Ἤμουν ψαράκι καί μέ πήρανε τά χρόνια
βουβός ὁ πόντος καί νά ψάχνω ψαροντούφεκο
οὔτε μπουκάλι νά πετάξω στή στεριά
πῶς ξέμπλεκα ἀπ’ τά δίχτυα τί συνἐβαινε
κι ὅλο μοῦ ξέφευγε τό ἀγκίστρι πάντα.
Στόν ὕπνο ἐδῶ πῶς νά ‘ρθει ὁ ὕπνος νά σέ κοιμηθεῖ
καί ταπεινά σέ πέντε φύκια νά σέ γείρει
μοῦ μένει μόνο νά γερνάω ἀτέλειωτα
τά μάτια νά φουσκώνουνε ἡ κοιλιά
κι ἡ οὑρά σχεδόν ἀσάλευτη
σάν μανταλάκι πού ἔχασε τό ροῦχο του
κι ὅλο πιό κάτω νά βαθαίνω νά βαραίνω˙
γιατί ὄχι τότε πού μέ χώριζε ἕνα τίναγμα
ἀλλά δέν ὕψωσα τό στόμα στόν ἀφρό
σάν προσευχή νά τό γεμίσω ἀέρα ἀέρα
ὑδροκυάνιον ἀέρα
κι οὐρανό.
Γιάννης Βαρβέρης - Ο θάνατος το στρώνει – Ύψιλον, 1988