Αλέξανδρου Αδαμόπουλου
“Ο κύκλος που δεν κλείνει”
(στο συλλογικό ‘Για μια επέτειο’, εκδ. Ίκαρος ISBN 978-960-572-009-4 ).
Προλογικό σημείωμα
Σκέπτομαι ότι ένα τέτοιο κείμενο ψυχρής ακρίβειας έχει γραφεί από τον Αλέξανδρο Αδαμόπουλο, επειδή ακριβώς αυτός είναι της Τέχνης κατά την έννοια που της αποδίδει ο Im. Kant.¹ Και την αριστοτελική κάθαρση, αν την ερμηνεύσουμε σύμφωνα με το νόημα που δίνει στον όρο ο Πλάτων (Σοφιστής 228c) πρέπει να την συνδυάσουμε οπωσδήποτε με την έννοια της ψυχικής “συμμετρίας”. Ο συγγραφέας -κι αυτό συνάγεται απ’ όλο το έργο του- είναι ένας λεπτοφυής ανατόμος της ψυχής, ένας μοραλίστας, ένας αιώνια ενδοσκοπούμενος, “qui se voit voir”, όπως ο κ. Teste του Βαλερύ.
Δεν είναι παράδοξο, λοιπόν, που με το κείμενό του “Ο κύκλος που δεν κλείνει” ανατέμνει την δεσπόζουσα συλλογική νοοτροπία της μεταπολίτευσης. Η λέξη νοοτροπία είναι φυσικά πιο βολική. Ο Lucien Febvre, μέσα στον έξοχο Ραμπελαί του, προτιμούσε να κάνει λόγο για διανοητικό εξοπλισμό. Ο σπουδαίος ιστορικός Αλφόνς Ντυπρόν προτιμά τον όρο ψυχισμός. Παρ’ όλους τους πεπερασμένους πια γλωσσικούς δισταγμούς, η ουσία για το κείμενο είναι μία: ήταν τέτοιες οι πολιτικές/οικονομικές/κοινωνικές/πολιτισμικές στρεβλώσεις, ώστε γέννησαν ένα επικαθήμενο ίζημα: αυτήν την αδιατύπωτη και συχνά άρρητη επιταγή που πηγάζει από το συλλογικό ασυνείδητο. Κι οι νοοτροπίες αυτές είναι πολύ ανθεκτικές στην φθορά του χρόνου. Το κείμενο, ως εκ τούτου, είναι ανατριχιαστικά επίκαιρο όσον αφορά τις φονικές πυρκαγιές της Αττικής. Απαντά όχι μόνον στο προφανές “Τίς πταίει;” αλλά και στο εσώτερο: “Τί πταίει;”
Είναι εκπληκτικό το ότι ο Αδαμόπουλος εισάγει για την “Μεταπολίτευση” έναν τελείως διαφορετικό προβληματισμό· την ταύτιση πολιτισμού και κοινωνίας (μ’ όλες τις επικυρίαρχες δομές του αλλά και το ισόγειό του. Κι ας μην λησμονούμε ότι το “ισόγειο” ενός πολιτισμού δείχνει συχνά και το πραγματικό του πρόσωπο.), για να ερμηνεύσει το γεγονός ότι η ελληνική πολιτική σκηνή αντιστοιχεί σε μιαν ιδιότυπη, αρχαϊκή, μοχθηρά ισοκρατική στην εκφυλιστική αλληλεπίδραση των ομάδων της, κ ο υ λ τ ο ύ ρ α. Στις κουλτούρες αντιστοιχούν κοινωνίες που δεν παράγουν πολλή αταξία -στη φυσική λέγεται εντροπία- και που έχουν την τάση να μην απομακρύνονται καθόλου από την αρχική τους κατάσταση, πράγμα που εξηγεί και την εντύπωση που μας δίνουν ότι δεν έχουν ούτε ιστορία ούτε πρόοδο -ο αέναα ατελεύτητος πολιτικός κύκλος. Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος με το πολιτικό του κείμενο “Ο κύκλος που δεν κλείνει” απογυμνώνει το υβριδικό, νεοελληνικό, μεταπολιτευτικό πολιτικό μόρφωμα από κάθε ιστορικό εξωτισμό. “Δεν υπάρχουν στον κόσμο υποκείμενα που να έχουν τόσο μεγάλη ανάγκη από ένα γερό ξύλο, γιατί είναι κλέφτες, σκορποχέρηδες κι απατεώνες” διατεινόταν κάποιος παλιός αστός της Σεβίλλης, έχοντας ασφαλώς υπόψη του τους ατέλειωτους καβγάδες που προκαλούσαν στις πύλες της πόλης ή και στην ίδια την αγορά, οι χωριάτες που πουλούσαν ζώα, κρέας ή δέρματα, ταγγισμένο βούτυρο, μικροσκοπικά φοινικόδεντρα, χόρτα, μπιζέλια. Εμείς, οι νεοέλληνες, δεν υπήρξαμε βέβαια οι εξωτικοί “πολιορκητές” της Σεβίλλης, αλλά ένα ενθυλακωμένο, υβριδικό από τις παμπάλαιες εκτραχύνσεις κι αλλοιώσεις του, κράτος στις δυτικές ευρωπαϊκές κοινωνίες, σ’ αυτές που επέτυχαν να δημιουργήσουν στους κόλπους τους ανισότητες, τις οποίες χρησιμοποιούν για να παράγουν ταυτόχρονα πολύ περισσότερη τάξη, αλλά και πολύ περισσότερη αταξία, πολύ περισσότερη εντροπία, ακόμη και σε ό,τι αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις. Έξοχα!
Όλο το κείμενο -λιτό, γυμνό από λογοτεχνισμούς, ελιγμούς, αποσιωπήσεις, συνεκτικό, διαυγές- είναι ένα χτύπημα direct στον μεταπολιτευτικό μας μύθο. Είναι εκπληκτικό ότι συνέχει τις κορυφώσεις των 40 τελευταίων χρόνων κι είναι σαν να κυλούν τα γεγονότα με την ευλυγισία του υδράργυρου, εισχωρώντας το ένα στο άλλο. Μία καίρια, σφιχτή ιστορική επιτομή, που δεν πλατυάζει, δεν γίνεται ιστορικισμός, παρ’ όλο που ανατέμνει βαθιά την ιστορία.
Το εξέχον: ο συγγραφέας είναι αστικής καταγωγής και αστικής πολιτικής κουλτούρας. Κάποιοι που το γνωρίζουν αυτό, ίσως αναρωτηθούν: πώς το έγραψε αυτό; Θα αναφερθώ στο εξής, παρ’ όλο που οι παραλληλίες δεν γίνεται να είναι πάντα ακριβείς: Ο Ένγκελς, σ’ ένα γράμμα του προς την Μάργκαρετ Χάρκνες, σχολιάζει για τον Μπαλζάκ: “Ο Μπαλζάκ πολιτικά ήταν αριστοκράτης· το μεγάλο έργο του είναι μια διαρκής ελεγεία για την αναπότρεπτη παρακμή της καλής κοινωνίας· όλες οι συμπάθειές του είναι με το μέρος της τάξης που είναι καταδικασμένη σε εξαφάνιση. Όμως, παρ’ όλα αυτά, η σάτιρά του δεν είναι ποτέ πιο καυστική, η ειρωνεία του ποτέ πιο πικρή, από τις στιγμές εκείνες που φέρνει στη ζωή αυτούς ακριβώς τους άνδρες και τις γυναίκες με τους οποίους συμπάσχει βαθύτατα -τους ευγενείς. Και οι μόνοι άνθρωποι για τους οποίους μιλάει πάντα με ανυπόκριτο θαυμασμό, είναι οι πιο σκληροί πολιτικοί του αντίπαλοι…Ότι ο Μπαλζάκ ήταν αναγκασμένος να βαδίσει εναντίον των δικών του ταξικών συμπαθειών και πολιτικών προκαταλήψεων, ότι είδε την αναγκαιότητα της πτώσης των αγαπημένων του αστών…και ότι είδε τους πραγματικούς ανθρώπους του μέλλοντος μόνο εκεί όπου, στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή, μπορούσαν να βρεθούν -αυτό το θεωρώ έναν από τους μεγαλύτερους θριάμβους του Ρεαλισμού”.
