ΤΑ ΧΑΡΑΜΑΤΑ η γυναίκα που με συντρόφεψε τη νύχτα σηκώθηκε να φύγει. Μόλις έβγαινε συναντήθηκε με τη Λι που ερχόταν. Σταμάτησαν και χαιρετηθήκαν. Μπήκε κι άφησε το μικρό που του είχε χτενίσει το λίγο μαλλί και του το ‘χε δεμένο μπροστά σαν ένα μάτσο γιασεμιά.
– Κοίταξέ τον, είπε. Δεν είναι ωραίος; Τούτο λέγεται λουλουδοχτένισμα.
– Έχεις δει λουλούδια; Ρώτησα.
Ού, πολλές φορές.
– Έχεις γλάστρες;
– Όχι, δεν προκόβουνε τα λουλούδια στα Σαμπάν, όμως όταν έχουν στην πολιτεία λουλουδογιορτή έρχονται Σαμπάν γιομάτα κόσμο. Φορτωμένα λουλούδια τα σκορπάνε στη θάλασσα. Μαζεύουμε τα στεφάνια. Πολλά τα ξορίζει το ρέμα.
– Το Green Island, της είπα, είναι γιομάτο λουλούδια. Εδώ απ’ έξω είναι. Έχεις πάει;
– Όχι, όμως το ξέρω. Κάποτε το κατοικούσαν αυτοί που ταξίδευαν με τις μεγάλες γιόγκες και λήστευαν τα καράβια. Σ’ ένα από τα παλάτια ζει ένας γέρος από μεγάλη γενιά. Τρέφει κάπου διακόσιες μικρές κοπέλες. Τις ταΐζει, τις ντύνει, όλη μέρα τις αφήνει και γυρίζουν στο περιβόλι. Τη νύχτα τις φυλάνε κάτι δικοί μας που μοιάζουνε με γυναίκες. Αν καμιά το σκάσει την πιάνουν και την πετάνε στη θάλασσα δεμένη.
– Παραμύθια, της είπα. Σας τα λέει ο παραμυθάς.
– Όχι. Αλήθεια σου λέω. Κάθε τόσο άνθρωποι δικοί του ψαρεύουν τα σπίτια μας. Διαλέγουν τις όμορφες. Αυτές το ‘χουν μεγάλη τύχη να παν εκεί πέρα.
Θα ήθελες να πας;
Τέντωσε το κορμάκι της, σταύρωσε τις παλάμες στο στήθος και μου πε:
– Lao pu (ποτέ).
Γύρισε και κοίταξε το αδερφάκι της που ‘ παιζε με τα παπούτσια μου.
– Ούτε τούτο θ’ αφήσω να μου το πάρουν οι ψαράδες.
Φοβήθηκα πως θα κλάψει. Μα οι Κινέζες, πρέπει να ‘σαι πολύ δικός τους για να κλάψουν μπροστά σου. Καθώς μιλούσε την τράβηξα απαλά και θέλησα να την καθίσω στα γόνατά μου. Αρνήθηκε κι έφυγε βιαστικά χωρίς –για πρώτη φορά- να πάρει το μικρό μαζί της. Λυπήθηκα. Φοβήθηκα μήπως τούτο το δεκάχρονο κορίτσι πήρε στραβά το χάδι μου. Δεν πρόλαβα να βγάλω συμπέρασμα. Και ξανάρθε κρατώντας από το χέρι μια δεκαοχτάχρονη πατριώτισσά της.
– Εγώ είμαι μικρή, μου ‘πε σοβαρά. Δεν έχω μάθει ακόμα την τέχνη. Τούτη ξέρει. Αυτές που ‘ρχονται τη νύχτα μαζί σας είναι της δουλειάς. Τούτη…
Της εξήγησα.
-Τότε δώσε της κάτι να φύγει. Έτσι δε θα λυπηθεί.
Πάνω στο σκρίνιο είχα κάτι ψιλά. Της είπα να πάρει ό,τι νομίζει και να της δώσει.
– Εσύ πρέπει, μου ‘πε. Εγώ δεν κάνει ν’ αγγίζω ξένα λεφτά. Μην τ’ αφήνεις ποτέ σκόρπια εδώ κι εκεί˙ είναι πειρασμός. Το βράδυ όταν ετοιμάστηκε να φύγει τη ρώτησα αν θα ‘θελε την άλλη μέρα να ‘ρθει μαζί μου να σεργιανίσουμε την πολιτεία.
Άνοιξε τα ματάκια της όσο δυνόταν.
– Αλήθεια μου λες;
Της ορκίστηκα κάνοντας τα δικά μου δάχτυλα παγόδα. Το πίστεψε.
– Θα πάρω και το μωρό.
– Όχι, όταν γυρίσουμε θα του φέρεις κάτι.
– Ναι… ένα μήλο ζαχαρωμένο κι ένα χάρτινο πετεινό.
[Σελ.21,22,23,24]
Νίκος Καββαδίας – Λι – Άγρα, 1987