Γρηγόρης – Γ. Γαϊτανάρος | Η τελευταία φορά

© Esther Bubley

Αποφασίσαμε να ‘’κόψουμε’’. Το’ χαμε ξανακάνει στο παρελθόν χωρίς επιτυχία, αλλά εκείνη τη φορά, δεν χωρούσε γυρισμός. Η υγεία μας ήταν σε κακό χάλι. Ντυθήκαμε. Φόρεσα το αγαπημένο μου κολάν δερματίνη, που τόνιζε τις γάμπες μου κι εκείνο το κραγιόν, που ‘’μ’ έφτιαχνε’’. Ο Γιάννης έβαλε τα παπούτσια, το μπουφάν το φλάι, το σκουφάκι του, πήρε τα τσιγάρα και με κοίταξε.

   – Είσαι όμορφη, μου είπε.

Κοιτάχτηκα στον καθρέπτη, δίπλα στην εξώπορτα. Αυτά τα μικρά σημαδάκια από την εφηβική μου ακμή, ακόμα μου την έσπαγαν. Δεν μπορούσα να σταματήσω να τα βλέπω. Τίναξα τα μαλλιά μου και του είπα:

  – Αυτή είναι η τελευταία μας φορά. Έτσι δεν είναι;

  – Ναι Μάρθα, μην ανησυχείς. Απόψε είναι η τελευταία μας φορά. Τελειώνουμε μ’ αυτό.

Κατεβήκαμε τις σκάλες, μ’ έναν περίεργο ρυθμό. Τη ροή, διαδέχονταν τονισμοί και μικρές παύσεις, γεμάτες αλλόκοτη ενέργεια. Βγήκαμε στο δρόμο. Είχε βραδιάσει. Το ραντεβού μας ήταν στο Πεδίο του Άρεως, δίπλα στο κιόσκι. Ευτυχώς δεν ήταν πολύ μακριά, ευτυχώς. Αυτό ήταν κάτι που απολαμβάναμε, από τότε που μετακομίσαμε σ’ αυτό το σπίτι, στο κέντρο της Αθήνας. Τις κοντινές αποστάσεις. Κινήσαμε σιωπηλοί, πιασμένοι χέρι-χέρι. Θα συναντούσαμε τον Κάρμι, έναν τύπο που γνωρίσαμε πέρυσι το χειμώνα, στην κατάληψη, στη συναυλία του Γιάννη. Είχε καλό ‘’stuff’’, καθαρό. Πρώτη φορά που το δοκίμασα, ‘’τρίπαρα’’ κανονικά. Ένιωσα μια δύναμη ανεξέλεγκτη, μια διαύγεια παράξενη. Εκείνη τη φορά, ο Γιάννης έγραψε το κομμάτι που έπαιξε το περασμένο καλοκαίρι, σ’ αυτό το γνωστό φεστιβάλ, που γίνεται χαμός. Για την ακρίβεια, ο Κάρμι είχε πολύ καλό ‘’stuff’’, όχι απλά καλό, ηρωίνη α’ ποιότητας, ‘’ζού σπέσιαλ’’, που λένε τα ‘’τζάνκια’!

Φτάσαμε. Η ώρα ήταν ακριβώς.

– Είδες; είμαι πάντα συνεπής, είπε ο Γιάννης.

– Το ξέρω, απάντησα.

Του χάιδεψα τρυφερά το κεφάλι, τον κοίταξα στα μάτια και του είπα:

– Θα τα καταφέρουμε, μετά απ’ αυτό; Πες μου ότι θα τα καταφέρουμε.

– Ναι μωρό μου, θα τα καταφέρουμε. Αρκεί να στηρίζουμε, ο ένας τον άλλο… Έτσι δεν είπαμε;

Μου ’δωσε ένα φιλί στο μάγουλο -στο αγαπημένο του σημείο, εκεί κοντά στο στόμα- όπου το δέρμα μου ήταν απαλό -όπως έλεγε- παρ’ όλα τα μικρά σημαδάκια.

Ο Κάρμι φάνηκε από μακριά. Φορούσε μια φαρδιά χρωματιστή φόρμα και περπατούσε με πολύ στιλ. Έμενε στην Κυψέλη και ήταν από την Μπουρκίνα Φάσο. Ο Γιάννης τον συμπαθούσε, αλλά ένα ‘’ντηλέρι’’ θέλει πάντα προσοχή. Πόσο μάλλον όταν το συγκεκριμένο, κατάπινε ξυράφια και τα ’βγαζε… Ξέρεις… Χωρίς να πάθει τίποτα. Έτσι είχε πει στον Γιάννη κάποτε, το είχα ακούσει κι εγώ. Δεν έλεγε μαλακίες… Μασούσε και κάτι γυαλιά…. Αυτό το είχα δει με τα μάτια μου. Τελετουργικά αφρικανικά και τέτοια. Ο Κάρμι έφτασε μπροστά μας.

