Απόστολος Θηβαίος | Πώς πεθαίνουν οι θίασοι – Χριστουγεννιάτικη ιστορία με ένα γυάλινο τέλος

© Laszlo Moholy-Nagy

Ο αρλεκίνος μεθυσμένος τριγυρνά παντού. Ανοίγει ξαφνικά τις πόρτες και φωνάζει με σπασμένες λέξεις, χρόνια πολλά. Πίνει λαίμαργα το φθηνότερο κρασί του κόσμου και οι ευχές του χτυπούν σαν διαπασών μες στην έρημη νύχτα.

Χρόνια πολλά Κράκυ, μα η δεσποινίς βρίσκεται κιόλας πάνω στις ξυλοδεσιές, διαβάζοντας ξανά και ξανά τον μύθο του Ορφέα. Η Ευρυδίκη τη συγκινεί, μα η ζωή της έτσι κρυμμένη κάτω από χιλιάδες στρώματα ζωής την τρομάζει. Για εκείνη, όλος ο κόσμος είναι ένα πορτραίτο με περιστέρια και άλλο δεν γνωρίζει απ’ τη μοναξιά του Ορφέα. 

Χρόνια πολλά Κράκυ, ακούγεται παντού στους χώρους του καταυλισμού. Οι Ιρλανδοί ακροβάτες διασκεδάζουν μεθυσμένοι, τραγουδώντας σκοπούς της πατρίδας τους. Κάθε τόσο τσακώνονται και χαλούν τον κόσμο. Μα το τέλος τους βρίσκει πάντα αγκαλιασμένους, με τα χέρια τους μπλεγμένα και ένα φοβερό μυστικό ανάμεσά τους. 

Η Κράκυ διαβάζει τον μύθο του  και προσμένει τα πυροτεχνήματα στο βάθος της πολιτείας. Η Κράκυ υπόσχεται απόψε στον εαυτό της πως ποτέ δεν θα κατέβει απ’ τον μικρό, δικό της κόσμο, πως θα ζήσει για πάντα στην αγκαλιά του Ορφέα, γεμάτη απ’ την αγάπη των αστεριών. 

Χρόνια πολλά, στο κορίτσι με τα απέραντα μαλλιά που υποδύεται επί σκηνής μια φανταστική πριγκίπισσα, στα ζώα του σταθμού που χτυπούν τα σίδερα κάτω απ’ το φεγγαρόφωτο, στους ακροβάτες και τους βατήρες και την τρομερή μοναξιά πριν περάσουν σαν άνεμος απ’ την σκηνή, στην πολιτεία που ανάβει όλα της τα φώτα και προσεύχεται, στους αυτοκινητόδρομους που ελίσσονται πάνω στο σώμα του βουνού σαν σπασμένες φλέβες, στην Κράκυ, τ’ ομορφότερο, μετέωρο άστρο αυτού του κόσμου, στο κορίτσι του ατελιέ που ερωτεύτηκε παράφορα και έγινε κομμάτια αφήνοντας όλους τους ήρωες σε μια θλίψη ανείπωτη. 

Μα είναι στενά τα ξύλα εκεί ψηλά και η Κράκυ ίσως δάκρυσε, ίσως πάλι να΄χασε τον ρυθμό αυτού του κόσμου. Αφήνοντας μονάχα το στίγμα απ’ το φουστάνι της κύλησε στο λιθόστρωτο. Είχε κάτι από βροχές ξεχασμένες, ήταν από έκπληξη και ανθρώπινη ομορφιά η σκιά της. 

Σ’ όλη την πολιτεία, σε κάθε της δρόμο, στ’ αδιέξοδα που αντέχει η ζωή σηκώθηκε ξαφνικός άνεμος. Μια καταιγίδα, μακριά από εδώ, μίλια ανατολικά, είπαν οι οιωνοσκόποι που κάθε τέτοια νύχτα διαβάζουν τα μηνύματα.  

Ολόκληρη τη νύχτα έπεφτε η Κράκυ ψηλά από τις δεσιές. Ξανά και ξανά το ίδιο δράμα που στοίχισε τόσο στους ανθρώπους του θιάσου. Οι Ιρλανδοί δάκρυσαν πάνω απ’ το σώμα της σαν μικρά παιδιά. 

Ανάμεσα στο πλήθος κάποιος την ζήτησε, κάποιος ξένος. Η Κράκυ δεν μένει πια εδώ κύριε, του απάντησαν με δάκρυα στα μάτια. Όμως εκείνος επέμεινε και ζήτησε να την δει. Του έδειξαν το κορίτσι στο λιθόστρωτο. Εκείνος πλησίασε μ’ ευλάβεια, σήκωσε το σώμα της που ήταν τ’ απομεινάρια μιας μαριονέτας και πέρασε στην καρδιά της νύχτας. 

