Είχα καιρούς να βρω κάποιο παράθυρο,
να δω κι εγώ πως ζούνε ο κόσμος έξω.
Μες στην αντάρα αυτή που καταχώνιασα
χώρους και χρόνους μούδιασε το κόκκαλό μου,
μέσα στα σκότη σαν τον τυφλοπόντικα
κάτι ζητώντας να ξεκρίνω, κάτι
να δράξω μες στην μαύρην άβυσσο, να κρατηθώ.
Πως ξέμαθε η καρδιά μου να πικραίνεται
στη νυχτωσιά˙ τόσο που δε σηκώνει πια,
τόσο που δε σηκώνει πια τον ήλιο.
Μες στη πυκνή να καρτερώ την καταχνιά
να βρω κάποιο παράθυρο φυρό,
κάποιο μικρός σημάδι να ξεσυνηθίσω…
Β. Κ. Μάργαρης – Νέοι στίχοι – Επίκτητος, 1983