– Hey guys! τι λέει;

– Όλα καλά ρε Κάρμι, εσύ; Του λέει ο Γιάννης.

Κυλάει φίλε μου, κυλάει.

Ωραία.

Σου ‘φερα αυτό που μου ζήτησες, αλλά θα σε στεναχωρήσω λίγο.

Τί έγινε ρε;

Ο Γιάννης είχε αρχίσει να ‘’στραβώνει’’ -τον κατάλαβα- γιατί ο Κάρμι πήρε το ύφος που συνηθίζουν να έχουν τα ‘’ντηλέρια’’ όταν θέλουν να σου πουλήσουν παραμύθια, για να σε ρίξουν είτε στην τιμή, είτε στην ποιότητα, είτε για να δείξουν ότι αυτοί έχουν το πάνω χέρι.

– Πρέπει να πάρεις ‘’το θέμα’’ εκατό ευρώ από εξήντα, γιατί είναι το τελευταίο και αναγκάστηκα να χάσω μια παραγγελία, για να το σπάσω… Ξέρεις… Συνέχισε τις μαλακίες του ο Κάρμι.

– Τί ξέρω ρε Κάρμι, δεν τ’ αφήνεις αυτά; Είπαμε εξήντα και εξήντα θα σου δώσω κι εσύ θα μου δώσεις αυτό που ζήτησα, του λέει ο Γιάννης.

Ήταν παλιοκαραβάνα σκληρή, δεν μασούσε, γι’ αυτό μου άρεσε. Μια φορά είχε πλακώσει στο ξύλο έναν τύπο μπροστά μου, γιατί μου την έπεφτε χυδαία ο μαλάκας. Τον είχε ‘’σαπακιάσει’’, μιλάμε. Ο τύπος από τότε, κάθε φορά που μ’ έβλεπε, άλλαζε πεζοδρόμιο τρέχοντας. Τέλοσπάντων, ο Κάρμι συνέχισε την κλάψα:

– Ρε Γιάννη, σου λέω… Ο Γιάννης τον διέκοψε:

– Κάρμι, ψωνίζω εδώ και καιρό και πάντα είμαι σπαθί. Δεν είμαι ρε;

– Είσαι ρε Γιάννη, αλλά σου λέω το έσπασα ‘’το θέμα’’ και θα φάω τη χασούρα.

Ο Γιάννης ακούγοντας ‘’τις πίπες’’ του Κάρμι, πήρε μια βαθιά ανάσα, τον πλησίασε και του είπε ήμερα, με μάτια που όμως έβραζαν:

– Κάρμι, δώσε μου το ‘’stuff’’, πάρε τα εξήντα και τα λέμε σε τρεις μέρες. Δεν θα πάθεις τίποτα μέχρι τότε. Άντε!

Του έβαλε στο αριστερό χέρι τρία εικοσάευρα, μετά άνοιξε την δεξιά του παλάμη και πήρε το stuff. Στη συνέχεια, με τράβηξε για να φύγουμε γρήγορα. Ο Κάρμι φώναξε φεύγοντας:

– Σε τρεις μέρες Γιάννη. Σε τρεις μέρες… Θα περιμένω!

– Άντε γαμήσου, τσιγκούναρε! ψέλλισα έντρομη, καθώς απομακρυνόμασταν.

– Γάμησέ τον αυτόν! Ας τον να νομίζει, μου κάνει ο Γιάννης, είμαστε έτοιμοι μωρό μου τώρα, έτοιμοι είμαστε… Πάμε για το τελευταίο μας ‘’γεύμα’’.

– Φύγαμε, του λέω.

