Την άλλη Τετάρτη επιστρέφει. Ήρθε ειδοποίηση απ’ την εταιρεία. Εμπορικό “Πρωτεύς”, εκ Μπουένος Άιρες, αναμένεται να καταπλεύσει εις Πειραιά περί την πέμπτη πρωινή. Ως τότε απομένει καιρός για το σώμα, συλλογίστηκε και γέλασε πικρά με κάποιο λόγο μυστικό.
Το κτίριο του Ηλεκτρικού συνιστά ένα έξοχο δείγμα της νεοκλασικής αναγέννησης. Ψηλή στέγη, επιβλητική πρόσοψη, ευρύχωροι διάδρομοι, ο θόρυβος του πλήθους που φθάνει και αναχωρεί χωρίς σταματημό. Δίπλα της ένα αγόρι και ένα κορίτσι αγαπιούνται απ’ την αρχή, δείχνοντας τον δρόμο στο εκστατικό κοινό. Εκείνη πλησιάζει δειλά, σαν πρώτη βροχή, σαν πρώτη βροχή και αποτίει τον φόρο τιμής που αρμόζει στα σώματα, στα σώματα.
Αναμένεται θα πει πως ίσως ποτέ δεν φτάσει. Ίσως πλήγωσε έναν θεό και χρόνια δέκα του αναλογούν να δοκιμάζει το πικρό νερό.
Νύχτα στην λεωφόρο του Πανεπιστημίου μ’ αδύναμους φωτισμούς, με πολλή μοναξιά. Αυτό που είπε η δις Μάργκαρετ στάθηκε μια κατάφωρη απρέπεια. Κανείς δεν τολμά να μιλήσει έτσι, αν έχει τρόπους βεβαίως. Και είναι σχεδόν σίγουρη πως στα περίχωρα του Λονδίνου ζει ένα πλήθος ετερόκλητο, ποιότητες ανάλογες της δίδας Μάργκαρετ. Και δεν θα ΄χε καμιά σημασία στη ζωή μας αν αυτοί οι τύποι των ανθρώπων δεν συνέρρεαν στην λυπητερή μας πολιτεία. Κατέληξε πως η αυτοσυγκράτηση υπήρξε η τελειοτέρα των στάσεων. Έπειτα έφερε στο νου της τα ωραία, καλοκαιρινά σώματα, ίδιος τόπος πριν δεκάδες χρόνια στ’ απόγειο της δόξας του μεσημεριού. Τα σώματα με την μνήμη της αφής που πεθαίνουν μονάχα όταν το θελήσουν.
Αναμένεται, σημαίνει πως το πλοίο χάθηκε απ’ τα ραντάρ εδώ και μέρες. Και πως με την βοήθεια του θεού και την ελπίδα του ανθρώπου ίσως βρεθεί το κουφάρι του πλοίου ναυαγισμένο δίχως ναύτες. Δίχως τίποτε να αναμένεται.
Ήρθε ειδοποίηση. Εμπορικό “Πρωτεύς”, εκ Μπουένος Άιρες, καταπλεύσει εις Πειραιά. Δεν γνωρίζω τίποτε άλλο, όμως νιώθω πως ανάμεσά μας όλα τέλειωσαν. Η ζωή μερικές φορές συνιστά την πιο δύσκολη υπόθεση, τον πιο τρομερό έρωτα. Όμως θα ’χουμε τους σταθμούς μας και όλα θα σε γεννούν εκεί. Και στον θόρυβο του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου η καρδιά μου που’ ναι, να ξέρεις κιόλας σπασμένη, η καρδιά μου θα τινάζεται, κάτι παλιά σίδερα δηλαδή και τίποτε άλλο, πριν την δική σου πόλη. Ήρθε ειδοποίηση. Θα πρέπει να βρίσκομαι στο λιμάνι σε μια ατέλειωτη σειρά περιφρονημένων γυναικών και μωρών παιδιών και εμπόρων και ατέλειωτων, αταίριαστων ειδικοτήτων που ως γνωστόν ξεκαλοκαιριάζουν στα λιμάνια.
Στον επόμενο σταθμό εγκατέλειψαν τον συρμό και πλανήθηκαν στον έρωτα. Το μαρτυρούσαν οι ερυθρές παρειές της, η σιωπή που καθώς γνωρίζετε επιβάλλεται φυσικά στον κόσμο των ανθρώπων. Προσπέρασαν τους κράχτες της τέντας του Νίνο, όπως ονομάζεται το τσίρκο που δουλεύει εδώ και μερικές μέρες στην περιοχή του συνοικισμού. Λάτρεψε τα σώματα των ακροβατών, όπως αφήνουν τον βατήρα και περνούν από μπροστά της, ανεμίζοντας σημαίες και χαμόγελα. Είδε τα σώματα μετέωρα, θυμήθηκε τις φαιδρές φωνές της ζωής της και σ’ αυτόν τον έρωτα προσφέρθηκε ακμαία. Χαιρέτησε όπως επιβάλλουν οι σιωπηροί κανόνες του κόσμου και έπειτα, παθητικά και μ’ έφεση δόθηκαν για ύστατη φορά στην τέχνη τους, στο ρεύμα που πέθαινε.
Απόστολος Θηβαίος