Σωτήρης Παυλέας | Ο Ντράγκο λαμβάνει γράμμα από τον ανιψιό του Λάζλο

© Ray Metzker

Το χρώμα των νερών του ποταμού του φαινόταν πια πιο σκούρο. Ακόμα και το πράσινο του γρασιδιού που αγκάλιαζε τις όχθες κατά μήκος του ποταμού, είχε χάσει πια τη φωτεινότητα του. Αναρωτήθηκε και πάλι εάν ήταν ιδέα του ή απλά αν είχε κάποια βάση εκείνη η αλλόκοτη αντίληψη που είχε σφηνωθεί τους τελευταίους μήνες σε εκείνο το κουτάκι μέσα του, όπου συνεχώς συγκρούεται η λογική με το συναίσθημα. Ότι η φύση μετά τον πόλεμο αντιδρά και εκφράζεται διαφορετικά. Ότι είναι εκεί γύρω τους δίνοντας πνοή όπως πάντα, αλλά τώρα πια με μια περισσότερο μουντή,  περισσότερο θλιμμένη και ίσως επικριτική στάση. Ένα είδος θρήνου και αποδοκιμασίας απέναντι στα καμώματα του ανθρώπινου γένους μέσα σε έναν πόλεμο.

Ο ήλιος πάνω από την πόλη στεκόταν ακόμα ντροπαλός, αναποφάσιστος αν θα κάνει την εμφάνιση του μέσα από τα σύννεφα. Το πρωινό αεράκι βοηθούσε τις φυλλωσιές στην πρωινή τους γυμναστική. Ο Ντράγκο προσπάθησε να αποδιώξει τις στενάχωρες σκέψεις και να ξανασυγκεντρωθεί στο ξύσιμο του ξύλου. Μετά και την ολοκλήρωση της αποχώρησης των Γερμανών από τη χώρα, το ζωντάνεμα της παλιάς του βάρκας ήταν μια προσπάθεια να βρει έναν σκοπό, να κλέψει ίχνη από την παλιά ξέγνοιαστη καθημερινότητα. Καθόταν στο αγαπημένο του σκαμπό στην όχθη του ποταμού Νίσαβα λίγο έξω από το κέντρο της Νις, κοντά στη γειτονιά που είχαν γεννηθεί μεγαλώσει και γεράσει όλοι στην οικογένεια. Όλοι εκτός από τον Λάζλο, που είχε φύγει για το Παρίσι.

Ο μοναχογιός της αδερφής του, ο ανιψιός του, που στην καρδιά του είχε πάρει από την πρώτη μέρα τη θέση του γιου που δεν κατάφερε να έχει. Ένα σφίξιμο ενοχής τσίμπησε το στομάχι του. Ναι, την αγαπούσε την κόρη του, ήταν περήφανος για το πόσο άξια και φιλότιμη κοπέλα είχε γίνει, αλλά με τον Λάζλο, ήταν διαφορετικά. Μπορούσαν να κάνουν πράγματα μαζί και να του μαθαίνει πολλά. Ο ανιψιός του τον βοηθούσε από μικρός στις επισκευές του στο μηχανουργείο, ήταν πολύ έξυπνος, και ο ίδιος φρόντιζε να του μεταφέρει όλα τα μυστικά για τη ψυχολογία των μηχανών. Γιατί ο Ντράγκο πίστευε ότι και οι μηχανές είχαν τον δικό τους χαρακτήρα.

Τι να έκανε άραγε ο Λάζλο; Είχε φθάσει καλά; Είχε βρει κάπου να μείνει; Είχαν περάσει σχεδόν τρεις μήνες και δεν τους είχε γράψει ούτε πρόταση. Πριν φύγει, του είχε συστήσει, με το που φθάσει στο Παρίσι, να πάει να βρει τον Βίνσεντ, καλό φίλο από τα νεανικά χρόνια στα καράβια, που θα τον βοηθούσε σε ότι χρειαζόταν.

