Απόστολος Θηβαίος | Bellissima

 

© Henri Cartier-Bresson

Οι καλύτερες ιστορίες γεννιούνται απ’ το τίποτε. Κρατιούνται απ’ τα χείλη του καιρού, αλητεύουν σε πλατείες και παρέες, αλλάζουν και γερνούν, αποκτούν χιλιάδες σημασίες. Λίγο πριν το τέλος καταχωρούνται στο μεγάλο βιβλίο των μύθων και έτσι αργά κάποτε σβήνουν αφήνοντας σκόρπια απομεινάρια. Ένα όνομα που τίποτε δεν σημαίνει, σπάνιες αποχρώσεις για πάντα ακατόρθωτες. Είναι, βλέπετε, φωτογραφίες οι ιστορίες και ατέλειωτα, μυστικά φιλμ. Ο Ρέινμποου, εκείνο το απόγευμα στο Βερολίνο, οι ακροβάτες που σκίζουν τον άνεμο, οι νικητές, απόψε σώζονται για πάντα. Ίσως συγκρατούν κάτι από έρωτα και θάνατο. Καμιά φορά έτσι όπως δακρύζουν μοιάζουν μ’ανθρώπους.

Ρέινμποου

Ο Ρέινμποου ξέρει να καβαλικεύει από τα επτά του χρόνια. Τριγυρνά στους λόφους και τις πρασινάδες, κυνηγά καθώς λέει τον ήλιο. Κάθε ώρα, κάθε στιγμή η ζωή είναι ένα θαύμα για εκείνον. Έχει μακριά μαλλιά και καλπάζει πιο γρήγορα απ’ όλους στην τάξη του. Φθάνει ως τη γραμμή του ορίζοντα, ιππεύει κραδαίνοντας το τόξο του. Είναι φτιαγμένο από μια σπάνια λυγαριά, λεπτό στις άκριες μα γερό. Ο Ρέινμποου το φορά κατάσαρκα και δεν φοβάται, δεν φοβάται. Σαν σημάνει η κυνηγετική περίοδος των φεγγαριών διατρέχει σαν θολό σημείο την πεδιάδα. Τ’ όνειρό του είναι να γίνει αστέρι και έχει διαλέξει μάλιστα τη θέση του στο σύμπαν. Τα πολύχρωμα φτερά στο μέτωπό του αφήνουν δειλές υποψίες πως τ’ όνομά του, ο ίδιος ο Ρέινμποου δεν συνιστά έργο ανθρώπινο μα την απόκοσμη σκιά μιας αφανέρωτης για πάντα εκδοχής.

Madre

Φάνηκε στη λεωφόρο χιλιάδες χρόνια μετά. Κρατούσε στα χέρια της τ’ άστρα, κρατούσε ένα παιδί και ήταν απαράλλαχτη, όπως τότε. Στην ηρωική της έξοδο που αποτέλεσε το σημείο μηδέν για την κατεστραμμένη μας πολιτεία, τη συντρόφεψαν σμήνη πουλιών που γεννιούνταν απ’ το σώμα της, έτσι που να μπορεί να υποθέσει κανείς πως η Φιόνα της τρίτης λεωφόρου δεν είναι άλλη απ’ εκείνη την ερωτευμένη έφηβη που κράδαινε το λάβαρο της ανεξαρτησίας εμπρός από τις φονικές μεραρχίες, χιλιάδες χρόνια πριν, στην καρδιά του Μπέλφαστ.

Το μέγαρο των ιπποτών

Κατοικεί στον τελευταίο όροφο του παλιού μεγάρου των ιπποτών. Εδώ τα ενοίκια είναι εξόχως υψηλά, όμως πρόκειται για έναν διάσημο συγγραφέα που σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή. Κανένα βαλάντιο, λοιπόν δεν είναι υψηλό για εκείνον. Δυο νεαρές, με παραδοσιακές φορεσιές των νησιών, με γυμνά τα στήθη των, του κάνουν λίγη συντροφιά. Δεν είναι πως δεν τον αγαπούν, πως δεν νιώθουν την ανάγκη του και όλο φεύγουν, μα η δική του στάση όταν σέρνει τα βήματά του στον ατέλειωτο διάδρομο αφήνοντας να φανούν δυο τραυματισμένα φτερά από φθηνό, υπόλευκο χαρτόνι τις νικά. Τότε, σαν να ξέρουν, βγαίνουν αργά απ’ το δωμάτιο, αφήνοντας εκείνον τον άνθρωπο μόνο ανάμεσα σε χιλιάδες, σπαρακτικά ποιήματα.

