Η τέχνη της στιχουργικής
Φόρεσε όλες τις γραμμές του κόσμου και σαν σπασμός ξεχύθηκε στ΄αστέρια. Εμείς νιώσαμε πως τρέμουν τα φύλλα, πως μπορεί από στιγμή σε στιγμή να φθάσει η άνοιξη και σωπάσαμε. Με απλά λόγια, κυλήσανε οι εποχές η μια μετά την άλλη, στο πρόσωπό σου αναγνώρισα όλους τους νόμους των αθροισμάτων, είδα ρομφαίες και πυριφλεγή απογεύματα στη δίνη του ωραίου και του υψηλού.
Έπειτα στην Γενεύη, με τα φτερά ενός ολόλαμπρου, αναγεννησιακού αγγέλου, στην καρδιά της σπουδαίας πολιτείας μας. Σαν τους παλιούς τραγουδοποιούς πριν από αιώνες περνάς και διαλύεσαι στο φως. Στα μάτια σου φέγγει το Βερολίνο, το μικρό δωμάτιο πλάι στο ποτάμι και ένα δαμασκηνί μαντήλι από μετάξι και από άνεμο.
Κάπως έτσι ξεκίνησε την ιστορία του. Μας μιλούσε ως αργά τις νύχτες, κάθε τόσο έπαιζε τις χορδές απ΄το όργανό του, κάνοντας κομμάτια τις καρδιές μας.
Η Γενεύη είναι μια πόλη κοσμοπολίτικη. Μπορείς να δεις λογιών λογιών ανθρώπους. Κόσμο των επιχειρήσεων και εργάτες και τζογαδόρους και νεαρούς αξιωματούχους των ευρωπαϊκών οργανισμών. Και φοιτητές, πολλούς μεταδιδακτορικούς φοιτητές που απασχολούνται στα πιο αναγνωρισμένα, ερευνητικά κέντρα. Και ίσως αν είσαι τυχερός, μπορείς στην Γενεύη να συναντήσεις την Μπριγκίτε, μισή γυναίκα, μισή άνδρα, σαν τον Ιωάννη του Λεονάρδου μ΄ωραία κόκκινα χείλη και ελισαβετιανά μάτια. Πίσω της οι ορίζοντες εκτυλίσσονται ταχυδακτυλουργικά, πάει να πει πως η πόλη μοιάζει κάπως ασύμμετρη και ελεύθερη μέσα απ΄τα μαλλιά του κοριτσιού, μες στο καταπράσινο πρωινό και μες στη λήθη. Μα δεν πρέπει να μιλήσεις στην Μπριγκίτε, η ζωή της είναι γατζωμένη στις παλιές συνοικίες. Λάος, Βελιγράδι, παντού είναι η πατρίδα της, στις φλέβες της κυλούν θάλασσες, η Γενεύη είναι τόσο μικρή για ΄κείνη. Μια συνείδηση που φέγγει στον κόσμο. Αν την συναντήσεις κρύψε τα χνάρια, αν την απαντήσεις φτιάξε απ΄το μηδέν τον δικό σου Άμλετ, γιατί η Μπριγκίτε είναι επιδέξια στα χέρια, το βλέμα της διαθέτει την διορατικότητα του τεχνίτη, η ψυχή της κάθε τόσο φλέγεται και μπορεί κανείς να πει πως μοιάζει με τις Σιβύλλες των καστανών χαρτιών, όταν κατακτά την Γενεύη. Αν την συναντήσεις και αν την αγαπήσεις τόσο βαθιά που τίποτε να μην σου ανήκει, τότε ζήτα συγχώρεση απ΄την ίδια και μες στο φως σώπασε για τον χρησμό της. Είναι μια ιέρεια, οι βωμοί της είναι μυστικοί. Χάλκινες προτομές αλόγων και αμφιθέατρα κρυμένα στις αυλές των σπιτιών και ακροκέραμα και σπονδές στους άγνωστους θεούς. Η Μπριγκίτε σέρνει πίσω της συντρίμια από παλιά τείχη και σκισμένα αποκόμματα εφημερίδων και φωτογραφίες. Μίλια ατέλειωτα πολαρόιντ, η Μπριγκίτε είναι φτιαγμένη απ΄τα υλικά του δικού μου αιώνα. Η Γενεύη χορεύει πίσω της και μια νύχτα, από εκείνες που μέλλονται, η πολιτεία θα σκορπίσει στον άνεμο και η Μπριγκίτε θα ανεμίσει σαν γέρικη σημαία.