‘Άουτς’, αναφώνησε ξαφνικά ο Ντράγκο. Τόσα χρονιά στα ξυσίματα και στις επισκευές, ο πόνος από σκλήθρα στο δάχτυλο ποτέ δεν ήταν καλοδεχούμενος. Για ποιον ήταν άλλωστε; Αυτός ο πόνος όμως θα έφευγε σύντομα, δεν ήταν σίγουρος και για τον πόνο της αδερφής του. Η φυγή του Λάζλο την είχε πληγώσει βαθιά. Η Γκορντάνα δεν είχε άλλο παιδί και τώρα στα γεράματα ήταν σαν να είχε χάσει το λόγο για να ζει. Δεν μπορούσε ακόμα να κατανοήσει ή μάλλον καλύτερα να αποδεχτεί την απόφαση του γιου της να ξενιτευθεί. ‘ Ότι και να είχε συμβεί δεν ήταν λόγος για να φύγει από το σπίτι’, έλεγε με πείσμα συνέχεια. Το είχε πάρει βαριά και δεν πήγε καν στο σταθμό των τρένων να τον αποχαιρετήσει. Ο Ντράγκο ήταν και αυτός περίλυπος όταν άκουσε την απόφαση του ανιψιού του. Θα έχανε τον συνεχιστή της κληρονομιάς του κατά τρόπον τινά, και τη βασική του παρέα, ωστόσο μπορούσε να τον καταλάβει. Η Νις για τον Λάζλο ήταν ταυτισμένη με τον παιδικό του έρωτα και μετέπειτα σύζυγο Γιελένα. Ούτε η αγάπη της μητέρας του, αλλά ούτε και το ενδιαφέρον από μυριάδες υποψήφιες νύφες ήταν ικανά να τον κάνουν να συνδέσει το μέλλον του με αυτή την πόλη.

Ο Ντράγκο γύρισε απότομα το κεφάλι. Του φάνηκε ότι άκουσε το όνομα του, δεν ήταν όμως σίγουρος και ξαναστράφηκε προς τη βάρκα. Ξανά πάλι. Γύρισε και είδε τον Σάλο τον ταχυδρόμο να φωνάζει από μακριά ΄Ντράγκο, Ντράγκο, τάξε μου’. Ερχόταν πάνω στο ξεχαρβαλωμένο σιδερένιο ποδήλατο που τους έδινε η υπηρεσία, παλεύοντας να κρατήσει την ισορροπία του καθώς πάσχιζε να αφήσει πίσω του το χαλικόστρωτο δρόμο και να φθάσει στην όχθη με ασυνήθιστη για τα δεδομένα του μεγάλη ταχύτητα. Ο Ντράγκο σηκώθηκε από το σκαμπό και έμεινε να τον κοιτάει αποσβολωμένος. ΄Λες;’ σκέφθηκε.

΄Τάξε μου, τάξε μου’ έσκουζε ο Σάλο καθώς πλησίαζε ενώ λίγα δευτερόλεπτα μετά, ούτε τα φρένα, μήτε τα πόδια του αποδείχτηκαν αρκετά για να σταματήσουν την ορμή του ποδήλατου, παρά μόνο η πλώρη της βάρκας. Ο Ντράγκο αναλογιζόμενος μετά από ώρες την εξέλιξη της ημέρας, έδωσε υπόσχεση στον εαυτό του ότι από εδώ και πέρα θα ξεκινούσε τις μέρες του με πιο ευχάριστες σκέψεις και θα επέβαλε στον εαυτό του να είναι περισσότερο αισιόδοξος. Η πρόσκρουση με τη βάρκα δεν φάνηκε να πτοεί τον ταχυδρόμο και σηκώθηκε από το έδαφος ουρλιάζοντας λαχανιασμένος, ‘Γράμμα από τον Λάζλο’.