Μια από αυτές τις νύχτες θα οπλιστώ μ’ όλο το θάρρος του κόσμου και θα της ζητήσω έναν χορό. Και εκεί, επάνω στο ρεφραίν, ανάμεσα σε χιλιάδες, κλειστούς κόσμους, θα την ρωτήσω τ’ όνομά της. Απ’ αυτή τη λέξη και μόνο θα εξαρτηθεί ολόκληρη η ζωή μου, να ξέρεις.  

Πάολο

Ο Πάολο φορά πάντα το ίδιο τριμμένο παλτό. Βγαίνει μες στην καρδιά του χειμώνα, την πιο τρομερή ώρα της μέρας, διατρέχοντας σαν αίμα όλες τις φλέβες του κόσμου μας. Έχει διαλυμένα χέρια, τώρα και για πάντα θα ζει μες στ’ όνειρο. Στον δρόμο οι περαστικοί τον κοιτούν με αποστροφή, όμως ο Πάολο δεν νοιάζεται. Οι φίλοι του είναι πια χαμένοι στα κοιμητήρια των προαστίων και πέρα απ’ τ’ όνομα τίποτε δεν θυμάται από την παλιά του ζωή.

Απόψε χιονίζει ραγδαία στην παλιά πολιτεία. Απόψε πεθαίνουν τα παιδιά απ’ την παγωνιά. Απόψε ο Πάολο, με το ίδιο τριμμένο παλτό, με κάτι συντρίμμια στο νου του σβήνει ένα προς ένα τ’ άστρα τ’ ουρανού. Απόψε ο Πάολο ανοίγει το σφραγισμένο παράθυρο και έτσι ήσυχα, ειρηνικά περνά μονάχος, γεμάτος θάρρος και πίστη, τους πιο μακρινούς πορθμούς. 

Οι νικητές

Απόγευμα φθάσαν τα νέα. Η πόλη έπεσε. Πέρα στο ποτάμι οι πνιγμένοι στήσαν χορό. Χιλιάδες ιππείς εφορμούν προς τις επαρχίες. Και έτσι βιαστικά, κινούν τα καραβάνια, σηκώνοντας σύννεφα σκόνης στον ορίζοντα. Στ’ ανατολικά όλη η πλαγιά φλέγεται. Λένε για πράξεις σκληρές, για σφαγές και σκλαβοπάζαρα. Η Άλκηστις και εγώ απομείναμε πίσω. Βαδίζουμε στους άδειους δρόμους, φωνάζοντας τα ονόματα των πιο αγαπημένων φίλων. Κανείς δεν απαντά. Και έτσι όπως μας πνίγει η μοναξιά και η απόγνωση πιανόμαστε απ’ την αγάπη και απ’ την ομορφιά για ν’ αντέξουμε. Στις πύλες η οπισθοφυλακή δίνει τιτάνιο αγώνα. Δεν θα κρατήσει για πολύ, ο χαμός μας είναι βέβαιος. Αργά που πλέει το φουστάνι σου μες στους ελλήσποντους, αργά που λες τ’ όνομά μου, όλο δίψα. Την ύστατη ώρα, Άλκηστις, την ύστατη ώρα.

