναι ήχοι παλιοί
Που αφουγκράζομαι ακόμη και ξέρω πως ζωντανεύουν
Όπως κάποτε
Πάνω στα πλήκτρα τής γραφομηχανής
Τα δάχτυλά μου
Καθώς πίστευα ότι δε θα μπορούσα
Ούτε μια στιγμή θαρρώ
Να βρω και να κατοικήσω
Βγαίνοντας έξω απ’ τό σώμα σου
Όπως βγαίνει κανείς
Από το μάτι μιας Δευτέρας
(Με τον τρόπο που γυρνούν οι ζωές μας
Γύρω απ’ τόν ήλιο και το φεγγάρι
Γυρεύοντας πάντα
Τις πιο θαμμένες στιγμές των γεγονότων
Διαρκώς γυρίζοντας στο μέλλον)
Γιατί στο παρόν
Οι σκέψεις τριγυρνούν διαρκώς μες στο φτωχό μυαλό
Σχηματίζοντας μιαν ολοστρόγγυλη θλίψη
Για να μας τρώει τις νύχτες
Και να μη χορταίνει
Για να θυμάμαι πώς χαμογελάς
Στην άκρη μιας χαράς κρεμασμένης
Στην άκρη ενός γέλιου στο στόμα σου
Καθώς
Κάπου εδώ τελειώνει το παραμύθι που έπλεξα
Στο πιο στενό αδιέξοδο πριν απ’ τόν ύπνο
Και η θλίψη παίρνει ολοένα
Πιο στρογγυλό σχήμα
Μέχρι να γίνει
Δράκος που θέλει να με καταπιεί
Μήπως γλυτώσω.


[Μπλουζ για μια συνοικία]

Φωνές στους απέναντι
Και θόρυβος σαν κρότος
Από γυάλινα αντικείμενα που σπάζουν
Παρόμοια και γίνονται
Χίλια κομμάτια
Ενώ μια σειρήνα περνά
Ουρλιάζοντας βιαστικά
Και δε μαγεύει πια
Όσους ακούν περιμένοντας να νιώσουν
Τί κακό συμβαίνει πάλι τριγύρω
Όχι όπως
Οι παλιοί θαλασσόλυκοι στα πέλαγα
και μέσα
Στη γλυκιά σαγήνη τού φεγγαριού που στρογγυλεύει
Αλλά
Καθώς μέσα στο μισοάδειο κεφάλι μου
Τα λόγια και προπάντων η σκέψη σου
Γδέρνονται σαν τσακωμένα γατιά
Και όμως
Αύριο ίσως κανείς να μην ξυπνήσει
Από τους τόσους
Λογισμούς που πέφτουν στα σωθικά μου
Και βαραίνουν γιατί ξέρουν πως δε φτάνει
Ένα ποτήρι πριν τον παυσίλυπο ύπνο
Για να νεκρώσει μια θλίψη αγκάθινη
Όσο οι μέρες περνούν και οι νύχτες
Πετούν κι από ‘ν’ αγκάθι
Να γελάσουν οι φίλοι
Οι διαβάτες και αυτοί που χάνονται
Στου δρόμου την πρώτη στροφή
Κάτω από το μισάνοιχτο παράθυρο
Με τις γλάστρες και το χέρι
Κοριτσιού που ποτίζει να ευωδιάζουν
Κάθε μεσημέρι τους έρωτές της
Μέχρι εκεί όπου κάποιος
Σπρώχνει στην ανηφόρα τη σκιά του
Βεβαιώνοντας έτσι την υποψία
Πως οι νεκροί αφήνουν το χρόνο
Και όχι τον τόπο
Γυρεύοντας μόνο
Να μπαινοβγαίνουν στα όνειρά μας