Δράμα δίχως σώμα,
μ’ ένα ποίημα και φωνή
Για το ποίημα,
και τη μικρή μετόπη,
για το τίποτε
που αντέχει
και όσα φυλάξαμε
(Μες στο σκοτάδι ακούγεται μια φωνή ανδρική. Διαβάζει ένα ποίημα ή καλύτερα τρέφεται απ’ αυτό και πληγώνεται. Με φωνή δυνατή.)
Αν υποθέσουμε πως
όλες οι νίκες μου
είναι παιδιά
που δεν μεγάλωσαν,
πως είναι γράμματα απ’ την Αθήνα
που ποτέ δεν φθάσαν.
Αν υποθέσουμε πως
δεν υπήρξε άλλη ευτυχία
απ’ αυτήν την έκβαση την σκληρή
που σε δίδαξε
και απ’ τα τραγούδια
περισσότερη συντριβή,
Αν είσαι μονάχα
μια φιγούρα στο
βάθος του κυριακάτικου περιπάτου,
όχι από χρώμα υγρό
όχι από αίνιγμα φτιαγμένη
Αν υποθέσουμε πως
στέκεις κατά μέτωπον,
προσοχή στους αιώνες
και πως φωτογραφίζεσαι,
μαζί με τ’ όνειρο που πεθαίνει
και πως είσαι η τρυφερή μου σειρά,
ή ένα ολόκληρο τάγμα ναρκαλιευτών
που λυπάται για τη ζωή μου
και προηγείται
μίλια, μίλια ίσια στα ελαστικά
που καίγονται
Χαμογελώ τότε ανώνυμα και
γίνομαι αυθαίρετη τροχιά
όπως παλιά,
όπως πάντα
με μια αγάπη στα χίλια στόματά μου,
γεροντική
και μυστικά
καταδικασμένη
(Δεν μιλά, μετά τα ποιήματα και την ησυχία του κόσμου, πέφτει και πεθαίνει και ακολουθεί τη μοίρα των εποχών. Πριν χαθεί, κάτι απ’ τη ζωή του μας εμπιστεύεται. Θαρραλέα, στην κόψη της σκηνής και σ’ ό,τι απομένει από τούτο το θέατρο, ένας άλλος νέος μιλά. Κάτω στην πλατεία έφθασε χειμώνας, κανείς και τίποτε δεν αποκρίνεται, μόνον ανάσες, κοφτές. Των κινδύνων.)
Ο Γιαν τον Δεκέμβρη, όταν δεν γράφει ποιήματα σαν αυτό, γυρεύει ξύλα για τη φωτιά του. Πόρτες, παράθυρα, παλιά ξύλα, όλα τα φορτώνει στο καρότσι του. Διανύει άπειρα μίλια μες στη νύχτα, μια ολομόναχη σκιά κάτω απ’ τους ύπνους μας. Ο Γιαν γεννήθηκε σ’ ένα χωριό πέρα στις στέπες και έχει μάθει να περιμένει, ν’ ακούει τον άνεμο. Καλωσορίζει τις εποχές και σπρώχνει την παράταιρη περιουσία του σ’ όλες τις γειτονιές της πολιτείας. Τα κορίτσια που περιμένουν πίσω από τις ανδαλουσιανές τους πόρτες, κρατούν την ανάσα τους, λένε, ο Γιαν έφθασε στη γειτονιά μας και κλαίνε ώσπου ν’ αποκοιμηθούν δίχως αγάπη.
Επτά φορές μες στη νύχτα ο Γιαν προσεύχεται. Επτά φορές λυπάται, εφτά πηγές φτιάχνει πάνω στην κοίτη του ποταμού, στην άβυσσο κάθεται και σμιλεύει ξύλινα αγάλματα σαν τα υπάρχοντα των νεκρών. Ο Γιαν δεν ονειρεύεται ποτέ την πατρίδα του. Δεν έχει τόπο ο Γιαν και αν το θέλει κανείς μπορεί να πιστέψει πως είναι νεκρός, αφού ζει μονάχα μες στη νύχτα, αφού τίποτε άλλο δεν γνωρίζει απ’ τη φωτιά και τις προσευχές του ο Γιαν.
Απόψε τον πιασαν. Και τον σέρνουν στους δρόμους, φωνάζουν να ξυπνήσουν όλα τα θαύματα που κατοικούν την πόλη. Έξω απ’ τις πόρτες τους περνά ο Γιαν και ζητά συγχώρεση. Ξυπνούν τον ξυλουργό, του χαρίζουν όλα εκείνα που με κόπο μάζεψε ο Γιαν, του χαρίζουν όσα ποτέ θέλησε αρκεί να φτιάξει έναν σταυρό. Έναν σταυρό για τον Γιαν, έναν δικό του μονάχα σταυρό. Και ακούγονται μες στη νύχτα οι χτύποι και από πόρτα σε πόρτα αναζητούν τα καρφιά για να σταυρώσουν τον Γιαν που πεθαίνει απόψε απ’ το κρύο, ένα απελπισμένο σημείο στην άδεια πλατεία, ο παλιός αρλεκίνος, ένα αρχαίο παιχνίδι που τώρα σκοτώνεται με μίσος, με μίσος. Και τα φτερά του παλιού θεού να τινάζονται μες στη δαμασκηνιά νύχτα της πολιτείας μας και άλλες ιστορίες.
(Φτάνει μέχρι μέσα βαθιά στις αυλές. Τους ρωτά, πώς να γράψει ένα ποίημα και τι σοί πράγμα είναι αυτό το ματωμένο φουστάνι που φέγγει, που φέγγει. Εκείνοι δεν μιλούν και όπως επαναλαμβάνεται ένας τρομερός άνεμος και μουσικές πλανόδιες τον πνίγουν, τον πνίγουν και έτσι όπως αδειάζουν οι πλατείες και αυτό το θέατρο πάει να σβήσει, εκείνος ο άνδρας γίνομαι εγώ.)
Απόστολος Θηβαίος