Περπατήσαμε για λίγο και κάθε μου βήμα άφηνε λίγο από το στρες, που μου προκαλούσαν πάντα τα ‘’ντήλια’’ στο δρόμο. Ο κίνδυνος να σε ‘’δέσουν’’ οι μπάτσοι σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι πάντα παρών. Ήμουν έτοιμη πια να ζήσω την τελευταία νύχτα της φάσης, που με κράτησε για πολύ καιρό, σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, καλή ή κακή, ’’whatever’’, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι το ’ζησα. Και το ’ζησα καλά. Δεν μπορώ να πω. Του ’δωσα και κατάλαβε. Είχα όμως γίνει ‘’χρέπι’’ τώρα πια, παρόλο που άντεχα γενικά. Ήμουν σκληρή κι εγώ, μη νομίζεις. Τόσα χρόνια μπαλετάκι μικρή, έχτισα κράση. Αλλά κι ο Γιάννης, είχε πέσει… Παρόλο που παλιά ‘’έδινε’’ και το χειμώνα στη θάλασσα και το ’λεγε η καρδιά του ακόμα στο κολύμπι, είχε πέσει πολύ τελευταία, πολύ…

Γαμημένη κρίση! Κωλοχώρα! Μας γαμήσανε οι πούστηδες! Μας κάνανε να σερνόμαστε!

Σταματήσαμε σ’  ένα ανθοπωλείο κι ο Γιάννης μου είπε να περιμένω έξω. Aυτός μπήκε μέσα στο μαγαζί και βγήκε μ’ ένα μπουκέτο λευκά χρυσάνθεμα, τα αγαπημένα μου λουλούδια. Έκανε μια φιγούρα τύπου ‘’comedia dell’arte’’ και μου είπε:

– Τα σέβη μου μεγαλειοτάτη, είστε έτοιμη για το δείπνο; Προσφέροντας μου τα λουλούδια, με απίστευτη χάρη.

Από κάτι τέτοιες λεπτομέρειες ξεχωρίζουν οι άνθρωποι τελικά. Εκεί καταλαβαίνεις το ταλέντο, την ποιότητα και την ευαισθησία τους. Από τις απλές αντιδράσεις τους, στη χαρά και τη λύπη.

– Μα φυσικά, το περιμένω πώς και πώς, απάντησα σαν ψηλομύτα και ένιωσα τα φύλλα των χρυσάνθεμων, να με γαργαλάνε. Μύριζαν υπέροχα, σαν φθινόπωρο.

– Σε λιγάκι όλες σας οι επιθυμίες θα πραγματοποιηθούν. Θα φροντίσουμε να μη σας λείψει τίποτα αυτή τη φορά.

Υποκλίθηκε σαν κύριος και μου έσκασε εκείνο το χαμόγελο που μ’ έκανε πάντα να νιώθω σέξι, μ’ έσφιξε απ’ το χέρι και φτάσαμε σπίτι τρέχοντας.

Με το που μπήκε, έπιασε τις ετοιμασίες. Κατέβασε απ΄το ράφι ένα ακριβό ‘’Beaujolais’’ που είχε βρει σε προσφορά, έβαλε στον υπολογιστή ‘’Chet Baker’’ να παίζει δυνατά και άρχισε το ‘’μαγείρεμα’’. Γέμισε δυο ‘’πεντάρες’’ σύριγγες και ‘’βαρέσαμε στο ψαχνό’’. Έγώ στο χέρι, αυτός στο πόδι. Η δικιά του ήταν ενισχυμένη και τη δικιά μου, μου τη ‘’βάρεσε’’ αυτός. Εγώ του το ζήτησα. Κοιταχτήκαμε στα μάτια.

– Μ’ αρέσει που το τελειώνουμε εδώ αυτό… Μαζί… Σήμερα, του είπα.

– Κάθε τέλος είναι και μια καινούργια αρχή, μωρό μου. Ποτέ δεν ξέρεις τι θα ξημερώσει αύριο.

Σηκώθηκε, άναψε ένα τσιγάρο χόρτο -που είχε έτοιμο από πριν- γέμισε τα ποτήρια μας και είπε:

– Ας πιούμε, στο παρελθόν και το μέλλον! Ας πιούμε, στη ζωή που φεύγει και στη ζωή που έρχεται!

– Και στην καλή τύχη! πρόσθεσα.