Θέλω στο σημείο αυτό να σχολιάσω κάποια αποσπάσματα του κειμένου που προκαλούν -θετικά κατά την άποψή μου:
1.“…χωρίς να ξέρουμε πώς και τι, την επομένη ξεχυθήκαμε όλοι στους δρόμους βαστώντας στα χέρια κεριά αναμμένα, πανηγυρίζοντας τρελά για τη χούντα που έπεσε (την ίδια στιγμή που έπεφτε και η Κύπρος βέβαια). Βγάλαμε το γύψο απ’ το σπασμένο χέρι και χαιρόμασταν που μας είχαν πριονίσει το ένα πόδι”: Ένα λαμπρό, αιωρούμενο στεφάνι πάνω απ’ τη νύχτα της Αθήνας, στεφάνι από μεθυσμένα και πυρπολημένα σώματα που σηκώνονταν πάνω απ’ την πόλη, κι ο ίδιος ο συγγραφέας ήξερε, ήξερε μες την καρδιά του που πονούσε, πως αυτά πετούν σαν πουλιά και αυτός πέφτει σαν πέτρα, πως αυτά έχουν φτερά κι αυτός έμεινε πια χωρίς φτερά για πάντα.
- “Κανείς, μα κανείς, δεν είπε -αδέλφια ζείτε· εσείς μας οδηγείτε;- πως με τη ζωή δεν παίζουν. Και μ’ όσες φόλες κι αν ταΐσεις το σκύλο της ΕΣΑ, δε γαυγίζεις εσύ δυνατότερα για να σε φοβηθούν οι άλλοι· εκτός κι αν μπλοφάρεις. Άλλωστε ‘η Κύπρος είναι μακράν’· τυλιγμένη σ’ ένα φάκελο που δε θ’ ανοίξει ποτέ”: Πολύ λεπτής, πολιτικής ειρωνείας σχόλιο για την κοντόφθαλμη, συστημική μέχρι το μεδούλι της, λούμπεν-μικροαστική Αριστερά. Αλλά πώς θίγει επί πλέον και το ιερό τοτέμ του ελλαδικού αστισμού που εκστόμισε το “Η Κύπρος είναι μακράν”!
- “Χρόνια πολλά, δυο θεατρώνες, κινούσαν τα νήματα του ίδιου θιάσου, σκηνοθετώντας το έργο που άλλοι έγραφαν”: ανήκουστο και ανευλαβές για τα δύο ιερά μας τοτέμ!…και πολύ πυκνό σε εκρηκτική πολιτική ύλη.
- “Ο κύκλος δεν έκλεισε. Τόσα χρόνια δε λέει να κλείσει. Έγινε απλώς φαύλος κύκλος· φαυλότατος, που ανακυκλώνεται, φαιδρά, θλιβερά, προκλητικά. Φυσικά και δεν πρόκειται να κλείσει.” : γραμμένο από τον Αλέξανδρο Αδαμόπουλο με βαθιά αίσθηση της ανακυκλούμενης ελληνικής ιστορικότητας. Κι οι κύκλοι πάνε πιο βαθιά και πίσω στην ιστορία: το 2013 που δημοσιεύτηκε πάλι το κείμενο, η τρόικα, για την εκχώρηση της επόμενης δόσης, είχε θέσει ως προαπαιτούμενο το “λουκέτο” στον Ο.Σ.Ε. Λοιπόν! Θυμάται κανείς ότι το μεγάλο εκσυγχρονιστικό εγχείρημα του Χ. Τρικούπη θεωρούνταν οι σιδηροδρομικές εκμεταλλεύσεις. Που είχαν πάντα έλλειμμα, όχι μόνο γιατί οι σιδηρόδρομοι είναι συνήθως παθητικοί σ’ όλο τον κόσμο, αλλά κυρίως γιατί υπήρχαν οι (πάντα!)