[Βαβέλ]
Τά χρόνια ἐκεῖνα ἐλάχιστοι μιλοῦσαν τήν ἴδια γλώσσα
νερό δέν περνοῦσε τό χῶμα κατάξερο
πίσω στήν πόλη καρτεροῦσε τό κενό.
Πουλί μου πῶς νά ‘θρει στά λημέρια σου
στά κλαριά σου πῶς νά τραγουδήσει˙
τό ακρογιάλι ἀγριεύει φοβερίζοντάς τον
μέ τά φωνήεντα πού μουγκρίζουν καί ταίρι
δέν ἔχουν ξεμοναχιασμένα.
Πίσω τους ἀκολουθοῦσε σάν τό πιστό σκυλί –
σπόροι τοῦ Λόγου καί τοῦ Ἀνέμου ἄς πέσουν στά βράχια
μήπως στήν πέτρα πλάι ξυπνήσει κάποια ζωή
ἕνα πράσινο φύλλο
μερόνυχτα θροΐζοντας –
μιά μορφή ἀπελπισίας καί ἡ Ποίηση
στά λούλουδα ἀνάμεσα καί στα πουλιά…
[Σελ.15]
[Ψευδαίσθηση]
περίλυπα μοναχικά σκυλιά τοῦ δρόμου
Καί τό καντήλι συντροφιά εἶναι˙
ἄν σβήσει σκιγμένο ἀπό τήν ἐρημιά
ὑπάρχει κι ὁ οὐρανός μέ τ’ἀστέρια του.
[Σελ.18]
[Ἔλα]
Κύματα δύο οἱ μαστοί σου
μέρα καί νύχτα με ταξιδεύουν˙
ἔλα στή βάρκα νά πᾶμε μαζί.
[Σελ.29]
Μάρκος Μέσκος - Όνειρα στον Άδη - Το Ροδακιό, 2018