Ο Ντράγκο τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια, ανασκουμπώθηκε φέρνοντας τα πόδια του στην ίδια ευθεία, έβαλε το πουκάμισο μέσα από το παντελόνι, έφτιαξε τη χωρίστρα στο μαλλί, δίστασε για λίγο και μετά είπε, ‘δώστο μου, τι περιμένεις;’.  Το κράτησε στα χέρια του και το κοίταζε λες και ήταν ο πρώτος λαχνός στο λαχείο. ‘Να το ανοίξω τώρα..ή με την..;’ συλλογίστηκε. Ο Σάλο είχε καρφωθεί και αυτός στο γράμμα, εκστασιασμένος, προσπαθώντας θαρρείς να το διαβάσει μέσα από το φάκελο. Όλοι στη γειτονιά ήξεραν για το μεγάλο βήμα ζωής του Λάζλο να ξενιτευθεί στο διάσημο Παρίσι.

‘Πως θα αντιδράσει άραγε η Γκορντάνα; Μήπως την κάνει χειρότερα;’, μονολόγησε φωναχτά ο Ντράγκο. ‘Είναι γράμμα από τον μοναχογιό της όμως’. Μεμιάς εκτινάχθηκε από το έδαφος, αγνοώντας τα εξηνταοκτώ χρόνια στην πλάτη του, και άρχισε να τρέχει. ‘Σάλο θα στα πω αύριο΄, φώναξε. Ο δρόμος για το σπίτι της αδερφής του, φάνηκε τριπλάσιος, εντούτοις κατά ένα περίεργο τρόπο ο ουρανός, στις κλεφτιές ματιές που του έριχνε, έδειχνε πιο ζωντανός και τα δέντρα σαν να του χαμογελούσαν και να τον ενθάρρυναν να τρέξει πιο γρήγορα.

Βρήκε την Γκορντάνα πάνω από την κατσαρόλα. Τον τελευταίο καιρό, μετά την φυγή του Λάζλο, η αδερφή του πέρναγε την μισή της μέρα στην κουζίνα να μαγειρεύει, μεγαλύτερη ποσότητα από ότι χρειαζόταν, να πακετάρει το φαγητό, να το μοιράζει στα γειτονικά σπίτια, να πλένει τα πιάτα και ξανά από την αρχή. Μια μηχανιστική διαδικασία κάθε μέρα, που συνοδευόταν από συχνά αόριστα βλέμματα έξω από το παράθυρο.

Κοντοστάθηκε πίσω της. Το ένιωθε ότι η ίδια προσπαθούσε να αγνοήσει τον ξέχειλο ενθουσιασμό του που είχε ήδη γεμίσει τα δωμάτια από την είσοδο του. Το ήξερε άλλωστε ότι του κράταγε μούτρα γενικά, έριχνε και σε αυτόν ευθύνες για την επιλογή του μονάκριβου της. ‘Αδελφούλα’, ψιθύρισε ο Ντράγκο, ‘έφθασε γράμμα από τον γιο σου’. Η Γκορντάνα δεν γύρισε να τον κοιτάξει ούτε φάνηκε να αντιδρά, παρά μόνο συνέχισε να ανακατεύει την κατσαρόλα. ‘Έστειλε νέα ο Λάζλο μας’, συνέχισε με παραινετική φωνή. Η αδελφή του έδειχνε ακόμα την πλάτη της συνεχίζοντας την κουτάλα στον ίδιο μονότονο ρυθμό. Ο Ντράγκο διέκρινε να χαμηλώνει λίγο το κεφάλι της. Την πλησίασε αργά από πλάγια και κοίταξε το πρόσωπο της. ‘Το ξέρω καρδούλα μου, το ξέρω, και μένα ’, είπε με σπασμένη φωνή, την αγκάλιασε και ξεσπάσανε και οι δύο σε λυγμούς.

*   *  *  *  *  *


Ο Σωτήρης Παυλέας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι διδάκτωρ αστικής ανάπτυξης και εργάζεται ως senior manager στον ιδιωτικό τομέα. Διερευνά τη δημιουργική γραφή σε πείσμα της τεχνοκρατικής καθημερινότητας. Οι συγγραφικές του ανησυχίες αντλούνται κυρίως από την παρατήρηση της ζωής των ανθρώπων στην πόλη. Διήγημα του διακρίθηκε πρόσφατα σε πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό.