ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
[Πέντε]
Δύο βδομάδες αφότου πάτησα για πρώτη φορά το πόδι μου στην Κλεισούρα, οι πελαργοί επέστρεψαν.
Ονειρευόμουν ξανά την Αμερική. Στο όνειρό μου είχα γυρίσει στο διαμέρισμά μου, είχα γυρίσει στο κρεβάτι μου. Ήθελα να κοιμηθώ, μα δεν μπορούσα. Το δέντρο έξω απ’ το παράθυρό μου ήταν γεμάτο πουλιά που κελαηδούσαν και όσο περισσότερο πίεσα το μαξιλάρι στο κεφάλι μου, τόσο δυνατότερα φώναζαν. «Ένας καλός άνθρωπος πέθανε», είπε στα αγγλικά κάποιος δίπλα μου. «Σ’ το λένε να το ξέρεις».
Ήταν το κορίτσι από το σταθμό, εκείνο που είχε κοπεί στον καρπό της. Ήταν γυμνή, εκτός από το πρόσωπό της, κρυμμένο πίσω από το σεντόνι λες κι ήταν μαντίλα. Όμορφα τριαντάφυλλα άρχισαν να ανθίζουν σ’ ολόκληρο το σεντόνι, με το κάθε πέταλο στο χρώμα σκούρου αίματος. «Ποίος άνθρωπος;» τη ρώτησα. Ποιός πέθανε;» Εκείνη άρχισε να γελά. Η φωνή της ήταν πνιχτή, λες κι ερχόταν βαθιά κάτω από τη γη. Κατάλαβα πως είχα κάνει λάθος. Δεν ήταν αυτή που νόμιζα. «Ξέρεις ποιός άνθρωπος, Αμερικάντσε», είπε εκείνη στα Βουλγαρικά. «Άκου τώρα τα πουλιά».
Ξύπνησα ξαφνιασμένος, με τον ήλιο στην επάνω γωνία του παραθύρου. Το δωμάτιο ήταν αποπνικτικό και η χοντρή μάλλινη κουβέρτα είχε μουσκέψει από τον ιδρώτα μου. Για πολλή ώρα, με τα μάτια κλειστά, προσπαθούσα να αποδιώξω αυτό το όνειρο – τόσο ζωντανό που ακόμα άκουγα το γέλιο του κοριτσιού και τις φωνές των πουλιών. Μια μονότονη, αγχωτική, βαριά αίσθηση κατακάθισε στο στομάχι μου κι έτρεξα να βρω τον παππού.
Κάπνιζε στη βεράντα ακουμπισμένος στο κάγκελο. «Καλησπέρα, ωραία κοιμωμένη», με χαιρέτησε, χωρίς να γυρίσει. «Δεν ξέρεις πως δεν θυμόμαστε τίποτα από τον ύπνο;» Ύστερα έστρεψε το τσιγάρο που κάπνιζε προς τον ουρανό. Στο μυαλό του, αυτή η στιγμή δεν σήκωνε κουβέντες.
Ψηλά, πάνω από τα ετοιμόρροπα σπίτια, φτερούγιζαν καμιά δεκαριά πελαργοί. Κάποιοι πετούσαν δεξιόστροφα, κάποιοι άλλοι αριστερόστροφα. Φώναζαν ο ένας στον άλλο, με στριγκά δυνατά κρωξίματα.
Ο παππούς παρέμενε σιωπηλός. Κάπνιζε το τσιγάρο του και παρακολουθούσε τους πελαργούς και δεν καταλάβαινα αν το γέρικο, κουρασμένο, πρόσωπό του έδειχνε χαρά κι ευχαρίστηση ή ανησυχία και τύψεις. Όταν όμως γύρισε προς το μέρος μου, τα μάτια γυάλιζαν σαν να ήταν παιδί.
«Ήρθαν οι πελαργοί», είπε.
Είχε φέρει ένα μπουκάλι ρακή και δυο ποτηράκια, που τα γέμισε τώρα ως επάνω. «Έζησα να τους δω κι αυτή τη χρονιά».
Τα ήπιαμε μονορούφι για το καλωσόρισμα.
[Σελ:111,112]
Μίροσλαβ Πένκοφ - Το βουνό των πελαργών – Αντίποδες, 2018
Μετάφραση: Άκης Παπαντώνης