ειδικές ελληνικές συνθήκες: ένας ακόμη μικρός ελληνικός μύθος, ο μύθος των ελληνικών σιδηροδρόμων αποπνέει μια ιδιαίτερη ειρωνεία. Η πρώτη φάση της κατασκευής τους ξεκίνησε σχεδόν σαν αντίδραση ενοχής που η χώρα είχε τόσο πολύ αργήσει να προσχωρήσει στη νέα θρησκεία κι από τότε προβάλλεται σαν αναμφίβολο σημάδι της ελληνικής μετάβασης σ’ ένα είδος καπιταλισμού. Από πολλές απόψεις, η χρησιμότητά τους για μια διαδικασία μετάβασης ήταν αμφισβητήσιμη, αν όχι τελείως αρνητική. Το ολικό μήκος γραμμών δείχνει ότι η ένεση (τι σκονισμένη, τι κουρελιασμένη λέξη!) επενδύσεων δεν ήταν αρκετή για να δημιουργήσει συνθήκες οικονομικής απογείωσης. Αλλά και μεγαλύτερες να ήσαν οι επενδύσεις, πάλι θα ήταν εντελώς άχρηστες. Η κατασκευή σιδηροδρόμων δεν μπορούσε να παίξει τονωτικό ρόλο για ανύπαρκτους βιομηχανικούς κατασκευαστές δικτύου και τροχαίου υλικού ούτε ήταν αρκετά ισχυρό κίνητρο για να δημιουργηθούν τέτοιες βιομηχανίες σε μια χώρα που δεν είχε σίδερο και κάρβουνο. Είναι χαρακτηριστική η αντίθεση με άλλες χώρες, όπου η κατασκευή σιδηροδρόμων λειτούργησε σαν καίριος παράγοντας του καπιταλιστικού μετασχηματισμού περισσότερο με τις παρενέργειές της στην εκβιομηχάνιση παρά με την ωφέλειά της για τις μεταφορές. Έτσι η “ηρωική” εποχή των σιδηροδρόμων στα 1880, απλώς συντέλεσε σε μια βαρύτατη αύξηση της ξένης οικονομικής κυριαρχίας με μέσο το δημόσιο χρέος και, τέλος, στην πτώχευση του 1893. (είναι αξιομνημόνευτο ότι οι ξύλινες τραβέρσες που μπαίνουν ανάμεσα στις σιδηροτροχιές εισάγονταν όλες από το εξωτερικό, παρά την προφανή δυνατότητα που υπήρχε να κατασκευαστούν στην Ελλάδα.).
- “Εκτός κι αν· αν αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι πρώτα. Αν βγάλουμε ουρά. Αν κάποιοι βγάλουν κέρατα, λειρί, φτερά· τέτοια πράματα, απλά. Αν ψηλαφίσουμε λίγο, αν αναλύσουμε τι ακριβώς δεν πάει καλά”: Ο ανδρισμός, ο οριστικός δηλαδή αποχαιρετισμός κάθε ελπίδας και φόβου, είναι η ηθική του μηδενισμού ² -πικρού, κυνικού, ατέρμονα στοχαστικού, περήφανου.
- Εξαιρετικός ο ποιητικός επίλογος· transtextuality, κάπως σαν “εμφανής διακειμενικότητα”, σε περιπτώσεις που υπάρχει ένας άμεσος ή συγκεκριμένος δεσμός ανάμεσα σε δύο κείμενα, όπου η επίδραση και η αναφορά είναι εκτεταμένες και διάχυτες.
Ένας απόηχος του “Ύμνου εις την Ελευθερία”…
Ο Αδαμόπουλος έχει γράψει το μοιρολατρικό laissez – aller μιας αποικίας που είμαστε.
Κι όμως· υπάρχει πίσω απ’ τις λέξεις του μια ορμή για μιαν επανάσταση του νου, μιαν επανάσταση του πόνου, μιαν επανάσταση του ενστίχτου.
Δήμητρα Ρούσσου
Φιλόλογος