Αργύρης Κόσκορος | Η Κραυγή

© Ralph Eugene Meatyard

Απ’ όλα τ’ αγαθά της γης, τ’ ουρανού και των νερών που πήρα μαζί μου, αυτή ήταν το εκλεκτό. Όσο κι αν αγαπούσα την πεταλούδα για τα φτερά που μου χάρισε, την παπαρούνα που έκοψα για το χρώμα της, το παχουλό σκαθάρι για τον χορό του μέσα στη γυάλα, αυτή με είχε συνεπάρει με μια δύναμη μυστηριώδη, σαν άνεμος που, άυλος σχεδόν, σαρώνει τα φύλλα.

Χαίρονταν στο μεταξύ οι δικοί μου για τον μικρό φυσιοδίφη· αγνοούσα τη λέξη, όντως μ’ άρεσε η φύση, αν και φίδι δεν είχα ακόμα βρει να του πάρω τα δόντια. Είχα όμως αυτή, σε κουτί κλεισμένη. Ούτε που σάλευε, τ’ ακροδάχτυλά μου ένιωθαν μόνο τις δονήσεις σαν κρατούσα το μικρό τσίγκινο σπίτι της. Στην αρχή δεν καταλάβαινα, μετά όμως έμαθα ν’ αποκωδικοποιώ όσα μου έστελνε σα σήματα μορς. Ζητούσε να την ξεκλειδώσω. Αμ δε. Τα φτερά της πεταλούδας θρυμματίστηκαν, η παπαρούνα ξεράθηκε, το σκαθάρι μού τ’ άρπαξε η γάτα, νέα ευρήματα προστέθηκαν στα παλιά· αυτή, όμως, δεν ήθελα να τη χάσω. Την αγαπώ. Θα ‘θελα λίγο να τη δω, μα δεν έχει χρώμα. Θα ‘θελα λίγο να την αγγίξω, μα δεν έχει σάρκα. Να την ακούσω μόνο μπορούσα, αλλά κει μέσα κλεισμένη δεν έβγαζε άχνα.

Μέρα με τη μέρα τα μηνύματά της γίνονταν όλο και πιο σπαραχτικά. Μεγάλωνα κι εγώ, μεγάλωνε κι αυτή, το μικρό κουτί τη στένευε. Φοβόμουνα μη μου ψοφήσει έτσι όπως ήτανε συμπυκνωμένη. Ένιωθα το μικρό γαργαλητό στα δάχτυλά μου ολοένα και περισσότερο σαν πόνο. Της ψιθύριζα, «κι αν μου φύγεις;». Δεν απαντούσε, ζητούσε μόνο να βγει. Μα κι εμένα θέριευε ο πόθος μου γι’ αυτήν όσο ψήλωνα, ήθελα να τη νιώσω. Όμως όχι, δεν την άφηνα, δεν ήθελα να τη χάσω.

Κάποια μέρα το κουτί το ένιωσα να τραντάζεται. Ή τώρα ή ποτέ, σκέφτηκα, μετά θα ξεψυχήσει, θα πάψει το κουτί να δονείται και, σαν το ανοίξω, θα γεμίσει το σπίτι μπόχα. Ξεκλείδωσα γρήγορα το κουτί, μα καμιά μυρωδιά δεν ξεχύθηκε· μονάχα αυτή, μεγάλη, τρανή, θεριεμένη. Χώθηκε με ορμή στο λαβύρινθο του αριστερού μου αφτιού, βρήκε εύκολα το δρόμο μέχρι τη μικρή του σχισμή και πέρασε σαν αστραπή στο τύμπανο βαρώντας το με λύσσα. Με διαπέρασε παντού, στις αχανείς πολιτείες των νευρώνων, στις λεωφόρους των αρτηριών, στις άνυδρες ερήμους των οστών, στις λασπερές χωματερές των σπλάχνων· τινάχτηκε, τέλος, από το δεξί μου αφτί σα σφαίρα πέρα μακριά, στο άγνωστο. Αντήχησε λίγο στην αρχή, μετά πιο σιγά, πιο σιγά, μέχρι που έσβησε.

Έκτοτε το κουτί, άψυχο πια, το πέταξα κι εγώ δεν έχω την έγνοια της. Μήτε που τη σκέφτομαι μέσα στις τόσες σκοτούρες μου. Μόνο στον ύπνο μου, σα φάντασμα πια, όταν αισθάνομαι απ’ τις δουλειές και τις υποχρεώσεις τα φτερά της ψυχής μου κομμένα, ξεριζωμένη τη μοίρα μου, εγκλωβισμένη τη βούλησή μου, έρχεται να ρίξει στις πληγές μου θειάφι. Ξυπνώ ιδρωμένος, έχοντας όμως ξεχάσει τ’ όνειρο. Κλείνω το ξυπνητήρι πριν καν χτυπήσει και σηκώνομαι.

*****


Ο Αργύρης Κόσκορος γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Μαρούσι. Από το 2006 ζει στη Ρόδο όπου εργάζεται ως βιβλιοθηκονόμος στο Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου. Σπούδασε Βιβλιοθηκονομία στο Τ.Ε.Ι. Αθήνας και Φιλολογία με Κατεύθυνση Γλωσσολογίας στο Ε.Κ.Π.Α.