«Ο κόσμος τελειώνει στο πρόσωπο του κοριτσιού με τη γαλάζια ομπρέλα.»
Αυτή τη φράση επαναλάμβανε ο πατέρας, κάθε Πέμπτη πρωί. Ύστερα σώπαινε. Μέχρι αργά το απόγευμα. Η μητέρα τον κοιτούσε συνωμοτικά. Για δυο ματιές. Ποτέ περισσότερο. Ποτέ λιγότερο. Στη συνέχεια, σηκωνόταν από την καρέκλα μ’ έναν αλάνθαστα νωχελικό τρόπο και βάδιζε προς τον μαρμάρινο νεροχύτη. Άδειαζε τα απομεινάρια του καφέ της, άνοιγε τη βρύση κι έχοντας το βλέμμα καρφωμένο στο τρυπητό άφηνε το νερό να τρέχει «αλαφιασμένο». Για ώρα. Μέχρι να σιγουρευτεί πως το μυστικό που έκρυβε στην τελευταία γουλιά του καφέ της έφτασε στον προορισμό του.
Η Πέμπτη ήταν ημέρα μυστηρίου και λαϊκής. Με το πρώτο ξημέρωμα, ο αλάδωτος ήχος από τις ρόδες των μεταλλικών καροτσιών μεταδιδόταν από διαμέρισμα σε διαμέρισμα.
Κάθε Πέμπτη ζούσαμε το δικό μας πανηγύρι. Με «αφετηρία» τα πολύχρωμα χαλιά στον πεζόδρομο της Εθνικής Tράπεζας και «τερματισμό» τον πάγκο με τα εκκλησιαστικά αναλώσιμα. Λίγα μέτρα από την είσοδο του πρακτορείου Προπό της οδού Γαλήνης.
Την πρώτη δεκαετία της ζωής μου, το αστικό αυτό πανηγύρι αποτέλεσε πηγή ζωγραφικής έμπνευσης. Λόγω της τεράστιας αφθονίας ανθρώπων, σε διάφορα σχήματα και χρώματα, τα μπλοκ ζωγραφικής γέμισαν ανδρικά και γυναικεία σώματα. Ημιτελή. Τα ζωγραφικά μου «μοντέλα» στερούνταν του άνω κορμού. Ακολουθούσαν όμως πάντα τη μόδα της εποχής. Από τη ζώνη και κάτω.
Ώσπου έβρεξε. Στις ρίζες των ποδιών μου. Kι ο κόσμος ολοκληρώθηκε. Έγινε κατολίσθηση προσώπων. Στα μάτια και στα σκίτσα μου. Ήταν Πέμπτη και η μητέρα κρατούσε μια γαλάζια ομπρέλα.