Μα αυτό δεν είναι μια ιστορία. Δεν διαθέτει, αρχή, μέση, αιτία και τέλος. Και περιγράφει πράγματα που είναι απίθανο στ΄αλήθεια να συμβούν, φώναξαν απ΄την πλατεία, δίχως να φαντάζονται πως μόνο με τα ποιήματα είναι δυνατό να διαλυθούν τα αναχρονιστικά βεστιάρια με τις στολές που κανείς δεν φορά, με τις φωνές που κανείς δεν μιλά.
Ο παραμυθάς χαμογέλασε και μαζί του άνθισε απ΄το βάθος της σκηνής το κορίτσι που υποδυόταν την Μπριγκίτε. Και έξω έβρεχε αιώνες και η στέγη σκόρπιζε και όλα τα ρεύματα υποκλίνονταν.
Αυτή είναι η ιστορία της Μπριγκίτε που ίσως να μην υπάρχει και έτσι είναι το δίκαιο για την σκληρή εποχή μας. Όμως σ΄ένα απ΄αυτά τα θέατρα η Μπριγκίτε στην κόχη της σκηνής, κηρύσσει τις καινούριες στιχουργικές και σαν σειρήνα γελά πάνω στα κιονόκρανα.
Η τέχνη της υφαντουργίας
Ανέβηκε στ΄οροπέδιο. Από ΄δω μπορεί κανείς ν΄αντικρίσει την πολιτεία και ίσαμε τη γραμμή του κόσμου, τις πιο λαμπρές μέρες ίσως αντικρίσει μια ιδέα απ΄τις θάλασσες. Τον φύσαγαν οι άνεμοι που ως γνωστόν σε τούτα τα ύψη συνωστίζονται και σε παρασέρνουν στις δίνες και τα ναυάγια. Έδεσε τα υφάσματα στα δέντρα και τ΄άφησε ν΄ανεμίσουν, ξοδεύοντας ολόκληρο τον ουρανό του. Και απ΄τα χωριά μαζεύονταν και έδειχναν την κορυφή με τα δάχτυλά τους σαν το πιο παράξενο σημείο των πόντων.
Οι ζωγράφοι της πολιτείας που μεριμνούν πάντα για τη σωτηρία των θαυμάτων, στήσαν τα καβαλέτα τους στις πλατείες και κάπως έτσι γεννήθηκαν τα καινούρια, βυζαντινά φρέσκα που ΄χες με τόση ψυχή αγαπήσει.
Η τέχνη της μουσικής
Οι κιθαρωδοί βγήκαν τ΄απόγευμα από τις κρυψώνες τους. Έδειχναν ευτυχισμένοι μ΄ολοκαίνουρια μάτια και στ΄αδειανά τους τα σακάκια, καρφώνονταν τ΄άστρα. Και έπαιζαν για τους ερωτευμένους που πάντα θ΄απελπίζονται και για τα κορίτσια των υπογείων που πάντα θα ονειρεύονται. Έπαιζαν και έτσι μελωδικά και ανεπανάληπτα κατηφόριζαν ανάμεσα σε θρόνους σπασμένους και ζωγραφιές ανολοκλήρωτες. Προτού χαράξει, διαλύονταν μες στ΄αλσύλια. Κάποιοι έπαιρναν τη γνώριμη θέση τους στα περιστύλια και ίσως κάποιοι πέθαιναν απ΄την ακατέργαστη καρδιά τους. Μα, ακόμη και τώρα, που βαδίζουν δίχως αύριο στον γκρεμό, ακόμη και τώρα, θα΄θελα να φέξει η μουσική τους εμπρός, σαν εκείνον που δίνει το βήμα και για κάθε καταστροφή ευθύνεται εξολοκλήρου.
Η τέχνη της τοιχογραφίας
Σιγά που γεννιόταν το θαύμα, ύστερα από τόσους αιώνες. Ένα πλοιάριο, στολισμένο με κληματαριές και οι πομπές που θεού πάνω στο κατάστρωμα, σκαρφαλωμένοι νάρκισσοι στα ιστία, να ερωτοτροπούν και να μεθούν και να πεθαίνουν. Η τοιχογραφία κάλυπτε ολόκληρη την επιφάνεια του τοίχου. Πρόκειται για την βίλα που ανακαλύφθηκε στο ύψωμα πέρα απ΄την πολιτεία και που ίσως θ΄άνηκε σε κάποιον πατρώνα με σεβασμό αληθινό για το κλασσικό. Η επιφάνεια του τοίχου είχε για φόντο τ΄απομεινάρια της σιένας που όμως τίποτε πια δεν σημαίνει από ένα χρώμα σκοτωμένο.
Υπάρχουν τόσες τέχνες,
τόσες φωνές ακόμη
για να γράψει κανείς,
όμως πια νιώθεις
όλο και λιγότερο
τα καινούρια πρωινά.
Απόστολος Θηβαίος