Οι νικητές γκρεμίζουν τους ναούς. Μην κοιτάτε, μην. Οι νικητές φορούν ολόχρυσα σκουλαρίκια που χουν για σχήμα τους θεούς αρχαίους απ’ τα βάθη των καιρών. Περνούν απ’ τις γειτονιές, αρπάζουν τα πιο όμορφα απ’ τα κορίτσια μας και στάρι και άλογα. Ετούτος ο χειμώνας θα’ ναι σκληρός. Τα παιδιά μας δεν θ’ αντέξουν, τα παιδιά μας που τα στολίζουμε με πολύχρωμα περιδέραια από τους πιο σπάνιους οψιδιανούς θα σβήσουν απ’ την πείνα και την παγωνιά. Οι νικητές περνούν απ’ τις γειτονιές καλώντας σε προσκλητήριο τους ζωντανούς. Κάτι σκιές, κάτι ερείπια προβάλλουν μέσα απ’ τα σπίτια. Γονατιστοί προσμένουν τη μοίρα τους, ορκίζονται πίστη στους νικητές. Στους νικητές. 

Ο ξένος

Τον ρώτησαν τ’ όνομά του. Δεν αποκρίθηκε. Τον ρώτησαν για τον τόπο του. Δεν αποκρίθηκε. Μονάχα κάθισε στο βάθος του μαγαζιού, σε μια απόμερη γωνιά. Ζήτησε τ’ ακριβότερο πιοτό. Αργά τη νύχτα σηκώθηκε απ’ τη θέση του. Έκανε δυο βήματα και σωριάστηκε νεκρός. Εμείς που νιώσαμε απ’ την αρχή τον απόκοσμο κίνδυνο, σαν να γνωρίζαμε για το ταπεινό του τέλος, πλησιάσαμε. Ψάξαμε τα πράγματά του, γυρέψαμε ένα όνομα, έναν τόπο, μια μοίρα. Μονάχα ροδάνθη βρίσκαμε επάνω του, μονάχα κρίνους, κραυγές παλιές απ’ τον καιρό των σταυροφόρων. Τη σεπτή σωρό του την κρύψαμε απ’ τους ανθρώπους. Με τ’ άνθη φτιάξαμε μια καλύτερη άνοιξη. Και ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία, γινήκαμε πεταλούδες και προτού γυρίσουμε στους κλειστούς μας κόσμους ορκιστήκαμε αιώνια πίστη στ’ όνομά του. 

Berlin

Καλούνται οι κάτοικοι να παραμείνουν στις οικίες τους. Να περιορίσουν παρακαλούνται τις μετακινήσεις τους. Γιατί απόψε το Βερολίνο είναι μια άγρια πόλη, ένας σωστός κίνδυνος. Μάταιοι κόποι αφού υπάρχει πάντα μια ώρα που το πλήθος παραβαίνει τους κανόνες και αρνείται να προσαρμοστεί και τότε ξεσπά μια τρομερή άνοιξη. Καλούνται οι κάτοικοι να παραμείνουν στις εστίες τους. Γιατί απόψε το Βερολίνο περνά στην ιστορία. Η Μπριγκίτε τρέμει τη νύχτα, όμως με το πλήθος στο πλάι της δεν φοβάται πια να πεθάνει. Η Μπριγκίτε κατάγεται απ’ τα προάστια, είναι πρωταθλήτρια στα αγωνίσματα του στίβου.  Κάθε φορά που μιλά για το Βερολίνο λυπάται με την καρδιά της, πόσο λυπάται άραγε. 

Ensemble

Είναι αληθινό ταλέντο. Μισός γυναίκα, μισός συντρίμμια εμφανίστηκε για τελευταία φορά απόψε στο θέατρο των ακροβατών. Η πλατεία ήταν κατάμεστη, το πλήθος ανέμενε με κομμένη την ανάσα τη φωνή του. Τόσο τρυφερά που τραγούδησε, τόσο πολύ που μας άγγιξε η φωνή του καθώς γινόταν κομμάτια. Στο τέλος της παράστασης δακρυσμένος ευχαρίστησε το πλήθος που τον χειροκροτούσε, ενώ οι ακροβάτες που ως τότε έστεκαν σαν πουλιά πάνω σε σύρματα, άρχισαν έναν ξέφρενο χορό, περνώντας εμπρός από τα στοιβαγμένα μας χρόνια, αφήνοντας έναν ήχο λεπτό από τον άνεμο που σκίζεται, που σκίζεται. 

  Απόστολος Θηβαίος