Ξημέρωσε. Ήταν όλα ένα όνειρο; Δεν μπορώ να το ξαναπεράσω αυτό. Δεν θέλω να πιστέψω πως η ζωή μου είναι ακριβώς όπως πριν. Τι θα κάνω τώρα; Σηκώνομαι σιγά από το κρεβάτι για να μην τον ξυπνήσω. Δεν είμαι έτοιμη να τον αντιμετωπίσω τώρα. Νόμιζα πως είχε γίνει πια παρελθόν για μένα. Κοιτώ απ’ το παράθυρο, μόλις έχει ξημερώσει και ο ουρανός αρχίζει να γεμίζει σκούρα, απειλητικά σύννεφα. Σε λίγο, μικρές σταγόνες αρχίζουν να στολίζουν τα παράθυρά μου. Οι βροντές ακούγονται όλο και πιο κοντά. Μπαίνω στο μπάνιο , πλένομαι και κοιτώ τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Θέλω να ξανακοιμηθώ για να μην βρίσκομαι εδώ τώρα. Πως συνεχίζω; Τι κάνω; Ντύνομαι γρήγορα και φεύγω πριν με αντιληφτεί αυτός. Σταματώ το πρώτο ταξί που βλέπω και λέω στον οδηγό απλώς να ξεκινήσει. Μετά από αρκετή ώρα λέω τον οδηγό να με πάει στην δουλειά. Μπαίνω διστακτικά στο κτήριο, νιώθω αδύναμη, ανήμπορη να κάνω όλα αυτά που είχα ονειρευτεί. Ούτε ξέρω γιατί ήρθα εδώ. Ανεβαίνω με το ασανσέρ και κρύβομαι όλη την ημέρα μέσα στο γραφείο μου. Κάθομαι και χαζεύω το ξύλινο αγγελάκι που έχω πάνω στο γραφείο. Ούτε θυμάμαι ποιός μου το είχε δώσει, αλλά τώρα είναι το μόνο που μου δίνει παρηγοριά. Κάποια στιγμή καταλαβαίνω πως πρέπει να επιστρέψω σπίτι, βάζω το αγγελάκι μέσα στην τσάντα μου και φεύγω. Γυρίζοντας, βρίσκω ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή από αυτόν να μην ξεχάσω το δείπνο που έχουμε στις 8 με τον Γιάννη και την Σίσσυ. Το ακούω σαν να μην είμαι εγώ εκεί. Θέλω να τρέξω, να εξαφανιστώ χωρίς καμία δικαιολογία, αλλά τα πόδια μου είναι βαριά, καρφωμένα στο έδαφος. Αμήχανα, ντύνομαι, μαζεύω τα μαλλιά μου και περιμένω καθισμένη στην αγαπημένη μου πολυθρόνα. Κάποια στιγμή έρχεται και αυτός , με κοιτάζει, λέει κάτι που δεν ακούω και πηγαίνει να ετοιμαστεί. Ο χώρος αρωματίζεται με το άρωμα του, μια μεθυστική μυρωδιά. Πάντα μύριζε όμορφα. Χωρίς να το καταλάβω, φτάνουμε στο εστιατόριο. Ανοίγω μόνη την πόρτα του αυτοκινήτου πριν προλάβει να μου την ανοίξει ο ίδιος και προχωρώ μπροστά του. Κάθομαι αμέσως και παραγγέλλω ένα κρασί. Με κοιτά παράξενα, αλλά μόνο για λίγο ασχολείται μαζί μου. Αμέσως πιάνει κουβέντα με την υπόλοιπη παρέα μας. Δεν μετρώ πόσα κρασιά πίνω, πάντως η βραδιά περνά βασανιστικά αργά. Βγαίνοντας από το μαγαζί βλέπω απέναντι μια αφίσα που λέει «Ζήσε το όνειρό σου». Όταν μένουμε μόνοι, γυρνώ, ακουμπώ το χέρι μου στον ώμο του, κουρνιάζω λίγο στο λαιμό του και αναπολώ τις πρώτες φορές που με κρατούσε αγκαλιά, όμως γρήγορα συνέρχομαι. Του δίνω ένα φιλί, σταματώ ένα ταξί και φεύγω, πάω να ζήσω το όνειρο.
Η Μαριάνθη Χασάπη γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Τορόντο του Καναδά. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Τα τελευταία 15 χρόνια γράφει ιστορίες στα Αγγλικά και στα Ελληνικά και πρόσφατα έχει εκδώσει το πρώτο της μυθιστόρημα στα Αγγλικά “Not an Ordinary Story” που κυκλοφορεί σε όλη την Ελλάδα και στο Amazon. Δουλεύει ως καθηγήτρια Αγγλικών πάνω από 22 χρόνια και είναι αφηγήτρια παραμυθιών στα Αγγλικά.