 Ποιος είστε, η δεσποινίς δεν είχε κανέναν σ’ αυτόν τον κόσμο, ποιος είστε; Όταν ο άνδρας διέσχισε μεμιάς όλες τις εποχές αυτού του κόσμου κανείς δεν ρώτησε τίποτε ξανά. 

Συλλάβισε τ’ όνομά του. Ορφέα με λένε, ζω σε μια μακρινή πολιτεία. Οι ακροβάτες που τον ακολούθησαν όταν επέστρεψαν, είπαν με σιγουριά πως σαν ξεμάκρυναν αρκετά απ’ τον καταυλισμό, εκείνη περπάτησε πλάι του.

Τ’ άστρα κινούνταν κυκλωτικά πάνω απ’ το ποτάμι, η Μέρυλιν, η Ρώμη, ο Τζακ με το αγκαθωτό του σύρμα, ένα παράξενο, γαλάζιο φόντο, μερικές ψυχές στο Σαν Μπονιφάτσο και τόσα άλλα πράγματα κατεδαφίζονταν απόψε μαζί της. Οι ακροβάτες παραδέχτηκαν πως στην επιβίωσή της μαρτύρησαν ένα αυθεντικό θαύμα και για όσο ζουν τέτοια μέρα θα προσεύχονται γονατιστοί στον άγγελο.

Ή,

Η Κράκυ ζει στους 42 δρόμους. Ναι, η Κράκυ είναι ένα κορίτσι σαν όλα τ’ άλλα. Αγαπά τα μπλουζ, ναι, και τραγουδά με την κιθάρα της στους δρόμους. Η Κράκυ μ΄έναν μικρό ενισχυτή στους 42 δρόμους, στάχτη και μοναξιά η ζωή της. Και ένα όνειρο. Βλέπεις κορίτσια σαν την Κράκυ δεν μπορούν ν’ αποχωριστούν τη φαντασία τους. Έτσι σιγά σιγά ξεμακραίνουν απ’ τον κόσμο. Συνήθως είναι τα πιο όμορφα που έχεις δει ποτέ. Γυρεύουν στα παλιά δισκάδικα στίχους που εξαφανίστηκαν σαν άγρια ζώα. Η Κράκυ δεν αγαπά κανέναν και τα πράγματά της είναι παλιά, σχεδόν σβησμένα. Μένει στους 42 δρόμους και αγαπά τα μπλουζ. Έχει κάμποσα στον μέσα κόσμο του παλτού της. Τα δάχτυλά της είναι ματωμένα. Μοιάζει να έμαθε πρώτα το τραγούδι και μοιάζει να είναι το πιο σπασμένο άγαλμα σ’ αυτήν την παλιά, πέτρινη πολιτεία. Και μοιάζει πως δεν θ’ αντέξει ως το πρωί. Από μέσα της περνούν φώτα, δρόμοι και συνθήματα. Οι εραστές της κείτονται νεκροί στ’ ασιατικά δάση. Λοχίας Τζόνσον, δεκανέας Τζόνσον, στρατιώτης Τζόνσον, στην τελευταία κλάση για την ανακατάληψη του λόφου έξω απ’ το Ανόϊ για την υπεράσπιση όλων των υπέροχων πολιτειών μας, κυρία Τζόνσον το έθνος σας παραδίδει ό,τι απέμεινε από τον αγαπημένο σας, η πατρίδα σας ευγνωμονεί.

Η Κράκυ βαδίζει κατά μήκος του ποταμού. Στο βάθος πυροτεχνήματα, ένα παροπλισμένο διαστημόπλοιο στο μέσον του πάρκου, κάτι σαν την περίφημη οικία των αγροφυλάκων.

Η Κράκυ αγάπησε με πάθος τον Στηβ. Ναι, αυτό θα’ ναι το μυστικό που διαβάζει κανείς στα μάτια της. Λένε πως πόνταρε όλα της τα χρήματα στην αγάπη τους και πως τώρα τίποτε δεν περιμένει. Απόψε συλλογίζεται πως θα ‘ναι η βασίλισσα του χιονιού. Και ανάβει με τον μικρό ενισχυτή της τη νύχτα που προσπαθεί. Ρωτά τους χίλιους καθρέφτες του κόσμου και ο άνεμος λέει μόνο τ’ όνομά της.

Στην άκρη της γέφυρας βρήκαν έναν μικρό ενισχυτή  και τα συντρίμμια από ένα παράξενο φως.

 Απόστολος Θηβαίος