Ήπιαμε άσπρο πάτο το κρασί μας και ξάπλωσα στον καναπέ. Ο Γιάννης σηκώθηκε και πήγε στο γραφείο, ν’ αλλάξει μουσική. Ήμουν εντελώς μαστουρωμένη. Το σώμα μου είχε μουδιάσει και επικρατούσε στο κεφάλι μου, μια παράξενη ισορροπία μεταξύ σιωπής και θορύβου. Ήμουν έτοιμη για την κατάδυση. Χάθηκα στο να σκέφτομαι την πρώτη φορά που ήπια πρέζα, σ’ εκείνο το πρωτοχρονιάτικο πάρτυ, με τη φίλη μου την Νάνσυ. Πρέζα με κοκαϊνη, το λεγόμενο ‘’speedball’’. Μετά το πτυχίο -που δεν το είχα πάρει ακόμα- αλλά και τους γονείς μου. Πόσο περίεργη είναι η ζωή… Σαν μαγειρική συνταγή. Αν κάτι δεν κάνεις σωστά από την αρχή, μετά ή θα αποτύχεις ή θα ταλαιπωρηθείς πολύ ή… Η μουσική έπαιζε κι εγώ χανόμουν στο βυθό της μαστούρας μου. Ήταν εξάλλου η τελευταία μου φορά. Έπρεπε να φτάσω κάπου, να καταλάβω κάτι, μέσα απ’ αυτό που έκανα τόσα χρόνια. Να βγάλω ένα συμπέρασμα ρε παιδί μου… Τί σκατά, εμείς πίνανε ναρκωτικά για ν’ ανοίξει το κεφάλι μας, για να δούμε το αόρατο, όχι γιατί δεν είχαμε τίποτ’ άλλο να κάνουμε! Αυτή ήταν η επιλογή μας, η πολιτική μας, όπως θέλεις πες το. Έπρεπε να συνοψίσω, να κάνω έναν απολογισμό. Αφέθηκα λοιπόν. Πήγα με το μυαλό μου στους έρωτες και τα τσιγάρα της πρώτης νιότης, στους φίλους που δεν έβλεπα πια και στις χαμένες μου ευκαιρίες. Τί θα’ χε συμβεί αν δεν ‘’έπινα’’ τόσα χρόνια; Θα ήμουν καλύτερα ή χειρότερα σήμερα;

Αυτά θυμάμαι, όταν σηκώθηκα να τελειώσω το ‘’Beaujolais’’, που είχε μείνει στο ποτήρι μου και είδα τον Γιάννη αναίσθητο στο γραφείο. Του φώναξα, τον χτύπησα, του έδωσα νερό, τίποτα. Είχε ‘’ασπρίσει’’, τα χείλια του είχαν ‘’μωβίσει’’ και δεν ανέπνεε πια. Μ’ έπιασε πανικός, άρχισα να τρέμω. Προσπάθησα να ηρεμήσω και να σκεφτώ τί πρέπει να κάνω, αλλά η δύναμη του τρόμου σε συνδυασμό με την πρέζα, δεν είναι ο καλύτερος σύμμαχος. Πήγα στο μπάνιο, έβαλα το κεφάλι μου κάτω από τη βρύση και άφησα το παγωμένο νερό να κάνει τη δουλειά του. Όταν συνήλθα και με κομμένη την ανάσα, γέμισα μια λεκάνη και πήγα πίσω στο γραφείο. Την άδειασα πάνω του. Καμία αντίδραση. Το κορμί του -από τη δύναμη του νερού- τραντάχτηκε αναίσθητο. Κατάφερα και κάλεσα ασθενοφόρο. Ήρθαν και τον πήραν.

Ο Γιάννης πέθανε εκείνη τη νύχτα. Ποιος ξέρει… Ίσως στο νοσοκομείο, ίσως και στο σπίτι… Δεν ξέρω… Δεν θέλω να ξέρω! Αυτό που όμως σίγουρα ξέρω, είναι ότι μαζί μ’ αυτόν, πέθανε μέσα μου και κάθε επιθυμία σκοτεινή, κάθε πειρασμός. Είμαι λοιπόν η Μάρθα και θέλω να προχωρήσω. Από τότε, είμαι και θα παραμείνω ‘’καθαρή’’, για πάντα. Όπως, για πάντα έφυγε κι ο Γιάννης. Του το χρωστάω εξάλλου. Γιατί έτσι είχαμε υποσχεθεί… Να στηρίζουμε ο ένας τον άλλο… Κατάλαβες τώρα; Αυτό.



Ο Γρηγόρης – Γ. Γαϊτανάρος σπούδασε νομικά (Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης) και χορό (I.F.P.R.O-Paris), με μεταπτυχιακά στο σχεδιασμό των παραστατικών και οπτικών τεχνών (Middlessex University of London-AKTO) και τη δημιουργική γραφή (Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας-Ε.Α.Π.). Δραστηριοποιείται -στην Ελλάδα και το εξωτερικό- ως δημιουργός, σκηνοθέτης, χορογράφος και δάσκαλος στο χώρο του χορού, του θεάτρου και του κινηματογράφου και εργάζεται ως δικηγόρος (Δ.Σ.Π.).