Στα χρόνια που θυμάμαι αγάπαγα πάντοτε τα πλοία. Αυτή η γραμμή της άσπρης θάλασσας που μένει πίσω μου φτιάχνει την μέρα. Τα δειλινά στο κατάστρωμα με τους ήχους και τις οσμές των ανθρώπων, του σιδήρου και του κακού καφέ, καθισμένος σε μια καρέκλα μπορείς να δεις σε ένα φευγιό τα πάντα όσα παράτησες κατά καιρούς. Την διαδρομή απ’ το χωράφι ως την κουζίνα, τα χτυπήματα στους βράχους, την παιδική φαντασίωση της επικράτησης πάνω στο δύσκολο. Θυμάσαι; Τα χρόνια που θα έλυνες τα προβλήματα, θα ήσουν με την ωραιότερη γυναίκα και την καλύτερη, θα είχες ένα σπίτι με μεγάλη βιβλιοθήκη. Έχει την τάση ο άνθρωπος να παρατάει, και την πιο κακή τάση να συνδέει τους τόπους με τις επιδιώξεις του. Βλέπεις, όταν φεύγεις νομίζεις πως καρφώνεις την παραίτηση στο μέρος που αφήνεις πίσω και μπρος θα αρχίσει μια νέα άγρα.
Βλέπεις, τις νύκτες στα πλοία τα πιο πολλά φώτα σβήνουν και από μακριά οι γέφυρες μοιάζουν μόνες. Σέρνουν ξοπίσω τους τον θόρυβο της μηχανής που σπρώχνει και μια σειρά από λαμπιόνια σαν σκοινιά που δένουν τους επιβάτες σε μια διαδρομή που δεν διαλέγουν. Να κρίνεις τους ανθρώπους από το αν κάθονται πρώρα ή πρύμα τα βράδια. Να τους χωρίζεις στους κολαούζους του πιλότου και του καπετάνιου που βιάζονται δίχως να ξέρουν για πού (και είναι επικίνδυνον πράγμα η βία) και σε αναπολούντες, που νιώθουν την ανάγκη να κοιτάν όσα μένουν πίσω. Βέβαια με το δικό μου σκεπτικό οι χώροι ανάμεσα στην πλώρη και την πρύμη θα έπρεπε να είναι τα βράδια κενοί. Μα τέλος πάντων.
Μικρός καθόμουν στη βάρκα μας πάντα στην άκρη της μύτης και βιαζόμουν να σηκώνω την άγκυρα. Με έτρωγε η απορία γιατί άρεσε τόσο στον πατέρα μου να οδηγεί στο πίσω μέρος χωρίς να κοιτά μπροστά, χωρίς να βρέχεται, χωρίς να νιώθει πως είναι το ακρόπρωρο που σκίζει κάθε εμπόδιο που βρίσκεται στο διάβα του. Έφτανα κάπου και παρακάλαγα να πάω μακρύτερα. Στα καράβια και σε ό,τι κινείται γενικά δεν υπάρχει προορισμός. Κάθε λιμάνι είναι το τελευταίο ως που βλέπεις πως πάντα υπάρχει επόμενο· και αλίμονο αν δεν υπήρχε.
Μεγάλωνα και κάθε καλοκαίρι πλησίαζα όλο και κοντύτερα στον πατέρα μου, όλο και πιο πίσω. Σαν χθες θυμάμαι την μέρα που αυθόρμητα τράβηξα και έκατσα ακριβώς δίπλα του. Σήμερα μοιράζομαι μαζί του το τιμόνι. Όχι για να οδηγώ μα για να νιώθω πως σπρώχνω.
Καταλαβαίνω πια πως η χαρά της θάλασσας είναι απλώς πως δεν τελειώνει· μεμψιμοιρία ή όχι το φως μας είναι ή θάλασσα.
Ορίζουν πολλοί στόχο ζωής το να φεύγουν. Είναι γλυκό πράγμα να φεύγεις όταν όλα πάνε στράφι. Βλέπεις, σήμερα μου αρέσουν πράγματα που απαιτούν να μένεις· τα ανούσια βράδια στο Μετς με την μπύρα στο χέρι, το σπίτι σου που είναι γεμάτο καπνό κάθε νύκτα, ο παλιός ανεμιστήρας, το πέταμα του χρόνου μας ανώφελα. Το Καλλιμάρμαρο όταν ανακλά τον ήλιο και την ζέστη και τρέχουμε για νερό, τα είκοσι λεπτά του ευρώ στην τσέπη, η ρουτίνα. Ρουτίνα λένε είναι ο χειμώνας και καλοκαίρι είναι η παύση. Μπέρδεμα, παύση είναι οι λίγες ώρες πριν φτάσεις στο θέρετρό σου· για αυτό διαλέγω πάντα τα μεγάλα ταξίδια.
Ξέρεις τι είναι κάθαρση αδερφέ μου; Μαθαίναμε κάποτε έναν ορισμό που ανάθεμα με αν έκατσες να τον δεις ποτέ. Έστιν ουν τραγωδία… Κράτα την ουσία· όλο το ζουμί της τραγωδίας είναι η κάθαρση. Τι είναι κάθαρση λοιπόν; Το ψάχναμε μια βραδιά περπατώντας στου Φιλοπάππου μα δεν το είχαμε αντιληφθεί. Κάθαρση είναι η ωραία γκόμενα, το καλό κρασί, η καλή καφρίλα, το όμορφο ξημέρωμα, ένα καλό αμάξι, η νύκτα που κάθεσαι και θυμάσαι, η χάραξη που έχω κάνει στην είσοδο της πολυκατοικίας και γράφω πόσες χρονιές φάγαμε μιλώντας, το ότι σήμερα στην βάρκα οδηγάω. Ίσως όλα αυτά χωράνε σε μια φράση.
Κάθαρση δεν είναι το να φύγεις, μήτε το να θες να φύγεις. Κάθαρσις είναι το να φτάνεις στο λιμάνι, το πλοίο να είναι εκεί· μα εσύ να παίρνεις το τραίνο για το σπίτι και να μην φεύγεις ποτέ. Κατάλαβες; Κάθαρσις είναι να μπορείς, μα να μην φεύγεις.
Ο Νικήτας Δεσποτίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 2000. Η λογοτεχνία για εκείνον υπήρξε ανάγκη από πολύ μικρή ηλικία, γεγονός που τον ώθησε στον κόσμο των γραμμάτων. Σπουδάζει φιλολογία στο ΕΚΠΑ. Λογοτεχνικά θέματα που τον συγκινούν είναι ο φόβος για το μέλλον, οι χαμένες ευκαιρίες και η εμμονή στο ασφαλές και εξωραϊσμένο παρελθόν.